Αυτό το Σάββατο, μετράει χαρακιές, μετράει φόβο και απώλεια. Αυτό το Σάββατο ζέχνει αντισηπτικό, δεν ακουμπάει το πρόσωπο του, δεν θυμάται τι αριθμό γράφει το ημερολόγιο. Αυτό το Σάββατο έχει την ασφυξία μιας μάσκας, τη μυρωδιά από λαστιχένια γάντια, την ερημιά μιας πόλης που κατασκοπεύει αμήχανα μέσα από το παράθυρο, μια αχαρτογράφητη εποχή.

Δεν έχω βρει ακόμη τρόπο να περιορίσω το φως που λούζει κάθε πρωί το σπίτι. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα, αν δεν αρκούσε έστω και μια ακτίνα για να με ξυπνήσει. Κάποτε ήμουν με κάποιον που κοιμόταν με τα πατζούρια ανοιχτά, με αποτέλεσμα να ξυπνάω κανα πεντάωρο νωρίτερα από εκείνον, χρόνο αρκετό για να καταλάβω ότι καμιά μου σχέση δεν μπορεί να επιβιώσει, χωρίς τουλάχιστον τα θεμέλια των πατζουριών.

Γέμισα μια κούπα γάλα και βούτηξα μέσα 3 κουλουράκια πορτοκάλι. Τα αγόρασα από το Πορτατίφ, έναν ζαχαρένιο παράδεισο που μοσχοβολάει σε όλη την καινούργια μου γειτονιά. Μάλλον θα χρειαστεί να αγοράσω και άλλα, ίσως αυτά με τη μαστίχα. Πασαλείβω την οδοντόβουρτσα με οδοντόκρεμα, φοράω τα γυαλιά ηλίου και βγαίνω στο μπαλκόνι, αφρίζοντας. Πρώτο Σάββατο στη νέα γειτονιά και λείπουν οι μεγάλες πορτοκαλί τέντες της λαϊκής. Από το μπαλκόνι μπορώ να δω τον Λυκαβηττό και το Λόφο Στρέφη. Ανακουφίζομαι που ακόμη είναι εκεί, ξεχνιέμαι και καταπίνω κάμποση καυτερή σαπουνάδα με γεύση μέντα.

Η Νέλλη, έχει ξαπλώσει σαν τετράποδη σαύρα στον ήλιο. Σηκώνεται μόνο για να κυνηγήσει καμιά μύγα, γυρνώντας στη θέση της ηττημένη. Προφανώς και έχω ξεχάσει το λάπτοπ ανοιχτό, μαζί με κάμποσες σελίδες σε αναμονή. Ένα μισοτελειωμένο άρθρο, μια σαπουνόπερα στο Netflix, ένα μαρκαρισμένο ποίημα του Μαγιακόφσκι. Κοιτάω τα χρυσάνθεμα δίπλα στην κίτρινη πολυθρόνα και σκέφτομαι ότι θέλω να ακούσω Κ. Βήτα. Βάζω Παυλίδη και μπαίνω κάνω απ’ το ζεστό νερό. Κοιτάω το ταβάνι και σκέφτομαι ότι πάνω από αυτό, είναι μόνο ο ουρανός. Σκουπίζω νευρικά τα μαλλιά μου και θυμάμαι εκείνο το υπόγειο στη Ν. Σμύρνη. “Παύλο, δεν μπορώ να σου εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο σημάδεψες τα χρόνια της αμφισβήτησης μου”. Δεν θα ξεθωριάσει ποτέ από τη μνήμη μου η αμηχανία του όταν έκατσε στο πιάνο, παίζοντας τη “Σπασμένη πολυθρόνα”, εκπληρώνοντας τον μεγαλύτερο έρωτα της εφηβείας μου, λίγο πριν τα 30.

