Ανοίγω τα μάτια μου. Τραβάω μια φωτογραφία το σαν σοφίτα ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πατάω αποστολή με έναν αστερίσκο: “Δεν είναι σαν ένα μικρό Παρίσι, στην καρδιά των Εξαρχείων;”. Αποσυνδέω το φορτιστή και πατάω τη Νέλλη, που ακόμη κουλουριάζεται δίπλα στις καινούργιες παντόφλες, που πρόλαβα και πήρα στη σκέψη μιας νέας αρχής, με νέα βήματα.

Αφήνω το νερό να τρέξει μέχρι να ζεστάνει, ενώ γεμίζω ακόμη ένα πλυντήριο με ρούχα που φορέθηκαν μια φορά και κατέληξαν στα άπλυτα, έτοιμα να κολυμπήσουν στο Dettol. Aπ’ το παράθυρο του μπάνιου, φέρνει βροχή και η χθεσινή μπουγάδα ακόμη ανεμίζει βρεγμένη. Πλένω το πρόσωπο που. Δεν θέλω να σκεφτώ πόσες φορές το έχω κάνει μέσα σε δέκα μέρες, θα με πιάσει απελπισία. Κάνω μια πλεξούδα τα μαλλιά μου, φοράω λίγο κόκκινο κραγιόν. Με μια γκρι φόρμα και ένα μαύρο φούτερ, χωρίς κανέναν λόγο, λίγο κόκκινο κραγιόν. Στύβω τρία πορτοκάλια και τρώω ένα ρυζόγαλο. Δεύτερη αλλόκοτη πράξη, μέσα σε ένα μισάωρο αφότου ξύπνησα.

Αναρωτιέμαι αν το λάπτοπ είναι θυμωμένο, που κάθε βράδυ ξεχνάω το κλείσω. Ο φάκελος “Καλοκαίρι 2019”, είναι ανοιχτός από το χθεσινό ξεσκαρτάρισμα. Δεν θυμάμαι ότι είχα φωτογραφίες από το περσινό Αντιρατσιστικό και χαμογελάω στη σκέψη του πόση ώρα περάσαμε με τη Μαρία, πάνω από έναν πάγκο με χαντρένια σκουλαρίκια και δαχτυλίδια, για να πάρουμε τελικά τα ομορφότερα. Το περσινό Αντιρατσιστικό, οι Χαΐνηδες, η κουρδική τυρόπιτα. Έχω ακόμη την αίσθηση της σφιχτής αγκαλιάς της Ιωάννας, τη γεύση της ψημένης από την Αμοργό, το λεκέ από καυτερή σάλτσα στο φούξια φόρεμα. Καθώς πατάω το play, ακούω ακόμη την πιο μεθυσμένη μας φωνή να ουρλιάζει στις μύτες: “Κι ο Μύρος πιάνει τον χορό, το χώμα μόνο έχει οχτρό, χρυσά παλάτια σε κάποια θάλασσα πλατιά θυμάται, κόκκινα φωτιά τα δύο του μάτια”.

Η Νέλλη, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει αν όλο αυτό με την απαγόρευση κυκλοφορίας, τη βρήκε για καλό ή για κακό. Καθώς γράφω το φακέλωμα μας για τη βόλτα και το κρεοπωλείο, νομίζω ότι θέλει να υπογράψω και ότι δεν θα την ανεβάσω ξανά τρίτη φορά μέσα σε μία μέρα, στο Λόφο Στρέφη.

Καθώς γυροφέρνουμε στην καινούργια και την παλιά μας γειτονιά, τραβάμε φωτογραφίες και αναρωτιόμαστε που βρέθηκαν τόσα σκυλιά με λουρί δίπλα μας. Από ένα μπαλκόνι ακούγεται Μητροπάνος. Είχα ξεχάσει πόσο πολύ μου αρέσει αυτή η φωνή, ακόμη και όταν τον ακούει ένας τύπος που καθαρίζει φασολάκια, σε πλαστική καρέκλα, με κάμποσες ξεραμένες γλάστρες μπροστά του, μεσημέρι Μαρτίου, εν μέσω καραντίνας.

Ερήμωσαν τα στέκια μας…

Όταν συναντήσαμε τον Ali, συμφωνήσαμε να περπατήσουμε για λίγο μαζί. Χάιδεψε τη Νέλλη και συγκρίναμε τα αντισηπτικά μας. Την τελευταία φορά που ανταμώσαμε, έπαιζε ρεμπέτικη μουσική μέσα σε τοίχους με συνθήματα, αγκαλιαζόμασταν και τρώγαμε όλοι μαζί. Τώρα, όρθιοι και σταματημένοι εκεί που χωρίζονται τα σύννεφα για να βγει ο ήλιος, μιλάμε για το Αφγανιστάν και την Ελλάδα, τρώμε σοκοφρέτες και σχεδιάζουμε τι θα κάνουμε όταν ξυπνήσουμε από αυτόν τον εφιάλτη. Το πρώτο πράγμα που θα κάνω Χρύσα, είναι να τρέξω σε όλη την Αθήνα. Θα πάρω μια μπάλα και θα παίξουμε με τα παιδιά ποδόσφαιρο. Βλέπεις ποδόσφαιρο; Ναι, το ποδόσφαιρο που λείπει περισσότερο απ’ όλα. Εσύ, Χρύσα;“. Η Νέλλη, είναι ξαπλωμένη ξανά στο πεζοδρόμιο. Σκέφτομαι ότι το απόγευμα πρέπει να της έχω μαζί, ένα μπουκαλάκι νερό. “Εγώ Ali, θα πιω μια μαργαρίτα με πολύ αλάτι. Ψέματα! Θα πιώ δύο μαργαρίτες, μπορεί και τρεις. Και όταν ζαλιστώ αρκετά θα πάω στη θάλασσα, θα σταθώ και θα μετρήσω πόσα κύματα αυτοκτόνησαν στην ακτή, αυτήν τη σκοτεινή περίοδο. Και θα αγκαλιάσω Ali. Θα αγκαλιάσω τους γονείς, τον αδερφό και τους ανθρώπους μου, θα αφεθώ σε ένα γέλιο ή και κλάμα. Δεν με νοιάζει τι από τα δύο”.
Χαιρετιόμαστε, με την υπόσχεση ότι οι κρίσεις άγχους, φόβου και μοναξιάς, δεν θα μας βρίσκουν μόνους, θα τις λιώνουμε όπως ο ήλιος σήμερα τη σοκολάτα στα χέρια μας.

