Ήμανε νιος θυμάμαι, σχολείο πήγαινα και έπαιζα με τα νεύρα των καθηγητών μου σε όλο το Λύκειο. Κάποιοι από αυτούς ακόμη θυμούνται το όνομα μου! Και το επίθετο. Αφού τελείωσα με το αχρείαστο cringe θα συνεχίσω για να μιλήσω για την πρώτη αγάπη και παντοτινή στα τότε λεγόμενα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Σήμερα παιδιά θα ασχοληθούμε με την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, είπε η φιλόλογος.

Ο Στρατής Δούκας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντή και της Αιμιλίας Δούκα, το γένος Χατζηαποστόλη, γεννήθηκε στις 6 Μαίου 1895 στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου, όπου και έβγαλε το σχολαρχείο. Τέλειωσε το γυμνάσιο του Αϊβαλί, φίλος και συμμαθητής με τον Φώτη Κόντογλου. Αυτά τα λίγα μαζί με την φιλία του συγγραφέα με τον Στρατή Μυριβήλη, πρόλαβε να μας πει η κυρία Παναγιωτοπούλου (ακόμη θυμάμαι το όνομα της) προτού ξεκινήσουμε την ανάγνωση. Έκτοτε έμεινα μαγεμένος από την γλώσσα και την δεξιοτεχνία, με την οποία χειριζόταν τον λόγο ο Στρατής Δούκας. Ούτε κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το διάλειμμα. Σαν μαγεμένος σχεδόν περίμενα να διαβάσουμε και το επόμενο κεφάλαιο.  Ας δώσουμε τον λόγο στον συγγραφέα προκειμένου να περιγράψει γλαφυρά το σπουδαίο αυτό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας:

Η ιστορία τούτη είναι απόχτημα μιας βραδιάς που πέρασα σ’ ένα χωριό Αιχμαλώτων. Ήταν μιαν απλή και γλυκειά μονωδία που κυριαρχούσε, γιατί όλα σιωπούσαν και γι’ αυτό δε θα ταίριαζε ούτε σήμερα να τη συνοδέψω με προλόγους. Αν όμως τέλος αποφάσισα να προτάξω δυο λόγια είναι να διασαφηνίσω το σκοπό όπου προσφέρω δημόσια και με τ’ όνομά μου το ωραίο αυτό λαϊκό λουλούδι του Λόγου. Είναι να πω σ’ εκείνους που μπορούν και σε κείνους που πρέπει να ενδιαφερθούνε, πως είναι αστοργία σε ό,τι ύστερ’ από μας θαν έρτη, αστοργία στο νόημα της ζωής, που είναι οι χαρές και οι πόνοι μας, ν’ αφίνουμε να χάνουνται μέσα στην καταβόθρα της λήθης τα ωραία αυτά μαργαριτάρια που ‘ναι ατόφια τα δάκρυα της φυλής μας.

Στις σελίδες του βιβλίου διαδραματίζεται ο αγώνας για επιβίωση του αιχμάλωτου Νικόλα Κοζάκογλου (Καζάκογλου στην α΄ έκδοση) που κατόρθωσε να επιζήσει κάτω από οριακές συνθήκες αιχμαλωσίας. Ο συγγραφέας τις καταγράφει άμεσα με τον πιο απλό τρόπο γραφής, χωρίς ανώφελες ωραιολογίες και άσκοπους συναισθηματισμούς, ακριβώς όπως ο ίδιος ο Καζάκογλου του τις αφηγήθηκε το 1925 σε ένα χωριό της Κατερίνης. Η γλώσσα είναι λιτή, δίχως περιττά φτιασίδια και άσκοπες περιγραφές. Προφορικός λόγος μα τόσο ζωντανός, δεν κουράζει ούτε στρογγυλεύει τις περιγράφες και τα βιώματα του πολέμου. Στέκεται πλάι στα ιερά τέρατα της ελληνικής μυθιστορηματογραφίας της εποχής. Πλάι σε όλους τους σπουδαίους της γενιάς του 30, σαν τον Κοσμά Πολίτη, τον Φώτη Κόντογλου, τον Ηλία Βενέζη και τον Στρατή Μυριβήλη.

Ανεπιτήδευτος ο αφηγηματικός λόγος ρέει, άνετος, καθαρός από πριμιτιβίστικα στοιχεία, υπερβολές και επαναλήψεις. Στέρεος, δεν καλλωπίζει τις αλήθειες που μεταφέρει, μα στέκεται με σέβας απέναντι τους, δίχως εύκολες συγκινήσεις και δακρύβρεχτες εξομολογήσεις. Έψαχνα καιρό να βρω την τελευταία έκδοση του βιβλίου και σαν από μηχανής Θεός ο φίλος Γιώργος μου την χάρισε για να μου υπενθυμίσει αυτόν τον κρυμμένο θησαυρό της Νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συχωρούν. Η μνήμη είναι εκείνη που δίνει θροφή στο πνεύμα και στην καρδιά. Η μνήμη είν’ ένα ωραίο καθήκον μέσα στη ζωή. Ας βγουν λοιπόν από κάποια πρωτοβουλία ένα ή δυο πλήρη συνεργεία κι ας συλλέξουν αυτά τα πολύτιμα ψηφιδώματα με τα οποία θα στολίσουμε το νέο πνευματικό ναό μας. Χωρίς αυτά θα ‘ναι τρομακτικά άδειος· συλλέξατέ τα, ψηφί ψηφί, με προσοχή και μ’ αγάπη και μην αφίνετε να χάνεται ό,τι είναι τόσο ακριβά πληρωμένο.Για μιαν ανάλογη, λοιπόν, πλήρη εργασία, προσφέρω, προς το παρόν, την ιστορία τούτη σα μια δοκιμή και μιαν απλή προσπάθεια.

Η τελευταία έκδοση της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος και μπορείτε να την βρείτε εδώ