Το Facebook βγήκε στα κάγκελα. Κι όποτε βγαίνει το Facebook στα κάγκελα, αντανακλαστικά γεννιούνται μες στο κεφάλι μου αισθήματα συμπάθειας προς το “θύμα”. Ωστόσο, τούτη τη φορά, το θύμα (που ‘τανε μαζί και θύτης), πήρε πένα με μελάνι για να χτυπήσει μια χορδή πολύ ευαίσθητη, μια χορδή που γέμισε σπουδαία μουσική τη ζωή τη δικιά μου, και μιας χώρα ολόκληρης. Ο Χωμενίδης έπιασε στην πένα του το Θάνο το Μικρούτσικο!
Αναθέματα, μπινελίκι, θόλωσα. Έξαλλος μπήκα να διαβάσω την ανάρτηση, γιατί δεν το μπορούσα να δω πώς στην ευχή θα ‘βρισκε πάτημα κανείς για να χλευάσει το Μικρούτσικο. Δεν είναι ζήτημα ιδεολογικό, ούτε καν κουλτουριάρικο – ο σεβασμός κερδίζεται κι ο Θάνος τον είχε κερδίσει από χρόνια. Διάβασα την ανάρτηση λοιπόν, και… χαμογέλασα. Ο Χωμενίδης δεν τα βάζει μεν με το Μικρούτσικο (θα ‘ταν αστείο πράγμα να προσπαθήσει), αλλά…
…ο Χωμενίδης ρίχνει το “Σταυρό του Νότου” μες στα λιμνάζοντα νερά του ακριβού ουίσκι, και δεν βουτάει μέσα ο ίδιος να τον πιάσει!
Ο στόχος είναι εύκολος να τον πετύχεις: η Ελλάδα του τότε, βούλιαζε μες στη διαφθορά, στη δανεική χλιδή, στην πλαδαρότητα. Όμως το στόχο αυτόν, ο συγγραφέας τονε ζωγράφισε πάνω στο πρόσωπο ενός ανθρώπου άσχετου με τούτο τ’ “ακριβό ουίσκι”, σπουδαίου και καθόλου “δανεικού”. Και πάνω απ’ όλα, τονε ζωγράφισε πάνω στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που, η ζωή του τέλειωσε πριν λίγες μέρες.
Όχι, δεν το πιστεύω πως οφείλει κανείς ν’ αφήνει έξω απ’ τις κουβέντες του όποιον δε ζει στη γη. Άφεση άμα δεν πάρεις ζωντανός, γιατί να πάρεις πεθαμένος; Εδώ το πράγμα ωστόσο, καμία σχέση δεν έχει μ’ όλ’ αυτά – κανένα αμάρτημα δεν κουβαλούσε ο Θάνος για να χρειάζεται άφεση. Εδώ πρώτα και κύρια είναι ζήτημα ευγένειας. Κάποιον που έζησε μακριά απ’ τις πίστες του εύκολου και του χυδαίου, κάποιον που έφυγε με την αξιοπρέπεια και τη σεμνή λεβεντιά του Μικρούτσικου, δεν τον ανακατεύεις με τη βρόμα της χλιδάτης Ελλάδας του “Τσερόκι”. Ούτε σαν αφορμή δεν τον ανακατεύεις! Μα…
…ήταν όμως αφορμή;
Να πούμε, ναι; Ας πούμε. Ας πούμε ότι γεμίζανε στ’ αλήθεια οι σκηνές που έβγαινε για να “βροντήξει” το πιάνο του ο Μικρούτσικος, μ’ ανθρώπους “ακριβό σακάκι – πούρο – τζιπ και Τζόνι Μαύρο“, ή με ανθρώπους “θεσούλα στο δημόσιο και φιλιά με πάθος σε ποδιές κατουρημένες“. Ναι, ίσως η πλειοψηφία που ζούσε στην Ελλάδα να ‘ταν έτσι, κι ίσως παρέα με γαρύφαλλα και σουξεδάκια της μια χρονιάς, αυτή η ίδια πλειοψηφία να γέμιζε και τη σάλα που αντηχούσε το “Κuro Siwo”. Μα είναι δυνατόν, αν ο Μικρούτσικος είναι μονάχα η αφορμή, αν πρόβλημα είναι μόνο το κοινό του, είναι ποτέ δυνατόν, άνθρωπος που ξέρει από γραφή και γράμματα όπως ο Χωμενίδης, να τον έχει βάλει καπετάνιο;
