Υπάρχει ένα μικρό κουτί στο πίσω μέρος της ντουλάπας, ανάμεσα σε ξεχειλωμένα φούτερ και φθαρμένα τζιν. Ένα μπρούτζινο κουτί, ελαφρύ σαν φύλλο που αποχωρίζεται το δέντρο και ενώνεται με τη γη, στα πρωτοβρόχια. Στις μύτες των ποδιών, με απλωμένα χέρια, το σέρνεις στην αγκαλιά σου κάθε φορά που τσαλαβουτάς σε δάκρυα πόνου, ανίκανα να σβήσουν τη φωτιά που απανθρακώνει τους κήπους της ψυχής μας. Μια γάζα και κάμποσα τσιρότα για τα ενήλικα τραύματα, το “Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου” του Galeano, για να ξαρμυρίσουν τα δάκρυα και ο πρωτογονισμένος ήχος του Θανάση, να θρηνεί όσους δεν άντεξαν. Το κουτί που ανοίγει, όταν η ελπίδα παίρνει ρεπό, όταν η εποχή σκοτεινιάζει και η ψυχή των ανθρώπων εκκρίνει γαστρικά υγρά γεμάτα φόβο, αίμα και μίσος.
 
Χθες Κυριακή, ύστερα από φωτιά που εκδηλώθηκε στο Κέντρο Υποδοχής Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) Μόριας, μια γυναίκα κάηκε. Σε ένα κολαστήριο ψυχών όπου οι άνθρωποι στοιβάζονται κρατώντας την ανάσα τους για να μην εκραγούν οι ζωές τους, ένας άνθρωπος τυλίχτηκε στις φλόγες. Ήταν εκεί που λίγες μέρες πρiν, ένα φορτηγό πέρασε πάνω από ένα χαρτόκουτο, που μέσα του κοιμόταν ένα παιδί. 12.000 κορμιά, μέσα στα συρματοπλέγματα αφήνουν κραυγές απόγνωσης, για τον τρόπο που το ανθρώπινο μυαλό, μπορεί να εξοντώσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Άνθρωποι που δεν θα μάθουμε ποτέ τα ονόματα τους, δεν θα κρατήσουμε ποτέ τα χέρια τους στο στήθος μας, δεν θα τους δώσουμε λίγα από τα τσιρότα του κουτιού μας. Όλα εκείνα τα βλέμματα που έψαξαν ουρανό, περπάτησαν τον θάνατο, ανασταίνοντας τα βράδια την πίστη της αθανασίας, τη σκέψη ότι το τέλος θα έρθει σε μια στιγμή απολογισμού, μιας ζωής που όσο και αν τραβολογήθηκε, τελικά ξαπόστασε.

Στη Μόρια, εκεί που τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αναγεννιούνται από τις στάχτες τους, ο αέρας μυρίζει καμένη σάρκα. Ποτίζουν τα ντουβάρια μας λυγμούς, οι θάλασσες μας άβατα μνήματα. Και ακόμη ανασαίνουμε. Τα πνευμόνια μας γεμίζουν τον πόνο που έφτασε μέχρι το κατώφλι μας, φορούσε μαντήλα, ήταν ξυπόλητος και κουρασμένος. Και δεν ανοίξανε οι καλοί Χριστιανοί την καρδιά τους και δεν έδωσαν το χάδι τους στους ξεκληρισμένους.

Οι άνθρωποι καίγονται στη Μόρια και μέσα στην ένταση της φωτιάς ακούς τον διάβολο. Ακούς γέλια, συκοφαντίες και ένα απάνθρωπο αίσθημα ικανοποίησης για το φρικαλέο τέλος. Κυρίες με καλοβαλμένο κραγιόν ποστάρουν διαρκώς σκυλάκια που χάθηκαν και χρειάζονται την αγάπη μας, ξερνώντας την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, απόκοσμα συναισθήματα για όσους ακόμη δεν έσβησε η φωτιά απ’ το στέρνο τους.

