Στη στάση Τσιμισκή, στον κέντρο της Αθήνας, πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν σε βιτρίνες που μπορείς να βρεις από τσιγάρα μέχρι βαφές μαλλιών και “Εδώ πραγματοποιούνται φωτοτυπίες”. Οι φούρνοι στολίζουν πλέον πύργους με μελομακάρονα, ενώ φρεσκοβαμμένη μπογιά μυρίζει από το τσαγκάρικο δίπλα στο καφενείο με τη φθαρμένη και καμένη από την γκίνια τσόχα. Στη στάση Τσιμισκή, στο κέντρο της Αθήνας, ο κόσμος περιμένει το λεωφορείο κρατώντας νευρικά το εισιτήριο του.
Την ξέρω καλά αυτή τη στάση, καθώς και αρκετούς που περιμένουν τα λεωφορεία που διασταυρώνεται για να αποχωριστούν τελικά προς Ζωγράφου, Γκύζη, Κηφισιά. Σήμερα, ήταν από εκείνες τις μέρες που καταφέρνεις να πάρεις πρωινό, να βγάλεις βόλτα το σκύλο, να βάψεις ίσια το μάτι σου και όλα αυτά χωρίς να τρέξεις μέχρι να δεις το λεωφορείο να φεύγει μόλις πλησιάζεις. Στο παγκάκι, καθισμένη στην αριστερή του άκρη με ένα κύριο σταυροπόδι στη δεξιά, μάλλον θα μοιάζαμε με carte postale καθώς ο χρόνος αναμονής του λεωφορείου αναβόσβηνε πάνω απ’ το κεφάλι μας. Μια γυναίκα πλησιάζει κρατώντας κάμποσες σακούλες. Αφήνει τα ψώνια να κάτσουν ανάμεσα μας, αρχίζοντας να μιλάει με τον άντρα σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω.
Ένα πιτσιρίκι από την Ινδία πλησιάζει με το κουτσοδόντικο χαμόγελο του και δείχνοντας της τις σακούλες που ξεκουράζονταν, τη ρωτάει αν μπορεί να κάτσει. Ασχημαίνουν οι άνθρωποι στο λεπτό, κιτρινίζουν τα μάτια τους. “Όχι δεν μπορείς να κάτσεις. Είμαι μεγαλύτερη σου και κρατάω αυτήν τη θέση για εμένα”. Αφήνει τα ψώνια στο πεζοδρόμιο και κάθεται. Σηκώνομαι και του ζητάω να κάτσει στη δική μου θέση, ενώ εκείνο τρομοκρατημένο αρνείται. Του το ξαναζητάω και κάθεται. Μέχρι να σβήσει το χαμόγελο του, η γυναίκα με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά αρχίζει να εκτονώνει έναν ασφυκτικό εαυτό. “Πουτάνα! Μια βρωμιάρα Ελληνίδα, που ήρθαμε και σας κάναμε ανθρώπους. Το παλτό σου έχει σκόνη μωρή μαλακισμένη. Τόσα χρόνια μας εκμεταλλεύεστε. Τι με κοιτάς ρε ηλίθια; Μίλα!”.
Έπρεπε να ακούσω τα παντζούρια να σηκώνονται για να καταλάβω μέχρι που αλυχτούσε η φωνή της. Κυρίες με χοντρές πιτζάμες και αλλόκοτα πιασμένα μαλλιά, ένας τύπος με κιτρινισμένη φανέλα σκύβει από το μπαλκόνι τινάζοντας λίγη από τη στάχτη του, στο θέατρο δρόμου που αστραπιαία στήθηκε μπροστά του, ενώ η κοπέλα από το ψιλικατζίδικο έγειρε στη βιτρίνα τρώγοντας τα νύχια της. Και απορώ πότε πρόλαβα και τους είδα όλους αυτούς και πώς ψέλλισα: “Ηρεμήστε, τελείωσε το θέμα”. “Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω γιατί θα φωνάξω την αστυνομία. Νομίζεις θα σε φοβηθώ επειδή είσαι από εδώ; Θα σε πάω μέσα”. Και ενώ κόσμος μαζεύεται, ανακαλύπτοντας την ιστορία που θα μοιραστεί στο γραφείο και στο μεσημεριανό φαγητό, το χέρι της προσγειώνεται στο μπράτσο μου.
Σιωπή! Εκεί, στο κέντρο της πόλης που ο θόρυβος δεν σε αφήνει να ακούσεις ούτε τη σκέψη σου, σιωπή. Ζητάω από την κοπέλα με τα ψιλικά ένα μπουκαλάκι νερό και μέχρι να το πληρώσω το γαλάζιο πουλόβερ της γυναίκας επιμένει στα ουρλιαχτά που γίνονται μούντζες, συντονίζοντας κάποιους ηλικιωμένους γύρω της, που νιώθουν άνετα σε αυτήν τη χωρίς αποκλιμάκωση ένταση.
