Στην Πυραμίδα του Μάσλοου, το καταφύγιο (η στέγη, η κατοικία) βρίσκονται στη βάση – στις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου. Στην κοσμοθεωρία της γιαγιάς μου: “Αν έχεις δυο μπουκιές να τρως και σπίτι να κοιμάσαι, μη σε τρομάζει τίποτα, μην κλαις και μη φοβάσαι“. Και τα καθίζω έτσι, δίπλα-δίπλα την επιστήμη με τη θυμοσοφία, για ν’ αποδείξω αυτό που νόμιζα πως είναι προφανές: το σπίτι για έναν άνθρωπο, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη!
Μπορούμε να συζητήσουμε πολλά. Ποιο σπίτι, τι σπίτι, πόσο μεγάλο ή μικρό σπίτι, πόσο “χλιδάτο” ή “βασικό” σπίτι. Κάνε κουβέντα στους προσδιορισμούς όση γουστάρεις, μα όχι και στο ουσιαστικό (γραμματικά και νοηματικά). Την πρώτη κατοικία, τη μία κατοικία, την κατοικία ενός ανθρώπου, δεν γίνεται να του την παίρνεις. Διαφωνεί κανείς; Αμέ…
…ο Έλληνας Υπουργός Ανάπτυξης!
Η φράση του υπουργού, πλήρης και σχεδόν χωρίς συντομεύσεις, ήτανε τούτη: “Προστασία απόλυτη πρώτης κατοικίας δεν υπάρχει σε καμία προηγμένη οικονομία, ούτε και πρέπει να υπάρχει“. Κι επειδή δεν έχω την παραμικρή όρεξη να λαϊκίσω, ναι, το φως πρέπει να πέσει πάνω στα μαύρα γράμματα. Είναι αυτό το “απόλυτη”, πάνω στο οποίο προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει ο Άδωνις Γεωργιάδης. Αυτό είναι που ίσως μπορούσε να του προσφέρει από άλλοθι μέχρι δίκιο, μα τελικά είναι αυτό που απέτυχε να του προσφέρει το οτιδήποτε. Πολύ απλά γιατί, όπως θα ‘λεγε κι ο Μάσλοου παρέα με τη γιαγιά μου, ναι, η προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να είναι απόλυτη. Κι όπως θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος που γνωρίζει βασικά οικονομικά πως, όχι, δεν είναι απαραίτητα καταστροφική για την οικονομία.
Βλέπεις, πάνω στην τσάτρα-πάτρα προσπάθεια να εξηγήσει ο υπουργός μια φράση που από μόνη της, ε, θέλει ανάλυση σοβαρή, ξεχνάει βολικά ν’ αναφέρει όσα δεν συμφέρουν. Κι εξηγούμαι. “Η Ελλάδα εξέρχεται της κρίσεως“, λέει. Για την οικονομία της συζήτησης θα συμφωνήσω. Εξέρχεται. Δεν εξήλθε. Αυτός ο ενεστώτας λοιπόν, γεννάει ένα ερώτημα που μοιραία ψάχνει απάντηση πριν καν ακουστούν όλα τ’ ανέσωστα επιχειρήματα του υπουργού, κι αυτό είναι το εξής: Είναι η Ελλάδα σήμερα προηγμένη οικονομία; Κι ακόμα περισσότερο:
Είναι η Ελλάδα σήμερα κράτος εμπιστοσύνης;
Η παραπάνω ερώτηση μπορεί ν’ ακούγεται “κλισέ” μα έχει τεράστια σημασία. Βλέπεις, αν η απάντηση στα παραπάνω είναι (φυσικά και) όχι, τότε γεννιούνται μια σειρά αλυσιδωτά προβλήματα. Ας πούμε: Από αύριο, η πρώτη κατοικία παύει να προστατεύεται. Και ταυτόχρονα, με την ελληνική οικονομία ν’ ανασαίνει (;), η “Τράπεζα Παροχών” (που μόλις επινόησα) αρχίζει να πλησιάζει ανθρώπους και να μοιράζει στεγαστικά δάνεια. Κάποιοι είναι φοβισμένοι, δεν τσιμπάνε. Κάποιοι άλλοι είναι πονηρεμένοι, ρωτάνε, υπολογίζουν, δεν τσιμπάνε. Πολλοί, τ’ ακούνε ωραία, τ’ ακούνε εύκολα, υπογράφουν και βουρ για τα θεμέλια. Καλά ως εδώ; Καλά. Μα ύστερα, έρχονται οι δόσεις.
