Θυμάσαι τη ζωή σου χωρίς Facebook;
Άμα κι έχεις πατήσει τα 50, χαμογελάς και λες “αμέ”, παρέα μ’ ένα χαμόγελο εμπειρίας κι υπεροχής. Χαλάλι σου. Αν είσαι στα 30, λες μάλλον “ναι”, κι ωστόσο μέσα σου δεν είσαι πια και τόσο βέβαιος – θυμάσαι, αλλά δεν θυμάσαι κιόλας. Κι άμα γεννήθηκες μετά το 2000, ε τότε πια λες “όχι” χωρίς ντροπές κι αβεβαιότητες: καλά-καλά δεν έζησες ζωή χωρίς το Facebook, πώς να θυμάσαι;
Αμφιβολία ωστόσο δεν υπάρχει, όσους Μάηδες και να μετράς: το Facebook έχει σημαδέψει ανεξίτηλα τον κόσμο του 21ου αιώνα. Σαν το τηλέφωνο και σαν την τηλεόραση του 20ου, κι ίσως ακόμα περισσότερο. Μοιραία λοιπόν γεννιέται η ερώτηση, η ίδια ερώτηση που έρχεται να βάλει το ερωτηματικό της πίσω από κάθε σημάδι της ανθρώπινης ιστορίας. Ο κόσμος που φέρει πια, εδώ και σχεδόν μια ενηλικίωση, το τατουάζ του Facebook, είναι ομορφότερος απ’ τον προηγούμενο; Πιο απλά…
…μας έκανε καλό ή κακό το Facebook;
Όταν αναρωτήθηκα το ίδιο, λίγο καιρό πριν, για τη Wikipedia, έφτασα στο συμπέρασμα μετά από κάμποσες λέξεις, σκέψεις και διαπιστώσεις. Σήμερα το συμπέρασμα (επειδή είναι σχεδόν ολόιδιο!) λέω να το ρίξω στο τραπέζι απ’ την αρχή: το Facebook είναι εργαλείο. Και μας έκανε όσο καλό ή κακό του επιτρέψαμε. Ελεύθερος ο μάρτυρας και στην καρέκλα της ανάκρισης ας μπει επιτέλους αυτός που πρέπει εξ αρχής να κάθεται εκεί. Ο άνθρωπος.
Μια ωραία μέρα, 4 Φλεβάρη του 2004, στην παγκόσμια ψηφιακή πόλη του ίντερνετ, ένας αλαζόνας πιτσιρίκος πήγε κι έχτισε μια πλατεία. Την πρώτη, ουσιαστικά μεγάλη πλατεία της πόλης. Άνοιξε ένα μεγάλο καφενείο, και ξάφνου η ανθρωπότητα μπορούσε πια να γίνει μια τεράστια παρέα. Θαύμα! Ξαφνικά ανοίγεις μια πόρτα και κρατάς καθημερινή επαφή με φίλους και γνωστούς απ’ όλη τη γη. Γνωρίζεις νέο κόσμο, μπαίνεις σε ομάδες, συζητάς με πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα για χίλια θέματα, ενημερώνεις κι ενημερώνεσαι, παίζεις, δέχεσαι και προσφέρεις θαυμασμό και κριτική. Υπέροχα πράγματα σ’ έναν κόσμο…
…ανέτοιμο να τα διαχειριστεί!
Βλέπεις, το Facebook ήρθε κι έφερε μαζί του τη μαρκίζα του “παγκόσμιου καφενέ”, αλλά δεν έβγαλε αντίστοιχη ταμπέλα και για τις υποχρεώσεις που έπρεπε να φορτωθεί εκείνος που θα περάσει την πόρτα και θα πει “γιαχαραντάν” στην ομήγυρη. Δεν ενημέρωσε δηλαδή κανέναν πως, αν ο κόσμος όλος συγκεντρώνεται σ’ έναν καφενέ, αυτός ο καφενές δεν έχει πια καμιά διαφορά από ‘να δημόσιο μέσο. Αν μια τηλεόραση δίνει σε κάποιους τη δυνατότητα να μπούνε στο σαλόνι όλου του κόσμου, τότε το Facebook δίνει σε όλους αυτή τη δυνατότητα. Τι πάει να πει αυτό; Πάει να πει καταρχάς πως, οι άνθρωποι εντός του καταστήματος θα ‘πρεπε να ‘χουν τους περιορισμούς ενός δημόσιου μέσου.