Θα μου πεις, μεταφορά. Θα σου πω, συμβολισμός! Καταλαβαίνω ως και τη λογοτεχνική ανάγκη του συγγραφέα που μόνιμα ζει μέσα στον αρθρογράφο Χωμενίδη (στο κάτω-κάτω συγγραφέας δηλώνω, κι ας μην έχω την επιτυχία, και μάλλον ούτε το ταλέντο το δικό του). Καταλαβαίνω την ανάγκη του να κάνει ένα σχήμα ναυτικό, τώρα που γράφει για τα τραγούδια με καρχαρίες και με κύματα. Μα δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ πώς γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να μην είδε, πως βάζοντας το κοινό σε θέση ναύτη και τον τραγουδοποιό με το καπέλο καπετάνιου, μοιραία τους βάζει όλους μαζί στο ίδιο πλοίο. Μοιραία τους φορτώνει τα ίδια κρίματα, τις ίδιες αμαρτίες. Γίνεται να ‘ναι οι ναύτες ρέμπελοι, κι ο καπετάνιος άξιος; Δεν γίνεται, τον τρώνε! Μόνο που εδώ…
…ο καπετάνιος ήταν άξιος, κι οι ναύτες του λογιών-λογιών: και ρέμπελοι και παλικάρια!
Δεν θα σου κρύψω δυο αλήθειες, που μοιάζουν (μα δεν είναι!) κόντρα η μια στην άλλη: Δεν διαφωνώ με την Ελλάδα αυτή που περιγράφει ο Χωμενίδης. Το ελαφρό κι απρόσεκτο τσουβάλιασμα που κάνει ωστόσο, με προσβάλλει κάπως. Όχι γιατί κι εμάς που από τον πάτο ακούσαμε (και πάντα θ’ ακούμε) το “Σταυρό”, την “Καντάτα”, τους “Μονάχους” και την “Παράγκα”, μας βάζει παρέα με το δήθεν και τη βρομιά του αφρού. Ούτε γιατί βγάζει (δικαίως ίσως, πού να ξέρω;) τον εαυτό έξω απ’ όλα. Μα γιατί, προκειμένου να φυσήξει ο άνεμος που θα τραβήξει τα καράβια των Ελλήνων σήμερα μακριά απ’ τα θελκτικά βρωμόνερα του ’80, λέρωσε με το αίμα της θυσίας (έστω και… καταλάθος) ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία. Κι αναρωτιέμαι…
Αν στόχος δεν ήταν οι Έλληνες της μεταπολίτευσης, αλλά εκείνοι της επταετίας. Όχι όσοι αντιστάθηκαν, όχι όσοι τρόμαξαν, μα όσοι χαμογέλασαν, και στήριξαν το καθεστώς, κι είδανε “δρόμους”, κι άκουγαν (λογικό δεν είναι;) τη μουσική της εποχής τους. Αν στόχος ήτανε λοιπόν αυτοί, θα το τολμούσες ποτέ ν’ ανακατέψεις ανάμεσά τους τ’ όνομα εκείνου που έπαιζαν τα ραδιόφωνα τα χρόνια εκείνα; Τ’ όνομα εκείνου που τραγούδαγαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες, και μες στο σπίτι τους, κι απ’ έξω; Θα ‘βαζες “καπετάνιο” τους το μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι;
Κι αν στόχος απ’ την άλλη, ήταν το βρόμικο ’90, θα ‘μπλεκες μες στο άρθρο σου τ’ όνομα του συγγραφέα με το σπουδαίο μπεστ σέλλερ; Άμα δεν κάνω λάθος, το “Σοφό Παιδί” δεν ενθουσίασε μονάχα κριτικούς. Το μεγάλο κοινό το διάβασε, το μεγάλο κοινό το αγάπησε, το μεγάλο κοινό το εκτίμησε. Θα ‘μπλεκες σ’ ένα ίδιο άρθρο λοιπόν, και το δικό σου όνομα, κύριε Χωμενίδη; Εγώ δεν θα το έκανα. Γιατί εμένα το “Σοφό Παιδί” δεν μου μυρίζει χρεοκοπημένη κοινωνία, έστω κι αν το κοινό του μας έφτασε “πανί με πανί”…