Τις τελευταίες μέρες, χάνομαι σε έναν λαβύρινθο σκέψεων, παρατηρώντας μια δυσκολία συγκέντρωσης, σε οτιδήποτε διαρκεί πάνω από δεκαπέντε λεπτά και απαιτεί την προσοχή μου. Σκέφτομαι ότι ίσως φταίει ότι φλερτάρω με νέο burnout ή ότι το αγαπημένο μου παγωτατζίδικο εδώ και εβδομάδες δεν βγάζει πλέον γεύση πικραμύγδαλο και ρούμι-σταφίδα. Κάνω δεκάδες υποθέσεις για το τι μπορεί να φταίει, ξέροντας όμως καλά, τι τελικά ισχύει. Φταίει που δεν μας έχει πιάσει η Άνοιξη, φταίει που ο Νίκος Καρούζος πρόλαβε και έγραψε: “Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα εποχή εχθρική ώς το μυρωμένο βράδυ ώς μέσα στα μεσάνυχτα. Βγάλε ψυχή μου τραγούδι να πολεμήσω την Άνοιξη. Ξένος είμαι στο σπίτι μου ξένος στους δρόμους με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου”. Φταίει το τζάμι που μας χωρίζει από τον ήλιο, τα αγριολούλουδα που δεν ξαπλώνουμε πάνω τους. Φταίει που χάνουμε αυτήν την Άνοιξη…

Και ενώ χορεύει γύρω μας η καταστροφή, όπως είπε εκείνο το απόγευμα που αποφασίσαμε να μην αγκαλιαζόμαστε για λίγο τόσο σφιχτά με τη Μαρία, αποφάσισα να ανοίξω κάμποσες κούτες, παίρνοντας με το ξημέρωμα, διαβάζοντας αφιερώσεις σε βιβλία που δόθηκαν σε ένα αεροδρόμιο κρύβοντας χειρόγραφες εξομολογήσεις ή σε εκείνο το ακρωτήρι τον 15Αύγουστο, που ξέχασα να ξεπεράσω. Έπειτα, τράβηξα εκείνο το βινύλιο, βλέποντας ξανά την πόρτα να ανοίγει και εμένα να γυρίζω το πέλμα μου ανάμεσα σε κάμποσα χοροπηδήματα ενθουσιασμού, πέφτοντας σε μια θάλασσα αγάπης. Σκέφτομαι ότι αν επιβιώσουμε από αυτή την πανδημία θα αγοράσω ένα πικάπ, θα τo βάλω δίπλα στο μισοτελειωμένο μπουκάλι Disaronno και θα αρχίσω το κάπνισμα…

Την επόμενη μέρα, βρήκα παγωτό πικραμύγδαλο και στάθηκα απέναντι από το μπαλκόνι της Αραχώβης. Το κινητό που χτυπούσε διαρκώς με ενημερώσεις για νέα κρούσματα του ιού που ήρθε για να αλλάξει τον πλανήτη, ενώ παράλληλα η ζωή στα Εξάρχεια κυλά με αγκαλιές και πεταχτά φιλιά. Το τραβάω μια φωτογραφία. Το ίδιο κάνω με όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Την κουζίνα που ποτέ σε αυτά τα δύο χρόνια δεν μαγείρεψα, το μπάνιο που γέμισα κάδρα με αρχαιοελληνικά αγάλματα που σκάνε τσιχλόφουσκες και φοράνε κίτρινες φλούο πετσέτες στο κεφάλι. Χαζεύω την κρεβατοκάμαρα από την πόρτα. Χωρίς κουρτίνες, βιβλία και κεριά βανίλια, καταφέρνει να θυμίζει ακόμη εκείνον τον ασουλούπωτο ύπνο μετά από ξενύχτι, εκείνον τον εφιάλτη που θυμίζει πως ο έρωτας τελείωσε, εκείνο το όνειρο ότι ξαναρχίζει. Προσπαθώντας να φτάσω στο σαλόνι, ανάμεσα σε χαρτοταινίες και φουσκάλες, που δεν θα κάνουν τα γυαλικά χίλια κομμάτια, βλέπω τη Νέλλη να αναρωτιέται αν τελειώσαμε οριστικά με το τριάρι της Αραχώβης 41.