Θα ‘πρεπε όσα λένε να μπορούν να τα στηρίξουν. Θα ‘πρεπε, πάνω απ’ όλα, όσα καταγγέλλουν να μπορούν να τ’ αποδείξουν. Όμως όταν ανοίγεις καφενέ, αυτός, θες-δεν θες, θα λειτουργεί με κανόνες καφενέ. Κι έτσι, πάνω στα τραπεζάκια του Ζούκερμπεργκ, μπορείς ν’ ακούσεις το τάδε ή το δείνα. Κουτσομπολιά που πλασάρονται για ειδήσεις. Συκοφαντίες που περνούν για ντοκουμέντα. Φήμες που κάποτε θ’ ακούγονταν “μεταξύ μας” για να πεθάνουν τελικά από ένα έγκυρο δημοσίευμα της εφημερίδας (ή να φυτοζωήσουν μέσα σ’ αυτό το “μεταξύ μας”), σήμερα παίρνουν διαστάσεις ρεύματος, κινήματος, ιδεολογίας. Υπολήψεις και καριέρες πεθαίνουν πνιγμένες στη λάσπη του όχλου. Αφού το “μεταξύ μας” έγινε παγκόσμιο, το κουτσομπολιό έγινε είδηση κι ο…
…Λιάκος ο ημίτρελος στέκεται αντίκρυ στον Ουμπέρτο Έκο και τον κερδίζει στην πολιτική και στη φιλοσοφία!
Για την ακρίβεια, ο κάθε Λιάκος μπορεί να γίνει Ουμπέρτο Έκο, φτάνει να υποστηρίξει αυτό που αρέσει σ’ όσους κάνουν την πολλή φασαρία. Μοιραία το επίπεδο της μάζωξης φτάνει ως εκεί που του επιτρέπει η πλειοψηφία των φωνακλάδων. Κι αυτό το επίπεδο δεν έχει καμία όρεξη ν’ ακούσει τον καθηγητή να ξεκαθαρίζει τους μύθους της ιστορίας. Δεν θέλει το γιατρό που θα του πει: “τα εμβόλια σώζουν ζωές“. Δεν θέλει πολιτικές αναλύσεις που του φωτίζουν τα λάθη του, ούτε φιλοσοφικές συζητήσεις για το Θεό, τον άνθρωπο, και για τ’ ανάμεσό τους. Θέλει αρένα: εθνικόφρονες, συνωμοσιολόγους, θρησκόληπτους να ξιφουλκούν με φανατισμένους άθεους, δικαστές που βγάζουν πόρισμα: όλοι είναι εναντίον μας, όλοι ασχολούνται μαζί μας, εμείς έχουμε απόλυτο δίκιο!
Δεν είναι πια και καμιά τρομερή διαπίστωση. Κάποιες παρέες, κάποια καφέ, σε κάποια μέρη κι εποχές υπήρξαν εξαιρέσεις (ακόμα υπάρχουν!) μα ο κανόνας λέει: “η σκέψη, η επιστήμη κι η αλήθεια σπάνια ζουν πολύ στα καφενεία”. Τουλάχιστον κάποτε όμως, για να ‘χεις δημόσιο λόγο και να μπορείς να επηρεάζεις ανθρώπους και λαούς έπρεπε να ‘σαι κάτι. Κάτι έπρεπε να ‘χεις κάνει. Κάτι να ‘χεις σπουδάσει, κάτι να ‘χεις εκδώσει, κάτι να ‘χεις καταφέρει, κάτι να ‘χεις να πεις. Αλλιώς γιατί να σ’ ακούσω; Αν θέλω μπούρδα, πάω στο καφενείο!
Σήμερα που το καφενείο είναι μαζί και τηλεόραση, και ραδιόφωνο, κι εφημερίδα, σήμερα πώς διάολο να ξεχωρίσει η μπούρδα απ’ την ουσία; Αφού ο Λιάκος έχει πιο πολύ κοινό απ’ τον Ουμπέρτο – τον κερδίζει βλέπεις στις φωτογραφίες της παραλίας…
Υ.Γ. “Τα social media δίνουν σε λεγεώνες ηλιθίων το δικαίωμα να μιλάνε, εκεί που κάποτε θα μιλούσαν μόνο σ’ ένα μπαρ μ’ ένα ποτήρι κρασί, χωρίς να κάνουν κακό στην κοινωνία. Τότε γρήγορα έπαυαν ν’ ακούγονται, όμως σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα ν’ ακούγονται μ’ έναν Νομπελίστα. Είναι η εισβολή των ηλιθίων“, Ουμπέρτο Έκο.