Φόρεσα φούτερ και τζιν, προσπαθώντας να αποφύγω άρθρα κρουσμάτων και θανάτων, φορώντας κάλτσες. Χτυπάνε 2 μηνύματα. “Βγάλε τα ψάρια από την κατάψυξη και πάρε με το βράδυ να σου πω, πως θα τα φτιάξεις. Η μαμά σου” και “Να ΄χαμε άλλο ένα πρώτο φιλί τώρα. Ελπίζω να μην είδες πάλι εφιάλτες το βράδυ. Πάρε με!”.

Τα Εξάρχεια άδεια. Ένα ζευγάρι, φιλιέται ενώ γελάει και κρατιέται από τη μέση και τους ώμους. Ακόμη και αν δεν το θυμόμαστε, είμαστε στην εποχή που φοράμε κοντομάνικα το μεσημέρι και σκεπαζόμαστε με πάπλωμα το βράδυ.

Κοιτάω το ρολόι. Έχω φτάσει δέκα λεπτά νωρίτερα. Τα Προπύλαια λουσμένα στο φως, χωρίς καδρόνια, πανό και συνθήματα. Ο Ηλίας φτάνει με τα μισά μαλλιά του γαλάζια και τα άλλα μισά κίτρινα. Έχει μαγειρέψει 30 μερίδες μακαρονάκι στο φούρνο, ενώ συσκευάζει μπανάνες και σιμιγδαλένιο χαλβά. Κοιτιόμαστε πάνω από τις μάσκες μας, χαιρετιόμαστε με τους αγκώνες μας. Έρχεται ο Ανδρέας, φορώντας ένα πουκάμισο με λουλούδια και κάτι εντυπωσιακά γυαλιά. Κρατά χαρτιά υγείας, σερβιέτες, μπατονέτες, μωρομάντηλα. Τα χωρίζουμε σε σακούλες. Η Τόνια, η Μαρία, η Αλεξάνδρα και εγώ. Κοιτάμε η μία τα γάντια της άλλης. Καμιά δεν λέει τίποτα. Περπατάμε στις στοές της Αθήνας. Η πολιτεία μας καλεί να μείνουμε σπίτι, αδιαφορώντας για εκείνους που πεθαίνουν χωρίς καμία υγειονομική πρόβλεψη στους δρόμους. Μια γυναίκα σηκώνει τους τόνους και σχεδόν κάνει αντίλαλο η φωνή της: “Μας έχουν εγκαταλείψει όλοι”. Μέσα από τα γυαλιά μου, κάτω από τη μάσκα τρέχουν αδιάκοπα βουβά δάκρυα. Η Μαρία δεν ρωτάει.

Στην Ομόνοια, δίνουμε την τελευταία μερίδα φαγητού, οι άνθρωποι ζητάνε νερό, μας ρωτάνε αν είμαστε από τον Δήμο. Βγάζω τα γάντια και τη μάσκα, παίρνω μια ανάσα. Τα πετάω σε μια σακούλα. Όλη η Αθήνα, μια στοίβα λαστιχένια γάντια.

Περπατάμε ως τη Γλάδστωνος. Καμία πανδημία δεν μπορεί να μας κρατήσει μακριά από τα δολοφονημένα αδέρφια μας και σήμερα κλείνουν 18 μήνες από εκείνη τη φρίκη που αντέχουμε να θυμόμαστε για να ζητάμε κάθε μέρα δικαιοσύνη. Ο ήχος από το σπρέι και έπειτα η μυρωδιά του, μας συνδέει με τη καθημερινότητα που σταμάτησε απότομα, δέκα μέρες πριν. Σε όλα τα μάτια τρεμοπαίζει αλατισμένο νερό. Μάλλον αυτό είναι το πιο αβάσταχτο, να μην μπορείς να αγκαλιάσεις τους ανθρώπους σου όταν μουλιάζει το πρόσωπο τους, όταν τους κοιτάς από ένα μέτρο μακριά και σφίγγεις τις γροθιές σου, κατεβάζοντας το βλέμμα.

