Τόσο καιρό που μας διαβάζεις (αυτό θέλουμε να πιστεύουμε δηλαδή), μάλλον έχεις καταλάβει, πως λατρεύουμε την τιμημένη γενιά, που μεγάλωσε στα 90s. Τότε, που ντυνόμασταν σαν παρασάνταλα ξαδέρφια του “Πρίγκιπα του Μπελ Αιρ”, ζαχαρώναμε τη Ρέιτσελ στα “Φιλαράκια” και την Christina Applegate στο “Married with Children” και γράφαμε παιδικά σε βιντεοκασέτα, γιατί δεν μας έφτανε ένα Σάββατο, να τα δεις όλα. Τότε, που μαζεύαμε μπουγελόφατσες, mighty max και gijoe, και τη στήναμε στο ψιλικατζίδικο για να πάρουμε πρώτοι το νέο Αλμανάκο, καβατζώνοντας και κουκουρούκου, γιατί το άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα δεν μπορούσε να συμπληρωθεί από μόνο του.
Κάπου εδώ, πρέπει να παίξει, rewind. Να γυρίσουμε το θέμα πίσω και συγκεκριμένα στη λέξη “ψιλικατζίδικο”. Συνώνυμο της ΕΒΓΑ της γειτονιάς και του συνοικιακού μίνι μάρκετ, πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τους ιερούς χώρους συνάθροισης, που ακόμη αντιστέκονται. Βλέπεις, η κρίση και η επέλαση των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, τα πήραν φαλάγγι και αν εξαιρέσεις την επαρχία που βάστηξε κάπως, στη θέση των περισσοτέρων αντίκριζες πια, κατεβασμένες σιδεριές και επιγραφές “ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ”. Σιγά- σιγά ωστόσο, τα ξετρυπώνεις στους δρόμους και στα στενά της πόλης. Έτσι, ένα χαμόγελο διαγράφεται στα πρόσωπα, όσων ξόδεψαν λίγη από τη νιότη τους εκεί μέσα.
Σκέψου τον εαυτό σου μικρότερο, να μπουκάρει σε ένα μέρος που είχε σοκολάτες, παγωτά, stands με γαριδάκια, πατατάκια, φουντούνια και πακοτίνια, περιοδικά και παιχνίδια. Ένα μέρος που είναι λίγο φούρνος, λίγο περίπτερο, λίγο ζαχαροπλαστείο και πολύ παιχνιδάδικο. Επίγειος παράδεισος. Καλά μη βαράς, θα κόψουμε κάτι. Ωστόσο, θυμήσου όλες εκείνες τις στιγμές που γύρισες στο σπίτι κατάκοπος, μετά από αδιανόητα βαρετά μίτινγκ με τον προϊστάμενο που μισείς. Όταν άνοιξες το ψυγείο να φτιάξεις ένα τοστάκι για βραδινό μαζί με το γιαουρτάκι σου, διαπίστωσες μετά λύπης σου, ότι πουθενά δεν υπάρχει γιαουρτάκι, μήτε ψωμάκι, ενώ η τελευταία φέτα γκούντα, μια μουχλίτσα την έπαθε. Είχε πάει περασμένες 21:00 και αν δεν ήταν ο Κυρ Γιάννης στη γωνία, πάλι θα σαβούρωνες παραγγέλνοντας.
Άλλωστε, όταν ξεμένεις από μπύρες στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, ποιος είναι εκεί για σένα; Ποιος σου κρατάει την αθλητική σου εφημερίδα κάθε πρωί; Ποιος σε ξελασπώνει και δεν γίνεσαι ρεζίλι, όταν έχεις ξεχάσει προφυλακτικά; Ο ψιλικαντζής καλέ μου άνθρωπε, είναι η απάντηση στα προβλήματα σου. Στο μυαλό όλων, αυτό το μικρό συνήθως γωνιακό μαγαζάκι, είναι η αίσθηση, ότι η γειτονιά σου παραμένει ακόμη ζωντανή. Κι αν σκέφτεσαι την Παρθένα Ουσταμπασίδου στο “Εμείς και Εμείς”, είσαι λίγο παραπάνω φίλος μας, γιατί ξέρουμε πόσο στεναχωρήθηκες, όταν έμαθες, πως ακόμη ένα ψιλικατζίδικο έβαλε λουκέτο. Γιατί ποιος θα σε κοροϊδεύει τώρα που έχεις μόνο 50ρικα (λέμε τώρα) και ποτέ ψιλά; Από ποιον θα μαθαίνεις τα νέα της γειτονιάς και ποιος θα σου πλασάρει αυτή την καινούρια σοκολάτα και εκείνα τα γαμάτα κριτσίνια με το μπέικον; Όσο κάθε συνήθεια μας, τείνει να αναπληρώνεται από μια πιο άκοπη, απλή, ηλεκτρονική και απρόσωπη συναλλαγή, τόσο οι γειτονιές μας, θα χάνουν το χρώμα τους, θα γίνονται πιο βαρετές, θα μαραζώνουν.
Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας λοιπόν, είναι η αλληλεπίδραση σε όλους τους χώρους που μοιραζόμαστε από κοινού, με τους συνανθρώπους μας. Όλα αυτά τα στέκια που μας κληροδότησε, ο λαϊκός πολιτισμός της χώρας, τον οποίο με ευκολία αποκηρύσσουν, πανεπιστημιακοί και λοιποί ιστορικοί του παρελθόντος, συχνά. Η σημασία όλων αυτών των χώρων κοινωνικής δικτύωσης και αλληλεπίδρασης, είναι σπουδαία και ας χάνεται μερικές φορές στην ασημαντότητα της καθημερινότητας. Οι ταβέρνες, τα κουρεία, τα περίπτερα, τα καφενεία, τα ψιλικατζίδικα, κρύβουν στο πέρασμα των χρόνων πολλά περισσότερα από τραπέζια με εδέσματα, συναλλαγές, τρίχες και γλυκείς βραστούς. Είναι κομμάτι των γενιών που προ υπήρξαν και άλλο τόσο δικό μας και των επόμενων, που θα έρθουν. Για αυτό όσο υπάρχουν, υπάρχει ακόμη ελπίδα για τις γειτονιές μας.