Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, οι ναζί κατακτητές καταστρέφουν τα Καλάβρυτα, εκτελώντας 1.100 Έλληνες. Ένας ολόκληρος τόπος ξεκληρίστηκε μέσα σε ποτάμια αίματος που έπνιξαν τα δάκρυα και οι κραυγές όσων επέζησαν σε μια επί γης κόλαση. Η σφαγή των Καλαβρύτων, αποτελεί ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι πιο κάτω μαρτυρίες αποδεικύνουν για ακόμη μια φορά πως τον φασισμό βαθιά κατάλαβε τον, δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισε τον.
Πρώτη Μαρτυρία
“Στις 9-12-1943 οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Δεν είχαν έρθει για καλό. Οι διαθέσεις τους ήταν άγριες. Συγκέντρωσαν αμέσως τους Καλαβρυτινούς στην πλατεία για να τους μιλήσουν. “Κυνηγάμε τους αντάρτες”, τους είπαν και τους κατηγόρησαν εμμέσως ότι τους βοηθούσαν, ότι τους παρείχαν μεγάλη υλική υποστήριξη. Αυτές τις πληροφορίες μας μετέφεραν μέσες-άκρες με τα μισόλογά τους ο πατέρας μου και οι γείτονές μας, μόλις επέστρεψαν από την πλατεία- έντονα ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Θυμάμαι ότι, πολύ καιρό πριν, ο πατέρας μου φαινόταν σαν κάτι να προαισθανόταν, σαν κάτι να είχε ψυχανεμιστεί. Γιατί, πολλές φορές τον άκουγα να λέει στη μητέρα μου: “Άννα, κάνετε λίγο υπομονή. Θα ζητήσω μετάθεση και θα φύγουμε”. Δυστυχώς, όμως, τα γεγονότα μας πρόλαβαν.
Μπήκαν, λοιπόν, οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα. Οι αξιωματικοί επιτάξανε αρκετά σπίτια για να μείνουν και περιόρισαν τις οικογένειες σε ένα δωμάτιο. Μόλις ήρθαν κι αντικρίσαμε εκείνο το βλοσυρό και ανέκφραστο πρόσωπό τους, μας κυρίεψε φόβος. […] Το βράδυ της Κυριακής 12-12-1943, παραμονή της καταστροφής, δεν κλείσαμε μάτι από την αγωνία και τον φόβο. Προς τα ξημερώματα ακούσαμε θόρυβο, ποδοβολητά, διαταγές και παραγγέλματα. Τι ήταν; Οι Γερμανοί είχαν μαζέψει από τις στάνες και τα μαντριά κοπάδια από γιδοπρόβατα. Τα πέρναγαν μέσα από την πόλη με κατεύθυνση τον σταθμό, όπου στη συνέχεια τα φορτώνανε στον Οδοντωτό με προορισμό το Διακοφτό. Θυμάμαι έντονα αυτό το περιστατικό από τα παρακλητικά λόγια της μητέρας μου προς τον πατέρα μου: “Σήκω φύγε πέσε μαζί με τα κοπάδια να φύγεις μπουσουλώντας, γιατί απ’ αυτά που ακούμε και βλέπουμε, φοβάμαι ότι οι Γερμανοί θα μας κάνουν μεγάλο κακό”. “Πού θα σ’ αφήσω μόνη σου με δυο παιδιά;”, απάντησε ο πατέρας”.
[Θεόδωρος Χατζής]
Δεύτερη Μαρτυρία
“Τη Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου πρωί-πρωί, προτού καλά-καλά ξημερώσει, άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Πεταχτήκαμε και βγήκαμε όλοι έξω. Ο αδελφός μου ο Σπήλιος έτρεξε να πάει στην πλατεία, για να μάθει τι συμβαίνει. Όταν γύρισε, μας είπε ότι οι Γερμανοί θέλουν να κατέβουμε όλοι στην πλατεία, να πάρουμε φαγητό για δύο ημέρες και μια κουβέρτα, να μη μείνει κανένας μέσα στο σπίτι και να αφήσουμε τις πόρτες ανοιχτές. Προσπαθήσαμε να κρύψουμε μερικά ρούχα και κάτι επίσημα χαρτιά σε μια κρυψώνα έξω από το σπίτι. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, που στο μέτρο μπορούσαμε να διακρίνουμε ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι το κάλεσμα των Γερμανών δεν ήταν για καλό σκοπό. Με μια φωνή πόνου είπε στη μάνα μου: “Γιωργίτσα, οι Γερμανοί θα σκοτώσουν εμάς τους άντρες. Εσάς τις γυναίκες και τα παιδιά δεν θα σας πειράξουν. Εγώ δεν θα σας ακολουθήσω. Θα κρυφτω κάπου που ξέρω, πήγαινε εσύ με τα παιδιά”. Η μάνα μου πνιγμένη απ’ τον φόβο της του αποκρίθηκε: “Όχι Τάκη, δεν αντέχω τον χωρισμό. Όπου πάμε, να πάμε όλοι μαζί. Δεν ξέρω, εγώ απ’ τον φόβο μου μπορεί να σε μαρτυρήσω”. Τότε ο πατέρας μας ακολούθησε.