Σταματάω ένα ταξί και μπαίνω με το νερό ακόμη σφραγισμένο. Προλαβαίνω να δω την κοπέλα που τόση ώρα στεκόταν δίπλα στη στάση να φοράει ακόμη τα ακουστικά, κοιτώντας με αδιάφορα. Η κυρία στο μπαλκόνι πασπατεύει τώρα τη γλάστρα της, ενώ οι άνθρωποι από τα καταστήματα συνεχίζουν να απολαμβάνουν το μετά από μέρες ηλιόλουστο πρωινό.
Εκεί, μπροστά σε έναν άγνωστο οδηγό, φύλαξα στη χούφτα μου κάμποσα δάκρυα. Ήδη είχα ξεχάσει το πρόσωπο της γυναίκας, θυμόμουν μόνο ένα γαλάζιο πουλόβερ. Σίγουρα και εκείνη οργίζεται με ένα μαύρο μακρύ παλτό και κάμποσες ξανθιές τούφες. Παρόλα αυτά και μέσα σε αναφιλητά, μπορώ να φέρω στη μνήμη μου τα πρόσωπα όλων εκείνων που μας χάζεψαν προσπερνώντας και αφήνοντας απάτητες τις γόπες τους. Και ενώ έχω πάρει απόφαση ότι η μόνη λύτρωση είναι να αφήσω το νερό να τρέξει στα μάτια μου, μπορώ να δω ολοκάθαρα τα πρόσωπα εκείνων που περπατούσαν προχθές το απόγευμα στην Πατησίων, παρακολουθώντας μια κοπέλα να κατεβάζει το παντελόνι της, μπροστά σε τρεις μπάτσους που διέταξαν τον φόβο της. Με πιάνει ασφυξία στη σκέψη ότι ένα κορίτσι εξαναγκάστηκε σε δημόσιο εξευτελισμό και στην αποπνιχτική μοναξιά του δημόσιου χώρου, χωρίς να βρεθεί ένας άνθρωπος να την τραβήξει από την απόγνωση της στιγμής. Ένας άνθρωπος να εναντιωθεί στο νταβατζιλίκι της στολής, να της πει ότι δεν είναι μόνη, να φωνάξει να έρθουν και άλλοι, να σκεφτούν ότι μπροστά τους είναι η γυναίκα τους, η αδερφή τους, η παιδική τους φίλη. Ή και να μη σκεφτούν τίποτα από όλα αυτά, γιατί πολύ απλά μπροστά στα μάτια τους παραβιάζεται βάναυσα η ζωή ενός ανθρώπου και εκεί δεν υπάρχουν δευτερολογίες.
Σκέφτομαι τον Ζακ. Πώς να μην τον σκεφτώ, αλήθεια; Διακρίνω ξανά όλα τα πρόσωπα που τον κοίταξαν στις οθόνες των κινητών τους, μέσα στις οποίες ξεψύχησε. Ο Ζακ και το φρικαλέο τέλος, μέσα σε δεκάδες βλέμματα και ραμμένα στόματα. “Μην κλαις άλλο κορίτσι μου” μου λέει ο ταξιτζής “Πέρασε τώρα”. Τον κοιτάω μέσα από τον καθρέφτη. Τίποτα δεν πέρασε. Σήμερα, έλαβα την ελάχιστη δυνατή ιδέα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει ο αντίστροφος ρατσισμός, μια μικρή αίσθηση για το πώς είναι να σε ακουμπάει βίαια κάποιος χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα να το κάνει, παραβιάζοντας το σημαντικότερο μας όριο. Σήμερα, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου θύμωσα μέχρι απελπισίας για όλες τις στιγμές που δεν μπήκαμε στη μέση, που δεν βάλαμε ένα “Φτάνει” στην ανοχή και το κενό βλέμμα μας, σε ανθρώπους που κακοποιούνται λίγο ή πολύ καθημερινά δίπλα μας.
Ποιος να το έλεγε, ε; Μια καλοχτενσιμένη Ελληνίδα, που έβγαλε βόλτα τον σκύλο της, νοιάστηκε για το δεκατιανό της και χαζογέλασε στο smartphone της με την κολλητή της, να κακοποιηθεί δημόσια λεκτικά και σωματικά, χωρίς την παραμικρή υπεράσπιση από τους τόσους περαστικούς. Ποιος να το έλεγε ότι κανείς τελικά δεν γλυτώνει από την αδιαφορία και το “κοιτάω τη δουλειά μου” του κόσμου. Και αν συνέβη αυτό το ελάχιστο σήμερα σε εμένα, αναρωτιέμαι που βρίσκουν το κουράγιο να περιμένου στη στάση κάποιοι λεωφορείου πρόσφυγες, μετανάστες, τρανς, επαίτες και γενικά όσοι δεν ανήκουν στην ορατότητα του κανονικού τους. Απορώ με δέος απέναντι τους.
Τέλος και προς αποφυγή κάθε λανθασμένου συνειρμού, να γίνει για ακόμη μια φορά ξεκάθαρο, ότι με τους μετανάστες είμαστε μαζί, με τις γυναίκες βαδίζουμε αγκαλιά, με κάθε άνθρωπο που πέφτει στη φωτιά πηδάμε μαζί του.
Με τη σιωπή σας έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς, με την ανοχή σας στη διαπόμπευση και την αντοχή σας στον πόνο…