“Ο φασισμός δεν ορίζεται απ’ τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από τον τρόπο που τα σκοτώνει” έγραφε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη φρικαλεότητα που επινοεί ανά τους αιώνες ο άνθρωπος για να εξοντώσει τον μη συμβατό σε αυτόν “άλλον”;

Στα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα γίνεται πεδίο άσκησης οργανωμένης ρατσιστικής βίας που συνδέεται κυρίως με τη ναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, που ακόμη και σήμερα που βρίσκονται στο σκαμνί της δικαιοσύνης, δεν έχει αναστείλει την εγκληματική της δράση.   

Η πρωτοβουλία “Βαλ’τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας”, γεννήθηκε με σκοπό να μην μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε το εύρος της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Η σημαντικότερη δίκη της μεταπολίτευσης, καλύπτεται σήμερα από ελάχιστα ΜΜΕ, καταδεικνύοντας την αδιάκοπη δουλειά του Golden Dawn Watch, υπερπολίτιμη.

Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες κλήθηκαν να αποτυπώσουν στα σκίτσα τους, τον φόβο όλων εκείνων των αόρατων ανθρώπων που έτρεξαν στα στενά για να σωθούν από τα μαχαίρια και τα ρόπαλα του μίσους, κλήθηκαν να αποτυπώσουν τον πόνο όσων τα κατάφεραν, την απώλεια των αδερφών μας που δολοφονήθηκαν.

Η Chrispy Shift και ο John Antono, είναι δύο από τους καλλιτέχνες που δέχτηκαν να αποτυπώσουν τη ρατσιστική βία, στον δημόσιο χώρο.

John Antono:  Όταν δέχτηκα την πρόσκληση από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, να συμμετάσχω στην πρώτη φάση της καμπάνιας (γιατί ακολούθησε και δεύτερη φάση με αποτέλεσμα τη μεγάλη έκθεση που θα δείτε τις επόμενες μέρες), δεν δίστασα στιγμή. Θέλησα να συνεισφέρω κι εγώ, με τη δική μου ματιά, στην οπτική αποτύπωση των ρατσιστικών επιθέσεων, στην καταγραφή του Μαύρου Χάρτη της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Αν και η εικαστική αισθητική της καμπάνιας είναι αδιαμφισβήτητη, δεν θεώρησα ότι συμμετέχω σε ένα ακόμα καλλιτεχνικό event.

Η “Βάλ’τους Χ” είναι πάνω από όλα μια καμπάνια για την ιστορική μνήμη, για την ορατότητα των πολυάριθμων θυμάτων της οργανωμένης ναζιστικής βίας, για τις ανεξίτηλες χαρακιές που έχει αφήσει ο φασισμός και οι συνοδοιπόροι του στο κοινωνικό σώμα.

Chrispy Shift: Η αλήθεια είναι πως όταν μου πρότειναν να συμμετάσχω στην καμπάνια, είχα αρκετούς ενδοιασμούς. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν πως, ενώ η αρχική ιδέα του εγχειρήματος (η καταγραφή και ανάδειξη των ρατσιστικών επιθέσεων που έχουν γίνει και γίνονται ανά καιρούς), με έβρισκε σύμφωνη, θεωρώντας πολύ σημαντική τη δουλειά που έχει γίνει, προβληματίστηκα στη σκέψη πως θα μπορούσε να αντιστραφεί από τους θύτες και να αποτελέσει ένα είδος “αναγνώρισης” και “διαφήμισης” της δράσης τους. Αυτό είναι πάντα κάτι που με απασχολεί για το συγκεκριμένο θέμα, ψάχνοντας αρκετά τον τρόπο που θα μπορέσω να το κάνω να λειτουργήσει για μένα. Η επιπλέον θυματοποίηση του ανθρώπου που έχει δεχτεί την επίθεση ή από την άλλη πλευρά η παρουσίαση του θήτη ως υπεράνθρωπου ή ως δαίμονα σχεδόν ανίκητου, μου προκαλεί πολλές φορές δυσφορία. Αντιθέτως, πολύ συχνά βλέπουμε και αντίθετα περιστατικά, όπου καταρρίπτεται η εικόνα του δυνατού και αήττητου φασίστα. Δυστυχώς, οι φασιστικές, ρατσιστικές, εθνικιστικές λογικές και πράξεις, η έννοια του “άλλου” του ξένου του διαφορετικού, δεν είναι κάτι μακρινό. Μπορείς να τις αναγνωρίσεις σε γείτονες, σε συναδέλφους, σε συμμαθητές. Και είναι ακριβώς εκεί που έχει σημασία να επέμβεις, εκεί γίνεται η ουσιαστική δουλειά, η δουλειά του μυρμηγκιού. Από εκεί ξεκινάει ο αγώνας.