Σακατεμένες υπάρξεις, ακρωτηριασμένες από ανθρωπιά και αγάπη. Η μιζέρια της άνευρης ζωής τους αποδίδεται στον μουσουλμάνο πρόσφυγα, που στόχο έχει να αλώσει ένα πολιτισμό, που οι γνώσεις τους εξαντλούνται στο περιεχόμενο ενός τουριστικού οδηγού. Συκοφαντούν τον ξεριζωμένο γιατί αυτό μπορούν τα κάνουν, ως εκεί φτάνουν τα κότσια τους. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κάθε βράδυ θα εξαντλήσουν τη βλακεία τους παίζοντας τους μάγκες σε όσους θεωρούν ότι υπερτερούν και που το άλλο πρωί θα κάνουν τον μαλάκα στο αφεντικό τους.
Ένα μάτσο κλοτσοσκούφια είστε! Ανιστόρητοι και απαίδευτοι, ανίκανοι  να συναναστραφείτε την ίδια σας την ύπαρξη, που είναι και η μόνη που σας φταίει. Ανθρωπάκια της διπλανής πόρτας, βουτηγμένα στην παραπληροφόρηση των ειδήσεων και της κρυφής τσόντας.

Βρωμάτε και ζέχνετε, είστε σκουπίδια που σαπίζουν δίπλα μας και μας πνίγεται. Έχουμε διαλέξει μεριά και είμαστε απέναντι σας. Κρατάμε πρόσφυγες αγκαλιά χωρίς γάντια, κουβαλάμε τα παιδιά τους στους ώμους μας. Και σας καίμε! Με τα γέλια μας και τα τραγούδια μας σας καίμε…

Τέλος, και για να τελειώνουμε με την αισχρότητα, σύμφωνα με το Ανακριτικό της Πυροσβεστικής, η φωτιά στη Μόρια προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα. Κανένα επεισόδιο μεταξύ των προσφύγων δεν ευθύνεται γι’ αυτήν όπως πολλά ΜΜΕ φρόντισαν να μας ξανα-παραπληροφορήσουν, με τον πρόεδρο των πυροσβεστών του Βορείου Αιγαίου, να επιβεβαιώνει κάτι τόσο ανυπόστατο.

Όσο για το ρόλο της αστυνομίας, που μετά τις συνεχόμενες εκκενώσεις καταλήψεων, δεν μπορεί να διαχειριστεί τη χαρά της, οι εργαζόμενοι της ΜΚΟ στη Μόρια, αναφέρουν: “Οι πρόσφυγες προσέτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά και η αστυνομία επιτέθηκε με δακρυγόνα για να τους διώξει, την ώρα που έμπαινε ένα πυροσβεστικό. Αυτό εξόργισε τον κόσμο ο οποίος επιτέθηκε στο πυροσβεστικό”.

Όπως έχουμε γράψει ξανά, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον άνθρωπο να φτάσει στην ελευθερία του. Σηκώστε τοίχους και πλέξτε συρματοπλέγματα, πνίξτε στα χημικά τα μωρά που κλαίνε. Σηκώστε τα γκλοπ σας, γεμίστε μελανιές τα κορμιά και πυροβολήστε. Ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να εμποδίσει τους ανθρώπους να φτάσουν, ποτέ κανείς δεν μας αποτρέψει από το να τους περιμένουμε.

Θα ανταμώνουμε και θα ξαποσταίνουμε να θρηνήσουμε όποιον μας δολοφονείται. Και θα προχωράμε, θα φτιάχνουμε κουτιά ελπίδας, θα τα ανοίγουμε και θα φροντίζουμε τις πληγές μας.

Η ιστορία θα γράψει τη Μόρια σαν ένα ακόμη κολαστήριο του 21ου αιώνα. Ένα κολαστήριο, που μέσα του ζουν χιλιάδες κατατρεγμένοι άγγελοι με σπασμένα φτερά…