Έτσι, όλοι μαζί η γειτονιά με τον θείο μου, τον αδελφό του πατέρα μου και τα ξαδέλφια μου, ξεκινήσαμε για την πλατεία. Εγώ ακολουθούσα με κομμένη την ανάσα. Το μυαλό μου ήταν γεμάτο από κακά συναισθήματα. Φτάσαμε στην πλατεία. Εκεί ακολουθήσαμε τον κόσμο που προχωρούσε προς το σχολείο με βουβό ρυθμό. Η πυκνή ομίχλη εκρυβε τα χαρακτηριστικά των προσώπων μας.
Στην εξωτερική πόρτα του σχολείου ήταν μια ομάδα Γερμανών. Μας έβαζαν στη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον.Προχωρήσαμε προς τον μεγάλο διαδρομο. Προς το τέλος του διαδρόμου ήταν δύο πόρτες, η μία δεξιά μας και η άλλη αριστερά μας. Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί μας χώριζαν δεξιά τους άντρες και τα παιδιά άνω των 14 ετών και αριστερά τα γυναικόπαιδα. Τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, τους πήραν στους άντρες, ενώ εμένα και την υπόλοιπη οικογένειά μου, μας έβαλαν με τα γυναικόπαιδα. Εκεί με σπρωξίδι μας στοίβαξαν στο κέντρο της δεύτερης αίθουσας”.
[Θεόδωρος Καποτάς]
Τρίτη Μαρτυρία
“Βγαίνοντας από την πόρτα του σχολείου, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος κατευθυνόταν προς τον Σταθμό, εμείς πήγαμε πέρα προς του Σωτηρακόπουλου το σπίτι. Από εκεί λαγκάδι-λαγκάδι περάσαμε πίσω από του Θανόπουλου και φτάσαμε στο σπίτι μας, χωρίς να ξέρουμε ότι έχουν σκοτώσει τους άντρες. Το κύριο σπίτι είχε καεί, αλλά προλάβαμε να σβήσουμε το βαγένι, όπου βάζαμε το κρασί, και δυο δωμάτια χαμοκέλα που ήταν πατωμένα. Έρχεται τότε μια γειτόνισσα και μας λέει: “Τι κάνετε εδώ; Τους άντρες τους σκοτώσανε, στου Καπή το χωράφι”.
Κι από εκεί φύγαμε επάνω απ’ το αλώνι του Βεργόπουλου, βγήκαμε στα Χαμακιωτέικα και φτάσαμε στην εκτέλεση”.
[Δημήτριος Χαμακιώτης]
Τέταρτη Μαρτυρία
“Φτάσαμε στο νεκροταφείο. Εκεί να ακούσεις κλάμα και μοιρολόι. Μάνες έθαβαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους χωρίς παπά. Θάψιμο! Τι θάψιμο; Πώς να σκάβαμε; Μήπως υπήρχαν ξινάρια, φτυάρια; Η θεία μου μ’ έστειλε μαζί με την ψυχοκόρη μας στο σπίτι, μήπως και βρούμε κανένα ξινάρι. Το σπίτι μας είχε καεί ολοσχερώς. Μόνο οι τρεις κολώνες είχαν μείνει όρθιες. Είχαν καταστραφεί, είχαν καεί τα πάντα. Γυρίσαμε άπραγοι. Δεν υπήρχε τίποτα για να θάψουμε τους νεκρούς. Τότε αρχίσαμε να σκάβουμε με τα χέρια μας, με τα νύχια μας. Σκάβαμε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη και ρίχναμε επάνω λίγο χώμα και πέτρες, ώστε να μπορέσουμε να τους προφυλάξουμε. Υπήρξαν γυναίκες οι οποίες έθαψαν δύο, τρεις και τέσσερις ανθρώπους της οικογένειάς τους. […] Αναγκαστήκαμε να μείνουμε στο νεκροταφείο μερικά βράδια για να προφυλάξουμε τους νεκρούς μας από τα σκυλιά. Τέσσερις κρύες νύχτες, τέσσερις νύχτες τρόμου μείναμε εκεί. Άλλωστε δεν είχαμε και πού αλλού να πάμε”.
[Αλέξιος Μασούλας]
Από το βιβλίο “Στα μονοπάτια της Μνήμης – Μαρτυρίες. Καλάβρυτα 13-12-1943”. Έκδοση Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, Καλάβρυτα 2011.