Η Chrispy Shift, αποτυπώνει στο λεύκωμα τις επιθέσεις που διαδραματίστηκαν τον Απρίλιο του 2017 στο Ασπρόπυργο και τον Αύγουστο στην Καλλιθέα, ενώ ο John Antono όσα έγιναν τον Αύγουστο του 2012 στο Σύνταγμα και τον Μάιο του 2013 στο Περιστέρι.

C.S.: Αυτό που προσπάθησα να κάνω, για να ξεπεράσω κάποιους από τους προβληματισμούς που ανέφερα, είναι να παρουσιάσω μια πιο ρεαλιστική οπτική στις συγκεκριμένες επιθέσεις. Θέλησα να αποτυπώσω πρόσωπα και καταστάσεις όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Παράλληλα, χρησιμοποίησα ένα χρώμα ανά σχέδιο για να εκφράσω την τόσο ξαφνική διείσδυση της βίας στις ζωές των συγκεκριμένων ανθρώπων.

Αυτό που με συγκλονίζει σε τέτοιες καταστάσεις είναι το πώς μπορεί να αλλάξει η ζωή σου από τη μία στιγμή στην άλλη, χωρίς να έχεις κανέναν έλεγχο, ενώ το στίγμα θα χαραχτεί πάνω σου ίσως και για πάντα. Αναφέρομαι στο αίσθημα της αδυναμίας και της παράδοσης, που έχει περιγραφτεί από ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από βασανιστήρια.

J.A.: Παρότι γελοιογράφος, προτίμησα μια κάπως πιο φωτορεαλιστική αποτύπωση των επιθέσεων. Διάβασα προσεκτικά την περιγραφή τους και με όσα στοιχεία διέθετα, προσπάθησα να τοποθετήσω τα πρόσωπα όσο γίνεται στον πραγματικό χώρο. Στην πρώτη επίθεση του Αυγούστου 2012, έχουμε μια ομάδα χρυσαυγιτών στην πλατεία Συντάγματος που χτυπάνε με κλωτσιές και μπουνιές έναν Κύπριο φοιτητή, όταν εκείνος αρνήθηκε να τους απαντήσει από πού είναι. Αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της γελοιογραφίας, απεικόνισα τους επιτιθέμενους με βάση την εικόνα που όλοι ξέρουμε, ως ετοιμοπόλεμους και σχετικά γεροδεμένους νεαρούς άνδρες, κατά βάση κοντοκουρεμένους, με ενδυμασίες που περιλαμβάνουν μπλούζες της Χρυσής Αυγής, παντελόνια παραλλαγής, αλλά και αγαπημένες μάρκες ρούχων των νεοναζί διεθνώς. Στη δεύτερη επίθεση, στο Περιστέρι, εστίασα όχι τόσο στην εικονοποίηση του άγριου ξυλοδαρμού ενός μετανάστη από το Πακιστάν, αλλά σε κάτι από τη συνέχεια που μου φάνηκε ακόμα πιο συγκλονιστικό: στην άρνηση παροχής βοήθειας στον αιμόφυρτο άνθρωπο από γιατρούς -όταν με τη βοήθεια ενός φίλου του μετέβη στο νοσοκομείο- επειδή δεν διέθετε χαρτιά!

Άνθρωποι που για πολλούς μοιάζουν αόρατοι, κακοποιούνται και δολοφονούνται βάναυσα, χωρίς να γνωρίζουμε τις περισσότερες φορές, ούτε το όνομα τους. Οι άνθρωποι αυτοί, που μπορεί να θεωρηθούν για κάποιους σαν ζωές μη άξιες να βιωθούν, γίνονται ξανά ορατοί μέσα από αυτά τα σκίτσα, αποκτούν τη δική τους σελίδα στη μαύρη Βίβλο της ρατσιστικής βίας. 

