Τον “Τζόκερ”, τον είδα στο τελευταίο θερινό γι΄αυτό το καλοκαίρι, φορώντας εκείνες τις πρώτες φθινοπωρινές μπλούζες που επιτρέπουν μια υπέροχη δροσιά. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες των Εξαρχείων, λουσμένη από άτακτα ποπ-κορν και κάμποσα κουτάκια λεμονάδας τριγύρω, τα φώτα άνοιξαν κρατώντας τη σχεδόν ιδιωτική προβολή, για κάμποσο ακόμη στις καρέκλες της.
Σε μια προσπάθεια αποσαφήνισης των συναισθημάτων που ανακύκλωναν αμήχανα το σκοτάδι με τις σπίθες που γεννιούνται στο τσούγκρισμα που κάνουν οι πέτρες πριν τη φωτιά, η πρώτη σκέψη που κατάφερα να διαχωρίσω είναι εκείνη της λεπτής γραμμής που ακροβατούσε διαρκώς ο κάπως σπαρακτικός Φίνιξ, ανάμεσα σε έναν ψυχικά ασθενή που μετατρέπεται σε δολοφόνο, βρίσκοντας υποστηρικτές σε έναν λούμπεν συρφετό, μιας πόλης που δεν μπορεί πλέον να αναμετρηθεί με τις ανεπάρκειες της.
Η νάρκη εξουδετερώνεται, όταν από την αρχή της ταινίας ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι η “τρέλα” του Τζόκερ, αποτελεί κατόρθωμα πολιτικών επιλογών, που δεν αφορούν μόνο μια κινηματογραφική αίθουσα, αλλά πραγματικά γεγονότα. Το 1988 ο πρόεδρος Ρίγκαν πετσόκοψε τα ομοσπονδιακά προγράμματα ψυχικής υγείας κατά 25% πετώντας κυριολεκτικά στον δρόμο χιλιάδες ανθρώπους που έβρισκαν καταφύγιο και προστασία σε κρατικές δομές. Συνέπεια αυτής της απόφασης, ήταν ότι μέχρι το 2012 οι ψυχικά ασθενείς που βρίσκονταν στη φυλακή ξεπερνούσαν κατά 10 φορές αυτούς που νοσηλεύονταν σε κρατικές δομές, ενώ σήμερα 400.000 ενήλικοι με ψυχικές ασθένειες βρίσκονται στη φυλακή χωρίς καμία ιατρική παρακολούθηση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που ισχύει και είναι αδιαμφισβήτητη, με τον σκηνοθέτη της ταινίας, Τοντ Φίλιπς να ανακατεύει την τράπουλα, παρουσιάζοντας την οικογένεια του Μπάτμαν σαν σκληρούς καπιταλιστές που βρίσκουν φρικαλέο τέλος, από τον εξεγερμένο όχλο και σαν τους παραδοσιακά φιλάνθρωπους που δολοφονήθηκαν από κακοποιούς.
Το Γκόθαμ Σίτυ φλέγεται σε ένα ματωμένο χαμόγελο και εκατομμύρια ανά τον κόσμο άνθρωποι όλων των ηλικιών γεμίζουν ασταμάτητα τις κινηματογραφικές αίθουσες, προκαλώντας πολλές φορές πονοκέφαλο και λογοκρισία από τις αρχές. Στην Ελλάδα, μέχρι και το περασμένο Σαββατοκύριακο λιαζόμασταν το καλοκαίρι διαρκείας, κουνώντας δημοκρατικά το δάχτυλο σε όλες εκείνες τις χώρες που τσαμπουκαλεύονται την ελευθερία έκφρασης, σε μια ταινία που καταφέρνει να θέσει με σοβαρότητα αρκετά ερωτήματα, ακόμη και αν οι απαντήσεις που δίνει, σε κάποια σημεία μοιάζουν διφορούμενες.
Όλα αυτά όμως ανήκουν σε ένα παρελθόν που το παρόν του μοιάζει να σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο, με την αστυνομία να μπουκάρει στο Mall στο Μαρούσι και στον κινηματογράφο “ΑΕΛΛΩ” στην Κυψέλη, στέλνοντας με ωριαία αποβολή ανήλικα παιδιά σπίτια τους ή και στο τμήμα, ανάλογα το πάθος του ένστολου. Το χάος που ακολούθησε, λέγεται ότι οφείλεται στην καταγγελία δύο γυναικών, που όπως επιβεβαιώνεται από την Υπουργό Πολιτισμού, δουλεύουν στο Υπουργείο και επώνυμα ενημέρωσαν την Άμεση Δράση, με το πρόσχημα ότι η ταινία είναι ακατάλληλη.
Εκπρόσωπος της ΓΑΔΑ επιβεβαιώνει το ντου των αστυνομικών, με την Υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μεδώνη να προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα και κυρίως το ξεκρέμασμα της από τον Μιχάλη τον Χρυσοχοΐδη, που θεώρησε πως το συμβάν “σηκώνει αστειάκια”, τουιτάροντας πως το βράδυ θα παρακολουθήσει τον Τζόκερ, μαζί με τον 15χρονο γιο του, κάνοντας μας να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς πρέπει να καταλάβουμε από τη δήλωση αυτή. Θα ήταν σημαντικό να μας εξηγήσει ο κύριος Χρυσοχοΐδης, αν θεωρεί τον νόμο παράλογο και αν σε αυτήν την περίπτωση η πολιτική ανυπακοή είναι δικαιολογημένη, αποφεύγοντας ίσως με αυτό τον τρόπο στο μέλλον, πιτσιρίκια να απομακρύνονται από τον κινηματογράφο από ένστολους που οπλοφορούν, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν την αίσθηση επιστροφής σε σκοτεινές μέρες του παρελθόντος.
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι, πως κανείς μέχρι σήμερα δεν αναρωτήθηκε με τόσο ζήλο, πώς επιδρούν όλες εκείνες οι ταινίες στην τηλεόραση που αρκεί μόνο τα παιδιά να πατήσουν ένα κουμπί και όχι να πληρώσουν 10 ευρώ εισιτήριο, για να παρακολουθήσει κάθε 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου, πιστολίκια και σφαγές μεταξύ γειτονικών λαών, προάγοντας με τον τρόπο αυτό το μίσος και τον φανατισμό, μέσω μιας μάλλον συνεχόμενης κακοπαιγμένης σαπουνόπερας με φολκλόρ πινελιές.
Αλλά και σε ρυθμούς καθημερινότητας, τα σκληρά ριάλιτι αποδόμησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, λουσμένα με φθηνή πολυτέλεια και χαμόγελα σε θήκες, μάλλον θεωρούνται εύπεπτη τροφή για προσωπικότητες που ακόμη διαμορφώνονται και που με ακραία βιαιότητα βυθίζονται σε μια ιλουστρασιόν πραγματικότητα που ζέχνει κανονικότητα.
Από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι μικρές οθόνες της ζωής μας, ανακατεύουν στο στομάχι μας γαστρικά υγρά με κουτσομπολίστικο σεξισμό, πετώντας λευκή πετσέτα σε κάθε βολεμένο και γραβατωμένο, που παραπληροφορεί με τις ευλογίες ενός κράτους από την αρχαιότητα.
Ας ελπίσουμε τα πιτσιρίκια που πέταξαν βιαστικά τα ποπ-κορν τους το Σαββατοκύριακο, να μην είναι ακόμη μια εικόνα από το μέλλον και ότι όσοι συντέλεσαν σε αυτήν τη βιαιότητα, έχουν δει την πολυσυζητημένη ταινία.
“Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει” #Τζόκερ