Τη φωτογράφισα ξαπλωμένη στον καναπέ που με μανία ξήλωσε και αποκαμωμένες συμφωνήσαμε ότι θα έχουμε ζήσει για πάντα στην πολυκατοικία στο υπόγειο της οποίας έμενε ο Άσιμος, ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την προ-προηγούμενη 17 Νοέμβρη, που πνίγηκε το σαλόνι μας στα χημικά και εμείς κάψαμε όλα τα κεριά που είχαμε, βρίζοντας και γαυγίζοντας. Γελάσαμε με εκείνη την κάλτσα που ρίξαμε απ’ το μπαλκόνι ενώ απλώναμε και περνούσε μια διμοιρία των ΜΑΤ, συμφωνώντας ότι τους άξιζε μετά από τόσους ασυρμάτους που βράδυ παρά βράδυ παραμιλούσαν, χαλώντας μας τον ύπνο και τη ζαχαρένια. 

Όταν η μεταφορική χτύπησε το κουδούνι, άνθρωποι με μάσκες και αντισηπτικό στην κωλότσεπη, άρχισαν να αδειάζουν το σπίτι εκείνο που ενηλικιώθηκα, γυρίζοντας το πρώτο κλειδί της πιο δικής μου πόρτας. Μια απλώστρα με νωπή μπουγάδα, παρέμεινε ο μοναδικός ανοιχτός λογαριασμός και η τελευταία αφορμή για μια τελευταία επιστροφή.

Από το νέο μπαλκόνι τεντώθηκα μήπως συναντήσω το παλιό. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω ότι μπορώ να δω όλη την Αθήνα από την καρδιά των Εξαρχείων και δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάνω απ’ το κεφάλι μου εκτός από ουρανό. Οι δρόμοι ερημώνουν, οι κόρνες σιώπησαν και τα καφέ έκλεισαν τις τζαμαρίες τους. Ο μπαμπάς μου προσπαθεί να μιλήσει μέσα από μια τρομακτική μάσκα, με εμένα να μην καλοακούω και τη μαμά να απολυμαίνει μεταξύ κρίση άγχους και “Να βάλεις πολλές γλάστρες σε αυτό το τεράστιο μπαλκόνι και να μην αφήσεις το σκύλο να πλησιάσει ούτε στο μέτρο τον νέο καναπέ”.

Όντως όλα αλλάζουν σαν τα σύννεφα που περνάνε φουριόζικα από πάνω μας. Το διαδίκτυο προσπαθεί να χωρέσει την ασφυξία του πλανήτη και μια μόνιμη σειρήνα ηχεί στα αφτιά μου. Τηλεφωνώ σε όσους έχω ανάγκη να ξέρω πως αντέχουν δυνατοι αυτήν τη βαρβαρότητα. “Να προσέχεις, έχουμε ένα καλοκαίρι να τραγουδήσουμε σε όλες τις συναυλίες και τα νησιά”, “Να προσέχεις, άκου τη μαμά”, “Να προσέχεις, μην πιεις το ντετόλ”, “Να προσέχεις, έχεις να γράψεις κάμποσους δίσκους αμφισβήτησης ακόμη”, “Να προσέχεις, σε αγαπάω”.

Το πρώτο ηλιοβασίλεμα στο νέο σπίτι, στα ίδια Εξάρχεια, είναι απόκοσμο. Θέλω να φωνάξω στον γείτονα που ποτίζει τις γαρδένιες του: “Κοίτα τι μπορεί να κάνει ο ουρανός μόνος του”. Σκέφτομαι ξανά την Άνοιξη, τη ζωή που πάντα βρίσκει δρόμους να προχωρά. Μετράω τα χρώματα που μπήκαν απ’ το παράθυρο, έσπρωξαν τις πόρτες κάνοντας με να συνειδητοποιήσω με ανακούφιση, ότι δεν άφησα τίποτα πίσω. Ούτε μισό απωθημένο, ούτε μια σκέψη ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, και παίρνω μια βαθιά ανάσα για τις νερατζιές που ανθίζουν μακριά μας και μας λείπουν.

Θα νικήσουμε! Θα εκδικηθούμε για αυτήν την Άνοιξη που χάνουμε, θα ανταμώσουμε ξανά μεθυσμένοι και ιδρωμένοι, θα είναι κατακαλόκαιρο. Να έχετε δύναμη, να κάνετε υπομονή, να αγαπάτε και να νοιάζεστε. Να ποτίζετε τα λουλούδια σας, να γράφετε, να εμπιστεύεστε τον Θανάση όταν λέει “Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας, πειρατική σημαία, όλα στραβά γινήκανε και όλα είναι ωραία”.