J.A.: Περιστατικά ρατσιστικής, εθνικιστικής, ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας, περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, εργοδοτικής ή αστυνομικής αυθαιρεσίας, κρούσματα γυναικοκτονιών και πολλά άλλα, έχουν αρχίσει να πυκνώνουν ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια. Όμως την περίοδο 2009-2013 παρατηρήθηκε μια κατακόρυφη αύξηση των επιθέσεων αυτών, με αποδεδειγμένο πολιτικό συντονισμό και με θύματα κατά πρώτον εκατοντάδες μετανάστες, άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αλλά και πολιτικούς στόχους, όπως κοινωνικούς χώρους, συνδικαλιστές, μεμονωμένους αντιφασίστες, όλους αυτούς που οι ναζί αξιολογούν ως “υπανθρώπους” και στοχοποιούν ως εχθρούς τους.

Χρησιμοποίησα τη δύναμη της εικόνας με σκοπό να καταστούν ορατά τα θύματα δύο από αυτές τις επιθέσεις στο ευρύ κοινό. Μακάρι να ήταν αχρείαστη μια τέτοια συμβολή, μακάρι να μην υπήρχε ανάγκη για μια τέτοια καμπάνια. Όμως νιώθω ότι δεν θα μπορούσα να μείνω αμέτοχος παρατηρητής μπροστά στο ιστορικό μέγεθος των όσων ζούμε. Γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ιστορικά τι σημαίνει ναζισμός, ξέρω ότι αυτός τρέφεται από τον δικό μας φόβο και τη δική μας αδιαφορία. Απαιτείται βαθιά ενσυναίσθηση από όλους/ες μας, κανείς μας δεν μπορεί να παριστάνει πλέον τον αθώο.

Οφείλουμε να αντιληφθούμε τον ανώνυμο μετανάστη που πέφτει θύμα ρατσιστικής επίθεσης ως τον αδερφό μας, την οποιαδήποτε γυναίκα που ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου ως την αδερφή μας, τη μαυροφορεμένη μητέρα που έχασε το παιδί της από τους φασίστες ως τη μητέρα μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ανεξαρτήτως πολιτικής προτίμησης ή κοινωνικής προέλευσης, ότι οι “ζωές μη άξιες να βιωθούν” είναι στην πραγματικότητα οι δικές μας ζωές.

C.S.: Για μένα οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι αόρατοι. Έχουν οικογένειες, φίλους/ες, ανθρώπους που τους νοιάζονται. Ο Λουκμάν δεν ήταν αόρατος. Ήταν όμως το κίνημα που δεν άφησε να περάσει η δολοφονία του ως άλλο ένα “ατύχημα”. Το κίνημα σήκωσε το ζήτημα και το έφτασε εκεί που πήγε. Ανυποχώρητα, με αγώνα και επιμονή. Μία άλλη υπόθεση που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι εκείνη του Ουαλίντ στη Σαλαμίνα, τον οποίο λήστεψαν, απήγαγαν, κακοποίησαν βάναυσα και από καθαρή τύχη δεν τον πέταξαν στη θάλασσα. Το κίνημα στάθηκε δίπλα του, σε κάθε δικαστήριο, σε κάθε προσπάθεια να συνέλθει και να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του. Για μένα είναι σημαντικός ο πολύμορφος αντιφασιστικός αγώνας και θεωρώ πως ο καθένας πρέπει να συμβάλει όπως μπορεί. Επομένως, δεν θεωρώ πως με τις συγκεκριμένες εικονογραφήσεις έκανα κάτι παραπάνω από το να βάλω ένα πολύ μικρό λιθαράκι σε αυτήν την κατεύθυνση.

O John Antono, είναι από τους σκιτσογράφους που κλήθηκαν από Ελλάδα και εξωτερικό, να σκιτσάρουν κατά τη διάρκεια των απολογιών των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, τον περασμένο Ιούλιο.

