Ο Δεκέμβρης του ‘08, ήταν το σπάσιμο του παραμορφωτικού καθρέφτη, που η ελληνική κοινωνία αρέσκονταν να ποζάρει. Η κανονικότητα θρυμματίστηκε και αυτό πλέον έγινε ορατό από όλους. Ένα παιδί σκοτώνεται στην καρδιά των Εξαρχείων από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα, για τον οποίο, εκτός από απύθμενη οργή, μπορούμε να νιώσουμε και απέραντη απόγνωση στη σκέψη ότι υπάρχουν και άλλα ανθρωποειδή που έχουν αυτοευνουχιστεί από την ανθρωπιά, ανασαίνοντας δίπλα μας το χνώτο τους. Ο Κορκονέας, που δεν βρίσκει κανέναν λόγο να ζητήσει συγγνώμη από το 15χρονο που δολοφόνησε, μιας και δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, ο Αλέξανδρος ήταν αντιεξουσιαστής που απειλούσε τον νόμο και την τάξη που έβρισκε καταφύγιο στο όπλο του ειδικού φρουρού. Το όπλο που τον “έκανε κάποιον”, που μπορούσε να του προσδώσει χαρακτηριστικά εξουσίας, που καταπιέζονταν στον ανθρωπάκο που περίφερε. Ο Κορκονέας θέλει σήμερα να πάει σπίτι του, θέλει να είναι πάλι ελεύθερος. Για τον Κορκονέα, ο θάνατος που προκάλεσε ήταν μια παρένθεση στην κανονικότητα του.
Χθες, το δεύτερο θύμα του ειδικού φρουρού, ο Νίκος Ρωμανός, μετά από έξι χρόνια εγκλεισμού, επιστρέφει στην καθημερινότητα του. Δεν επιστρέφει ούτε στη ζωή, ούτε στην ελευθερία. Οι ζωντανά ελεύθεροι άνθρωποι έχουν τις έννοιες αυτές ενσωματωμένες στην καρδιά τους. Μπορείς να τις ακούσεις να φτερουγίζουν στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια, να ματώνουν τη μέρα και να γλείφουν το βράδυ τις πληγές τους. Ο Νίκος Ρωμανός, άνοιξε την αγκαλιά του για να κρατήσει ένα νεκρό σώμα, σήκωσε τα χέρια του για να στηρίξει ένα λευκό φέρετρο. Ο Νίκος Ρωμανός, είναι το παραμορφωμένο από το ξύλο πρόσωπο στις ειδήσεις των οχτώ, όταν με τρία ακόμη άτομα προσπάθησε να ληστέψει την Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στο Βελβεντό Κοζάνης. Ο Ρωμανός, κατηγορήθηκε και αθωώθηκε για συμμετοχή στην οργάνωση “Πυρήνες της Φωτιάς”. Μπήκε για 31 μέρες σε απεργία πείνας και μετέπειτα δίψας, “έχασε” 17 κιλά, αρνήθηκε την αναγκαστική σίτιση φτάνοντας αποφασισμένα κοντά στον θάνατο, ανοίγοντας τον δρόμο για το δικαίωμα των κρατουμένων στη μόρφωση και την εκπαίδευση.
“Εκείνο το βράδυ με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα είδαμε πολλά αστέρια να πέφτουν διαγράφοντας τις δικές τους χαοτικές διαδρομές. Κι εμείς μετρούσαμε και ξαναμετρούσαμε, κάναμε ευχές, υπολογίζαμε τις πιθανότητες. Το ξέραμε ότι η επιθυμία μας για μια ελεύθερη ζωή έπρεπε να περάσει πάνω από όλα όσα μας καταπιέζουν, μας δολοφονούν, μας καταστρέφουν, γι’ αυτό βουτήξαμε στο κενό, όπως ακριβώς τα αστέρια που βλέπαμε να πέφτουν.
