Ανοίγεις το διαδίκτυο κι η αλήθεια σκάει μπροστά στα μάτια σου σα λογοτεχνικό πυροτέχνημα. Ζούμε την εποχή ενός πολέμου. Στα χρόνια της πανώλης, της χολέρας, ζούμε μια νέα ισπανική γρίπη. Ο Μαύρος Θάνατος με το δικράνι του γαργαλάει την οικουμένη, κι οι 4 καβαλάρηδες καλπάζουν στη γη μας και φέρνουν μαζί τους ασύμμετρους πολέμους και λιμούς για όσους δεν πρόλαβαν ν’ αρπάξουν μακαρόνια από τα ράφια. Λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι κι ακριβώς έτσι…
Ο κορονοϊός δεν είναι κρυολόγημα της πλάκας. Δεν είναι μια συνηθισμένη εποχική γρίπη, απ’ αυτές που έρχονται κάθε χρόνο, περνούν με φασκόμηλο και κομπρέσες, και σχεδόν ποτέ δεν κινδυνεύεις να σε… πάρουν μαζί τους! Ωστόσο, δεν είναι επίσης κι η Πανούκλα του Καμύ, ούτε οι πληγές του Φαραώ της Βίβλου. Με δυο λόγια, ο κορονοϊός τρίβει τα στελέχη του αν τον υποτιμήσεις, μ’ ακόμα περισσότερο πανηγυρίζει αν σε πανικοβάλει. Κι η πιο καλή στάση που πρέπει να ‘χεις απέναντί του, είναι…
…η στάση του Σωτήρη Τσιόδρα: ψυχραιμία, σοβαρότητα κι αντίδραση στα fake news του πανικού!
Αν κάθε πόλεμος ζητάει το στρατηγό του, στο σκάκι που παίζει πια κι η Ελλάδα με τον Covid-19 φαίνεται να κουνάει τα πιόνια ο πιο κατάλληλος. Αρκεί να τον ακούσεις να μιλάει μια φορά, για να πιστέψεις πως την παρτίδα τελικά θα την κερδίσουμε. Όχι γιατί αυτός ο άνθρωπος θα κάνει θαύματα σα Ναπολέοντας, σα Μιλτιάδης, σα δόκτορ Χάουζ γεμάτος υπεροψία κι εμπιστοσύνη (στο θωρακισμένο κρατικό μηχανισμός και) στις δυνάμεις του. Όλ’ αυτά είναι καλά για τους στρατούς, για τα βιβλία, το σινεμά και την τηλεόραση. Εδώ ωστόσο ο εχθρός είναι ιός, είναι γνωστός, δεν πέφτει με πονηριές και με παγίδες. Ο Τσιόδρας λοιπόν εμπνέει σιγουριά για λόγους ακριβώς αντίθετους απ’ αυτούς ενός επιστήμονα – πολέμαρχου, ή ενός γιατρού – σούπερ σταρ. Εμπνέει σιγουριά γιατί, πρώτα και κύρια, ξέρει πως αυτός εδώ ο πόλεμος… δεν είναι πόλεμος.
Κι ο στρατηγός του, το λοιπόν, δεν πρέπει να ‘ναι μια ιατρική καρικατούρα γεμάτη (θου Κύριε!) κορώνες και “κολοκοτρωνέικη” παλικαριά. Πρέπει να ‘ναι μια φωνή που ξέρει τι λέει, και που γεμίζει τον κόσμο ελπίδα κι ευθύνη, που διώχνει το φόβο μα όχι και την υποχρέωση για μέτρα πρόληψης. Και πάνω απ’ όλα μια φωνή που σε πείθει πως, όλα αυτά τ’ απίθανα που ακούς και που διαβάζεις δεξιά κι αριστερά, δεν είναι παρά μπούρδες. Μπούρδες γραμμένες απ’ ανθρώπους βουτηγμένους ως τα νύχια στον πανικό. Ε, κι αφού τους περισσεύει πανικός, γιατί να μην τον μοιράσουνε και σ’ όλους τους υπόλοιπους;
Κάθε φορά λοιπόν που θα διαβάζεις έναν καινούριο τίτλο γεμάτο μ’ εξωφρενικά νούμερα και σενάρια βγαλμένα απ’ τον αρμαγεδδώνα, να θυμάσαι:
Το απόγευμα θα βγει αυτός που ξέρει, κι είναι καλό να τον ακούσεις!
Ν’ ακούσεις πώς είναι τα πράγματα, ν’ ακούσεις τι πρέπει να (συνεχίσεις να) κάνεις, ν’ ακούσεις πως όχι, δεν “θα πεθάνουμε!” αν συμμορφωθούμε με τις οδηγίες. Κι ακούγοντας την ήρεμη, σίγουρη, σταθερή φωνή του ανθρώπου που διαχειρίζεται το πρόβλημα, να καταλάβεις το πιο βασικό: η Ελλάδα είναι ένα κράτος γελοίο σε πολλά επίπεδα – η επιστημονική διαχείριση αυτής της πανδημίας ΔΕΝ είναι ένα απ’ αυτά.
Οι επιστήμονες που έχουν φορτωθεί στις πλάτες τους αυτό το βαρύ φορτίο, (όχι οι πολιτικοί, ούτε οι δημοσιογράφοι κι οι απλοί εκπρόσωποι τύπου, μα) αυτοί οι επιστήμονες που σου δίνουν τις οδηγίες και τις εντολές, ΔΕΝ είναι μια ομάδα ανίκανοι που υπερβάλουν όταν φωνάζουν “μην πας στην παραλία”. Ούτε κάνα τσούρμο άσχετοι όταν σου λένε πως, αν συμμορφωθούμε όλοι μ’ αυτές τις οδηγίες, ΔΕΝ θα “πεθάνει το 70% του πληθυσμού” (σε πείσμα όσων σε δίδαξε πριν λίγο το εδώ_όλη_η_αλήθεια.blogspot.com). Είναι άνθρωποι με γνώση, άνθρωποι με θέληση, άνθρωποι με ικανότητα να σε προστατέψουν, φτάνει να τους ακούσεις και να τους εμπιστευτείς.
Για μια φορά λοιπόν, ας μην κάνουμε του κεφαλιού μας. Αν μην ξέρουμε εμείς καλύτερα απ’ τους ειδικούς. Ας μην κάνουμε μόνοι μας άξια πανικού, μια ιστορία που είναι επικίνδυνη, μα όχι ΤΟΣΟ επικίνδυνη όσο μας λέει κάθε μέρα ο δημοσιογράφος, ο μπλόγκερ, ο περαστικός με το “διδακτορικό στη μεταφυσική αλχημεία”. Για μια φορά έστω, ας ακούσουμε αυτούς που πρέπει.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας δείχνει ο κατάλληλος άνθρωπος να σε πείσει γι’ αυτό!
Υ.Γ. Κι ίσως, μετά απ’ όλα αυτά, να μας μείνει και το πιο χρήσιμο κουσούρι του κόσμου: να πάψουμε από συνήθεια κι ευγνωμοσύνη, να κάνουμε συνεχώς του κεφαλιού μας…