J.A.: Ήταν αναμφίβολα μια μοναδική εμπειρία. Και όχι μόνο ως σκιτσογράφου. Έχοντας ασχοληθεί επί χρόνια, σε επίπεδο ακαδημαϊκό, με την ιστορία και την ψυχολογία του ναζισμού και τις μεταπολεμικές δίκες των εγκλημάτων του, ήμουν σε κάποιο βαθμό υποψιασμένος για τα όσα θα ακουστούν από τη λούμπεν βαλκανική εκδοχή των επιγόνων του, χωρίς να σημαίνει ότι το ενδιαφέρον μου ήταν μειωμένο. Από την απολογία του τελευταίου πιονιού της οργάνωσης μέχρι εκείνη του ισόβιου Αρχηγού της, ένιωσα ανάμικτα συναισθήματα θυμηδίας και οργής. Σε κάποια σημεία μάλιστα ακόμα και λύπη, για το πού μπορεί να καταντήσει ένας άνθρωπος χωρίς αξιοπρέπεια, όταν ξεφτιλίζει τον εαυτό του χωρίς καν να πιεστεί να το πράξει, όταν αρνείται με απόλυτα γελοίο και μη πειστικό τρόπο όχι μόνο τις πράξεις του, που φέρουν κραυγαλέα το αποτύπωμά του, αλλά και την ίδια την ιδεολογία του, τη σβάστικα που έχει χαραγμένη στο σώμα του και στο μυαλό του και που, όσο απεχθής και αν φαντάζει σε εμάς, για εκείνον νοηματοδοτεί απόλυτα τη ζωή του.
Στο καθαρά τεχνικό κομμάτι της διαδικασίας, επιχείρησα απλώς να αποτυπώσω το κλίμα της αίθουσας: τις εκφράσεις των δικαστών της έδρας, τη γλώσσα του σώματος των κατηγορουμένων, να ενσωματώσω στα σχέδια ατάκες που μου έκαναν εντύπωση κ.ο.κ.

Μετά από 4,5 χρόνια δίκης της Χρυσής Αυγής, φτάνουμε στο τέλος. Πριν από την απόφαση όμως, χρειάστηκε να υποδεχτούμε την εισαγγελική πρόταση της Οικονόμου, που ξεπλένει αβασάνιστα όλο τον πόνο που έχει προκαλέσει και το αίμα που έχει χύσει η ναζιστική οργάνωση.

J.A.: Η εισαγγελική πρόταση ήταν μνημείο αγνόησης, αποσιώπησης, επιλεκτικών αναφορών και παραχάραξης των στοιχείων μιας πολυετούς διαδικασίας, που προκαλεί προβληματισμούς τόσο για το σκεπτικό της συγκεκριμένης πρότασης, όσο και για τις παρασκηνιακές διεργασίες που αναδύονται μέσα από αυτό. Χωρίς να έχω βαθιές νομικές γνώσεις, δεν μπορώ ωστόσο να περιμένω κάτι λιγότερο για το τέλος αυτής της διαδρομής, από μια απόφαση στιβαρή που θα ανταποκρίνεται σε έναν συγκλονιστικό όγκο αποδεικτικών στοιχείων και που θα ήταν σκανδαλώδες και ανεπίστρεπτα καταστροφικό για την εμπιστοσύνη απέναντι στο κύρος της Δικαιοσύνης να αγνοηθεί. Και ο νοών νοείτω.

C.S.: Εγώ θα απαντήσω με ένα σύνθημα, το οποίο και συμπυκνώνει τις σκέψεις μου για το θέμα: ο φασισμός τσακίζεται στον δρόμο. Από εκεί ξεκινά, εκεί εμφανίζεται και εκεί πολεμιέται. Είναι η δουλειά που γίνεται στις γειτονιές, στην εργασία, στις σχολές, στα σχολεία, στο πεζοδρόμιο που έχει τη δύναμη να αλλάξει κάτι. Η εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη πολλές φορές δημιουργεί αυταπάτες και απογοητεύσεις. Παρόλα αυτά, θεωρώ πολύ σημαντική τη δουλειά που έχει κάνει η πολιτική αγωγή στη συγκεκριμένη δική και φυσικά η ίδια η οικογένεια και οι φίλοι του Φύσσα, και για να πούμε και την αλήθεια πολύς κόσμος που περιφερειακά έχει στηρίξει με τεχνικά και φυσικά μέσα τη διαδικασία. Αναδείχτηκε ολόκληρος ο μηχανισμός, τα πρόσωπα, οι καταστάσεις. Γελοιοποιήθηκαν σε τεράστιο βαθμό, ειδικά αν σκεφτείς την εικόνα που προσπαθούσαν τόσα χρόνια να δημιουργήσουν καθώς και το brand name “Χρυσή Αυγή” (όπως έλεγε τότε και ο Παναγιώταρος) που έχτιζαν με τα δημοσιεύματα για τη συνοδεία σε γιαγιάδες και τα καλά παιδιά με τις μαύρες μπλούζες, αυτό θεωρώ πως είναι μία μεγάλη νίκη από μόνη της.