Από τότε, άπειρα αστέρια πέσαν, μπορεί να ήρθε η ώρα να πέσει και το δικό μας, ποιος ξέρει;
Αν είχαμε έτοιμες τις απαντήσεις δε θα γινόμασταν αυτό που είμαστε αλλά ιδιοτελή καθάρματα που θα διδάσκαμε στους ανθρώπους τρόπους να γίνουν τρωκτικά που τρώγονται μεταξύ τους όπως κάνουν σήμερα.
Τουλάχιστον εμείς παραμένουμε ακόμα απόλυτοι και πεισματάρηδες όπως οι άνθρωποι της πάστας μας. Και όσοι από εμάς με έναν πόνο έκλεισαν τα μάτια τους και ταξίδεψαν μακριά, παραμένουν με το βλέμμα κολλημένο σε εκείνον το βραδινό ουρανό που κοιτάζαμε και εμείς. Και μας βλέπουν να πέφτουμε, αστέρια όμορφα και λαμπερά. Τώρα ήρθε η σειρά μας. Τώρα πέφτουμε χωρίς δισταγμό.
Από τη Δευτέρα 10/11 ξεκινάω απεργία πείνας χωρίς να κάνω βήμα πίσω”.
Όσοι ζήσαμε εκείνες τις μέρες, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι εκείνες οι μέρες ήταν του Αλέξη, ήταν του Νίκου, ήταν όλων εκείνων των ανυπότακτων και των φτωχοδιαβόλων, ήταν οι νύχτες που φωτίζονταν από την οργή ενός κόσμου που θρηνούσε για τον Αλέξη, για όλες εκείνες τις ζωές που δεν θεωρήθηκαν άξιες να βιωθούν, για τις ζωές μας.
Ο Νίκος Ρωμανός δεν μετάνιωσε! Επέλεξε και μάλλον κατάφερε να μην αφήσει καμιά μορφή εξουσίας να του πάρει τον ρομαντισμό της επανάσταση.
Το πρόσωπο του Ρωμανού να ουρλιάζει μέσα στο αλεξίσφαιρο είναι άλλο ένα από τα ερωτήματα που φώναξε εκείνος ο Δεκέμβρης και που περιμένει απάντηση.
Όσο γράφω για την απελευθέρωση του Νίκου, τόσο θέλω να τα σβήσω όλα. Κάθε μέρα περνάω από το σημείο της δολοφονίας, επιστρέφοντας σπίτι μου, βλέπω λουλούδια να ανθίζουν και να μαραίνοντα. Κάποιες φορές, καίνε μικρά λευκά κεριά και αναρωτιέμαι ποιος να τα άναψε. Τον Δεκέμβρη που μας πέρασε, δέκα χρόνια μετά και οι φίλοι τους ήταν εκεί. Μεγάλα παιδιά πιά, δάκρυζαν πάνω από τον παγωμένο χρόνο. Εκεί που φυλακίστηκε και σφραγίστηκε με πένθος η νιότη. Και καθώς τώρα πάλι θέλω να τα σβήσω όλα και για ακόμη μια φορά το πρόσωπο του Αλέξη και του Νίκου γίνονται ένα στο μυαλό μου, σκέφτομαι τον Αγγελάκα και το τραγούδι εκείνο, που για εμένα είναι ο Δεκέμβρης του 2008. Ο Δεκέμβρης μας…
“Περνούν οι μέρες γρήγορα μα μερικές φρενάρουν / Με παίρνουν στην καρότσα τους κι όμορφα με βολτάρουν / Γελούν με τα φτιασίδια μου χαϊδεύουν τις πληγές μου / Μεθάνε και μου δίνονται και γίνονται δικές μου / Φεύγουνε κοκκινίζοντας και μ’ αποχαιρετάνε / Και μένω πάλι μόνος μου να σε ξαναθυμάμαι / Κρίμα να μην είσαι εδώ τέτοιες μέρες αν με βρουν / Κρίμα να μην είσαι εδώ να γελάς και να σ’ ακούν / Μα αυτό που με ξεκάνει και μου σταματάει το νου είναι που δεν είσαι, που δεν είσαι καν αλλού / Μα αυτό που με ξεκάνει και μου σταματάει το νου είναι που δεν είσαι, που δεν είσαι καν αλλού”.
Καλή ζωή Νίκο!