Η πλατεία Εξαρχείων, έρημη. Σε κάθε γωνιά υπάρχουν και από δέκα μπάτσοι, λογικά πάνω από σαράντα στο σύνολο. Έξω από το φαρμακείο, μια ηλικιωμένη γυναίκα με κοντά γκρι μαλλιά και μπλε φόρεμα, κρατάει ένα τεράστιο ψάθινο καλάθι με μωβ ανεμώνες, ενώ ένα πιτσιρίκι πάνω σε ένα ποδήλατο με βοηθητικές, ξεπροβάλει με τη μαμά του. Φοράει ένα τεράστιο για το κεφάλι του κόκκινο κράνος. “Παίρνω το Α7, φτάνω Κηφισιά και από εκεί Εκάλη και Διόνυσο για να τις μαζέψω. Ξέρεις από εκείνα τα μέρη;”. Της χαμογελάω και της ζητάω πέντε ματσάκια. Μου δίνει εφτά. Η φαρμακοποιός στολίζει και εκείνη τα δικά της, ενώ παράλληλα με ρωτάει τι χρειάζομαι. Σίγουρα πόνταρε σε παυσίπονο, αντισηπτικό ή κάποιο φυτικό ηρεμιστικό. Ζήτησα ένα make up για ηλιοκαμένο αποτέλεσμα. “Εμάς, το τέλος της κόλασης θα μας βρει όμορφους” της λέω και αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν έχει φύγει τόση ώρα το κόκκινο κραγιόν.

Βγαίνοντας, η γυναίκα ξεπουλούσε τις ανεμώνες. Κάμποσοι άνθρωποι, με πάνω από ένα μέτρο απόσταση μεταξύ τους, άγνωστοι παντελώς, χαιρετήθηκαν κρατώντας μωβ λουλούδια αφήνοντας ένα γέλιο να ταράζει μια χούφτα ένστολους, που μάλλον δεν θα πάρουν ποτέ την ανάσα που πήραμε εμείς εκείνη τη στιγμή.

Γεμίζω τα βάζα με νερό και λύνω τα λουλούδια. Καθώς μαγειρεύω και ρίχνοντας δενδρολίβανο στην κατσαρόλα, εύχομαι να μη μου μείνει κουσούρι αυτό το αναγκαστικό βίτσιο επιβίωσης. Κέρδισα με καθόλου κόπο τον τίτλο της ανοικοκύρευτης, δεν θα μου τον πάρει τώρα ο κωλοκορονοϊός. 

Το κινητό μου τρίζει, ζητώντας να συνδεθώ μέσω βιντεοκλήσης με τον μπαμπά μου. Τα πρώτα δάκρυα της μέρας, προ των Πυλών. Με τη μαμά, χαιρετάνε τόσο έντονα που νομίζω ότι βρίσκομαι στον Καναδά. Μεταξύ άσχετων πληροφοριών, μου λένε πως διάβασαν το τελευταίο μου άρθρο, με ρώτησαν γιατί δεν τους είπα για το μοίρασμα φαγητού στους άστεγους της Αθήνας και τις ζωγραφιές στη Γλάδστωνος. “Φοβόμαστε Χρύσα. Φοβόμαστε αλλά η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο ένα πανό σε μια πορεία, δεν είναι μόνο ένα σύνθημα σε μια ντουντούκα. Φοβόμαστε αλλά οι δρόμοι δεν πρέπει να ερημώσουν ποτέ από ανθρωπιά και από όσους απλώνουν το χέρι τους για να σηκώσουν εκείνον που έπεσε. Φοβόμαστε, αλλά αυτό είναι το σωστό, να προσέχεις!”.

Χθες το πρωί, ένα αγόρι βγήκε στο μπαλκόνι. Φώναξε: “Ελένη σ’ αγαπώ. Ελένη μου λείπεις!”. Μάλλον αυτόν τον κρότο κάνει ο φόβος όταν σπάει. Μάλλον έτσι ελαφραίνουν αυτές οι ασήκωτες μέρες. Τι να κάνει τώρα αυτό το αγόρι; Άραγε να λείπει και σε εκείνη;

Το δειλινό κοκκινίζει ξανά τα τσιμέντα της πόλης, αυτήν τη ματωμένη Άνοιξη. Γεμίζω ένα ποτήρι παγωμένη λεμονάδα και βάζω τρία παγάκια σε σχήμα αστερία. Παίζουν ακόμη Χαΐνηδες. Όταν τελειώσει όλο αυτό θα κάνω ένα μεγάλο πάρτυ. Θα έχει μπόλικο πάγο, αλκοόλ και θα χορέψουμε μέχρι να ξεχάσουμε, μέχρι να νιώσουμε ξανά αθάνατοι. Μέχρι τότε… “Καληνύφτα σε ΄φήνω και πάω πλάια σου ‘τι ‘βω πίρτα πρικό τσαι που πάω που σύρνω που στέω στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ”.