Μοιάζουμε με ανέκδοτο που ξεκινά κάποιος σε μια παρέα. Μια κοκκινομάλλα, μια μελαχρινή, μια καστανή και μια ξανθιά, περπατάνε με σπρέι και μαρκαδόρους στα Εξάρχεια. Σταματούν κάτω από ένα μπαλκόνι και αρχίζουν να βάφουν με καρδιές έναν τοίχο. Μια γριά τους φωνάζει απ’ το μπαλκόνι “Ντροπή” και κάμποσα δάκρυα πέφτουν ξανά στο κεφάλι τους, από ένα άλλο κορίτσι στο μπαλκόνι. Το φούξια τελειώνει αφού πρόλαβαν τα γράψουν “Θα περάσει κορίτσι μας, κράτα γερά!”. Έπειτα, μέτρησαν κάμποσες γλάστρες, χειροκρότησαν σφυρίζοντας στην πλατεία Εξαρχείων για τη γέννηση ενός μωρού σε κατάληψη, βούρκωσαν ξανά και έστειλαν φιλιά η μία στην άλλη από μακριά.

Βάζω στο καλάθι μαγιονέζα, γάλα και γιαούρτια με χαμηλά λιπαρά. Παίρνω πορτοκάλια και ένα λάχανο. 2 χρόνια μένω μόνη μου, λάχανο δεν αγόρασα ποτέ. Η ζάχαρη διάβασα αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό και ήδη πονάει το κεφάλι μου από τον ήλιο και το παρατεταμένο κλάμα. Παίρνω δύο συσκευασίες Caprice.

Στο ταμείο, με κοιτάει ενώ περνάει ένα δυχτάκι με πατάτες.”Δεσποινίς, θα τα κουβαλήσετε όλα αυτά μόνη σας; Αύριο Κυριακή είμαστε ανοιχτά. Μήπως θέλετε να τα μοιράσετε;”. Άνοιξα μια σακούλα. “Ευχαριστώ, αλλά δεν με βολεύουν τα ψώνια τις Κυριακές”.

Είναι πολύ εντυπωσιακή  η εσωτερική μαρμάρινη σκάλα του καινούργιου σπιτιού. Η Νέλλη με περιμένει στο σαλόνι που λούζεται από το πορτοκαλί του δειλινού. Άνοιξα το γάλα και μαζί με σκόνη πατάτας, άρχισε να βράζει. Διαβάζω τις οδηγίες. Μια κουταλιά βούτυρο. Δεν έχω βούτυρο. Κανείς δεν νομίζω να έχει κλάψει περισσότερο επειδή δεν είχε βούτυρο.  

Ανάβω τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Όλα μου λείπουν σιγά-σιγά. Κοιτάω την πόλη, τα φώτα που τρεμοπαίζουν. Απίστευτο πραγματικά σπίτι…

Έχω ζητήσει όλες τις συγγνώμες που ήθελα, και ας μην πήρα από όλες συγχωροχάρτι, έστειλα δεκάδες “σ’ αγαπώ”, για τις στιγμές που κάποιος θα κλάψει με λυγμούς, επειδή του τελείωσε η μουστάρδα.

Πατάω να παίξει ξανά ο Παυλίδης. Αυτή ήταν σίγουρα μια δύσκολη μέρα. Χορεύει δίπλα μας ο θάνατος όμως είμαστε ζωντανοί, πρέπει να γλυτώσουμε από αυτό το φονικό. Μακάρι να ακουγόντουσαν τώρα τα τζιτζίκια. Τα χείλη μου ξερά σιγομουρμουρίζουν: “Σήμερα σκεφτόμουνα το φως έτσι όπως έπεφτε στο πρόσωπό σου αλλόκοτο, καθώς γελούσες και ψιθύριζες διαρκώς ότι χωράει μια πυρκαγιά σ’ ένα σπιρτόκουτο”.

Το κινητό δονείται και φωτίζει ψυχρά. “Θα έρθει η μέρα ξανά Χρυσάφι μου, που θα χαμογελάς τόσο που θα φαίνονται τα ούλα σου”. Αρχίζω να πληκτρολογώ: “Θα έρθει η μέρα που θα σου δώσω ένα τόσο μεγάλο φιλί, που θα κάνει για όλα όσα δεν μπορώ να σου δώσω τώρα”.