Λίγες ημέρες πριν, στο συλλαλητήριο μίσους που διοργανώθηκε στο Σύνταγμα με αίτημα να κλείσουν τα σύνορα, ο δημοσιογράφος Thoma Iacobi ξυλοκοπήθηκε για δεύτερη φορά από Χρυσαυγίτες. Είναι ξεκάθαρο ότι με τον φασισμό δεν έχουμε τελειώσει και παραμένει επιτακτική ανάγκη η καθημερινή μάχη μαζί του. Τι θα σηματοδοτούσε αλήθεια μια απόφαση του δικαστηρίου που θα τους έριχνε στα “μαλακά”;

J.A.: Ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος ξυλοκοπήθηκε όχι τυχαία, αλλά επειδή συντέλεσε στην παραγωγή του αντιφασιστικού ντοκιμαντέρ της Angelique Kourounis “Χρυσή Αυγή – Μια προσωπική υπόθεση”, κάτι που δείχνει πόσο τους ενοχλεί όταν οι δημοσιογράφοι δεν ενδίδουν στη λαϊφστάιλ αντιμετώπισή τους, αλλά κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Ο φασισμός είναι εδώ, όπως ήταν εδώ και χτες και προχτές, και βέβαια βρισκόταν ανάμεσά μας πολύ πριν την οικονομική κρίση και θα βρίσκεται και μετά από αυτήν. Ξεπροβάλλει από τα σκοτεινά, ζωσμένος με ρόπαλα και μαχαίρια, μόνο όταν οι συνθήκες του το επιτρέψουν, μόνο όταν νιώθει σαν ψάρι μέσα στο νερό, όπως στα εθνικιστικά και τα μεταναστοφαγικά συλλαλητήρια.

Δεν θέλω να φανταστώ τι θα σήμαινε μια απόφαση που θα αγνοούσε τον όγκο των στοιχείων που έχουν εισφερθεί στη δίκη. Ξέρω όμως ότι η ιστορία είναι εδώ, καταγράφει τη στάση του καθενός και της καθεμιάς μας και είμαστε υπόλογοι/ες απέναντί της. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι ο πόλεμος απέναντι στο μίσος και τον αποκλεισμό θα συνεχιστεί αμείωτα ανεξαρτήτως της όποιας δικαστικής απόφασης.

C.S.: Το βασικό πιστεύω είναι το θέμα της χρηματοδότησης. Τώρα που δεν έχουν να δίνουν “μεροκάματα” βλέπεις τον Κασιδιάρη να πηγαίνει να πετάει ο ίδιος τρικάκια. Ποιος θα πάει για ξύλο αν δεν παίζουν φράγκα; Επίσης, τώρα που είναι υπό το μικροσκόπιο και το παίζουν καλά παιδιά, έχει περιοριστεί κάπως η ασυδοσία τους. Αυτό ίσως αλλάξει όταν τελειώσει η δίκη, πόσο μάλλον αν το αποτέλεσμα είναι απαλλακτικό για τους περισσότερους.

Την Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου και μέχρι την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου, η έκθεση “Βάλ’τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας” ανοίγει ξανά τις πόρτες της στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων.

J.A.: Ο κόσμος πρέπει να έρθει για να μάθει. Να πληροφορηθεί. Να τοποθετήσει νοητικά τον εαυτό του στη θέση τόσων και τόσων θυμάτων, μια θέση που αύριο θα μπορούσε να γίνει -ως οικονομικός μετανάστης ή ως περιβαλλοντικός πρόσφυγας- πραγματική. Για να αντιληφθεί την πόλη του και τη χώρα του όχι μόνο ως έναν ηλιόλουστο και θαλασσόβρεχτο γεωγραφικό χώρο με αρχαία μνημεία και όμορφο φυσικό πλούτο (όπως αναμφισβήτητα είναι) αλλά και, δυστυχώς, ως ένα πεδίο που επιχειρήθηκε και θα ξαναεπιχειρηθεί να επικρατήσει ο ζόφος και ο τρόμος απέναντι στους αδύναμους.
Τέλος, ο κόσμος που ενδιαφέρεται για την έκθεση, μπορεί και πρέπει να προμηθευτεί το ομώνυμο καλαίσθητο λεύκωμα της καμπάνιας, του οποίου τα έσοδα θα πάνε εξ ολοκλήρου στην πολυετή ηρωική προσπάθεια της Πολιτικής Αγωγής.