Η ιδανική ηλικία για να δραπετεύσεις από το πατρικό σου, είναι εκείνη, που δεν χρειάζεται να φτάσεις στο σημείο να γράψεις γι’ αυτό. Αν τελικά την περάσεις, φτάνεις να γιορτάζεις τη μέρα αυτή σαν γενέθλια, που κάθε χρόνο χαίρεσαι που μεγαλώνεις. Σε αυτήν τη φάση με βρίσκεις λοιπόν, έχοντας κάνει δώρο στον εαυτό μου για τα 30 μου μπόλικες ευθύνες, και που έναν χρόνο μετά, δεν θα τις αντάλλαζα με τίποτα. Εκείνες οι στιγμές της απόλυτης ησυχίας, τρομακτικής ακαταστασίας, φρικτής μαγειρικής και καταστροφικής μπουγάδας, ήταν ό,τι καλύτερο έχω πετύχει στη ζωή μου.

Η πρώτη διανυκτέρευση στο άβατο των Εξαρχείων, έμοιαζε με κλούβα της αστυνομίας στην πλατεία. Με άλλα λόγια, ήταν η κόλαση επί γης. Καύσωνας χωρίς ανεμιστήρα, κούραση χωρίς δροσερά σεντόνια, δίψα χωρίς παγωμένο νερό. Το πρωί με βρήκε εξαντλημένη από το κλάμα και με μια βελόνα στο χέρι, να προσπαθώ να ράψω τη σκέψη που φώναζε ότι τα έχω σκατώσει τόσο, που χρειάστηκαν λιγότερες από 12 ώρες για να το καταλάβω.

Τίποτα δεν ήταν καλύτερο τις επόμενες μέρες. Αντίθετα, έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι όταν μπαινοβγαίνεις στην πολυκατοικία, δεν υπάρχει κάποιος άλλος να κοιτάει τους λογαριασμούς για εσένα και κυρίως κανένας για να τους πληρώσει.

Με ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα και ένα τραπεζάκι γεμάτο με παλιούς λογαριασμούς των προηγούμενων, ξεκίνησε η ζωή μου και ευτυχώς ήταν κατακαλόκαιρο. Το κλείδωσα και έφυγα μακριά του για κάμποσες μέρες, κοιμόμουν και ξυπνούσα με τη σκέψη για το αν θα με περιμένει, αν θα είναι εκεί όταν επιστρέψω. Και επέστρεψα, και ήταν όλα όπως τα άφησα, μόνο που άρχισα να δέχομαι επισκέψεις από βιβλιοθήκες, ράφια, καναπέδες και χρωματιστές κούπες. Πιάτα που ήθελαν πλύσιμο και ένα πλυντήριο που μου θυμίζει μέχρι και σήμερα πόσο λάθος τα πάω με το νοικοκυριό.

Ήταν Φθινόπωρο, τα Εξάρχεια άρχισαν να έχουν δροσιά και την πιο πολύχρωμη λαϊκή. Είχαν έναν χαμογελαστό τσαγκάρη με εννιά παιδιά, έναν στριφνό κουρέα που ένιωθε αμήχανα όταν του χαμογελούσες και μια φουρνάρισσα που είχε πάντα ένα καινούργιο παξιμάδι να σου κάνει δώρο. Ήταν τρεις μήνες πριν τον Χειμώνα και οι φοιτητές γελούσαν δυνατά στα καφέ, οι γιαγιάδες και οι παππούδες τάιζαν πριν δύσει ο ήλιος τα αδέσποτα. Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που έκλεισα την πόρτα, έβαλα στην πρίζα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια και ας ήταν Σεπτέμβρης και κατάλαβα ότι αυτό το σπίτι, αυτή η πολυκατοικία, αυτή η γειτονιά, είναι η πρώτη στάση της πιο ενήλικης ζωή μου.



Πλημμύρισε το μπάνιο και ο υδραυλικός που πήρε το τελευταίο μου πενηντάευρο, 6 μέρες πριν “βγει” ο μήνας, ένα κρεμμύδι κύλησε πίσω από το ψυγείο και για εβδομάδες αναρωτιόμουν τι ζώο μπορεί να αποσυντίθεται μέσα στο σπίτι μου, ακύρωσα βραδινή έξοδο γιατί ξέμεινα από καθαρά ρούχα και εσώρουχα, έβρασα δεκάδες σακουλάκια μακαρόνια για να πω ότι: “Δύο φορές μου βγήκαν πολύ καλά όμως!”.

Έβαλα πουλόβερ να πλυθεί σε πρόγραμμα που το έβγαλε σουτιέν, και έριξα καταλάθος ένα πράσινο κασκόλ στην πλύση με τα λευκά. Κοιμήθηκα μεθυσμένη στον καναπέ και τρόμαξα που κανείς δεν μου φώναξε το πρωί για το που βολόδερνα όλο το βράδυ, περπάτησα γυμνή και ξυπόλητη μεσημέρια ολόκληρα χωρίς να αγχώνομαι για το κλειδί στην πόρτα, ξάπλωσα στο πάτωμα, κοιμήθηκα χωρίς πρωινή ηλεκτρική σκούπα.

Όμως ξέρεις κάτι; Όλα έγιναν ακριβώς όπως έπρεπε να γίνουν, ήταν τα τέλεια ανταλλάγματα για την πιο πολύ από ποτέ, δική μου ζωή. Τώρα, οι λογαριασμοί λένε το όνομα μου και όσο και αν σιχτιρίζω κάθε που φτάνουν, ξέρω ότι η ελευθερία που μου προσφέρουν, είναι πιο ακριβή. Στο ασανσέρ, άνθρωποι που αγαπιούνται και τσακώνονται στα αλβανικά, ρωσικά και βουλγάρικα με χαιρετάνε, καθώς η πολυκατοικία γεμίζει από μπαχάρια που φτάνουν από το Πακιστάν. Σήμερα, έχω μια συγκάτοικο, με τέσσερα πόδια και απαλό τρίχωμα που με ζεσταίνει όταν στριμώχνεται στο κρεβάτι και μου θυμίζει κάθε μέρα ότι η αγάπη δεν είναι ανταλλακτική αλλά απόλυτα ατόφια. Οι φίλοι τηλεφωνούν ενώ βρίσκονται κάτω από το μπαλκόνι μου και ανεβαίνουν για έναν γρήγορο τσιγάρο, χτυπάνε κουδούνια τρείς το χάραμα όταν με πιάνουν τα δραματικά μου, για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και για τον αν θα σταματήσουμε ποτέ οι άνθρωποι να είμαστε μαλάκες.

Τα Εξάρχεια, παλεύουν καθημερινά με τις ανεπάρκειες τους, δίνουν τη μάχη της αυτοδιάθεσης παρέα με όλους εκείνους που τα αγαπάνε και επιμένουν να μορφώνονται από τα συνθήματα στους τοίχους τους. Με όλους εμάς που τα περπατάμε και καλημεριζόμαστε με τα μικρά μας ονόματα στις γειτονιές, που επιμένουμε να κάνουμε στάση στη ζωή μας, μέσα τους.

Ένας χρόνος στα Εξάρχεια.

Ένας χρόνος της πιο δικής μου ζωής.