Όταν λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι (ή κάποιοι απ’ αυτούς) δεν έχουν να πληρώσουν, θα φταίνε οι ίδιοι. Θα φταίνε ΜΟΝΟ οι ίδιοι; Μια τράπεζα που μοιράζει στεγαστικά στον κυρ Αντώνη, χωρίς να ελέγξει την αξιοπιστία του, μια τράπεζα που πλησιάζει την κυρά Ρούλα και της λέει: “Πάρε και βλέπουμε” χωρίς να της εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό το “βλέπουμε”, μια τέτοια τράπεζα δεν έχει ευθύνες; Αλλά την κρίσιμη στιγμή, η κυρά Ρούλα θα χάσει το σπίτι της επειδή εμπιστεύθηκε τον τραπεζίτη. Τον τραπεζίτη που, ίσως κι αυτός να χάσει τη δουλειά του, μα θα τη χάσει γιατί εξ αρχής δεν την έκανε σωστά. Τον τραπεζίτη που, παρόλα αυτά θα το μπορεί να μετανιώσει για όλα το βράδυ, στο σπίτι του. Και τελικά τον τραπεζίτη που κάποιος θα ‘πρεπε να ‘χει ελέγξει. Κάποιος θα ‘πρεπε να ‘χει τσεκάρει. Κάποιος θα ‘πρεπε να του ‘χει κόψει τη φόρα και τα εύκολα τα λόγια τα “πάρε κι από μένα μπάρμπα, με ευκολίες πληρωμής”. Κάποιος. Η κυρά Ρούλα;
Το Κράτος!
Ας γίνει λοιπόν η Ελλάδα αυτό το κράτος, ας εμπνέει εμπιστοσύνη στον αφελή, ας προστατεύει τον ευκολόπιστο απ’ το κεφάλαιο (όπως προστατεύει τον ηλίθιο που οδηγεί χωρίς κράνος απ’ το τροχαίο δυστύχημα), και τότε βλέπουμε. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, ο Μάσλοου θα κουνάει για πάντα το δάχτυλο σ’ όποιον μιλάει εύκολα για πλειστηριασμούς κι εξώσεις. Κι αν διαφωνείς, εδώ και σήμερα, με το σπουδαίο ψυχολόγο, διόρθωσέ με αν κάνω λάθος αλλά είσαι μάλλον απ’ αυτούς που δεν έχουν κίνδυνο να μένουν από αύριο σε συγγενείς και φίλους. Ίσως γιατί είσαι τυχερός. Ίσως γιατί είσαι σώφρων. Ίσως γιατί είσαι μορφωμένος. Ξέρεις όμως…
Οι κοινωνίες έχουν υποχρέωση να περιθάλπουν και τους άτυχους, ν’ αποτρέπουν και τους άφρονες, να προστατεύουν τους αμόρφωτους. Αυτό αν ήσουν πράγματι μορφωμένος, σίγουρα θα το ‘ξερες. Αλλά, ίσως μες στην αφέλεια της ιδεοληψίας, ίσως μες στην απονιά της αμορφωσιάς, σίγουρα μες στην ασφάλεια του ακίνδυνου εδώ και τώρα σου, λες εύκολα: “ας είχανε μυαλό για να ‘χουν σπίτι”. Όπως λέει εύκολα: “ας έμεναν εκεί να πολεμήσουν”, αυτός που δεν χρειάστηκε να μείνει για πόλεμο ποτέ του, πουθενά…
Υ.Γ. “Εγώ θέλω να έχουμε προστασία στην πρώτη κατοικία του ανθρώπου που αποδεδειγμένα δεν έχει να πληρώσει“. Πολύ όμορφα. Μόνο που, το “δεν έχω τίποτα” απ’ το “δεν έχω αρκετά”, είναι κάτι πολύ σχετικό σ’ ένα κράτος που μελέτησε κι έβγαλε πόρισμα πως: “με 200€ το μήνα επιβιώνεις”.
Υ.Γ. 2 Αν ο σκοπός είναι ν’ αναγκαστεί να πληρώσει όποιος έχει και… τα κρύβει, ιδού: “ανταλλαγή” πρώτης κατοικίας. Αν είναι στ’ αλήθεια αυτός ο σκοπός, γίνεται και χωρίς να χάσει το σπίτι του κανείς. Απλώς θα το αλλάξει. Κι αυτό επίσης, θέλει τεράστια προσοχή κι όχι μεγάλα λόγια.