Δεν είναι πολλά τα βιβλία που έχουν ανατριχιάσει! Τα βιβλία που με έχουν πάρει και με έχουν στείλει στο διάολο με την καλή λογοτεχνική έννοια. Μην βιαστείτε να πείτε πως δεν υπάρχει. Υπάρχει. Είναι αυτή η αίσθηση που έχεις, όταν τελειώσεις ένα βιβλίο και γνωρίζεις ότι η ζωή σου δεν πρόκειται να είναι ίδια μετά από αυτό. Θα σε συνοδεύουν για πάντοτε οι ήρωες τους και η μυρωδιά από τις σελίδες του. Όχι δεν είμαι κανένας περίεργος, αλλά όταν δεν κοιτάζει κανείς, ψάχνω στις σελίδες των βιβλίων, την μυρωδιά των ηρώων τους. Όσοι έχουν διαβάσει την συλλογή διηγημάτων Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου μπορούν να συν-επιβεβαιώσουν πως πρόκειται για ένα από τα πιο συγκλονιστικά αναγνώσματα της Νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα από αυτά που σε λίγα χρόνια θα μπαίνουν πλάι σε εκείνα του Καζαντζάκη, του Παπαδιαμάντη, του Στρατή Τσίρκα, του Καραγάτση, του Άρη Αλεξάνδρου και του Κώστα Ταχτσή.
Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, παίρνεις μια πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να διαβάσεις: ”Οι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν. Το γκιακ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός και ο νόμος του αίματος που σκιάζει τις ζωές τους. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο, οι ιστορίες τους αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους. ”Μια γρήγορη αποτίμηση του βιβλίου, προσβάσιμη σε ΄μελλοντικούς αναγνώστες δηλώνει πως ”O Δημοσθένης Παπαμάρκος, με τα οκτώ διηγήματα και την παραλογή αυτής της υποβλητικής συλλογής, αξιοποιεί τη λογοτεχνική δύναμη της προφορικότητας και της παράδοσης, για να οικοδομήσει μια μοντέρνα σύνθεση. Τα διηγήματα του Γκιακ συγκροτούν προοδευτικά μια ενιαία εικόνα, σαν θραύσματα ενός μυθιστορήματος που φωτίζει λοξά μια καθοριστική στιγμή της ελληνικής ιστορίας.”
Θα σταθώ λίγο στην ανωτέρα αποτίμηση. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την προφορικότητα (λαϊκή καθομιλουμένη με αρβανίτικα επιχρίσματα) είναι μοναδικός και μου θυμίζει έντονα, την αντίστοιχη δεινότητα στην χρήση του, μέσα στο έργο του Κώστα Ταχτσή. Το Γκιακ είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου. Όταν το κάνεις είναι μονάχα, για να δώσεις λίγα λεπτά στον εαυτό σου ώστε να χωνέψει τι διάβασε. Θα μείνω λίγο στο αίμα, αυτό που καλούν Γκιακ. Αυτό που γεμίζει τις φλέβες μας ζωή και αυτό που άλλοι λεν οικογένεια, αδερφό, αδερφή, μάνα, πατέρα, κόρη και γιο. Ο δεσμός που γίνεται δεσμά και τα δεσμά που μας ακολουθούν από όταν γεννιόμαστε μέχρι που πεθαίνουμε. Είναι και όλα όσα αγαπήσαμε και κρύψαμε, ποτισμένα με το αίμα μας. Μυστικά και ψέματα, κραυγές σιωπηρές εσωτερικές, για τα πάθη και τα λάθη που έγιναν στου αίματος το όνομα επάνω!
Αν με βάλεις να διαλέξω κάποιο από τα διηγήματα δεν μπορώ. Αν με απειλήσεις θα πω το συγκλονιστικό ”Νοκερ”, το ”Ντο τα’α πρες κοττσσιδετε” και το ”Ήρθε ο καιρός να φύγουμε”. Είναι μάστορας ο Παπαμάρκος, από εκείνους τους παλιούς που φτιάνουνε ένα σπίτι ολόκληρο με τα δυο τους χέρια. Από εκείνους που γνωρίζουν που να απιθώσουν το κάθετι για να είναι στέρεο το οικοδόμημα και καλότυχο παρότι ο τόπος που δουλεύουν έχει στοιχειά και κατάρες να τον δέρνουν. Δεν φοβούνται ωστόσο, στα μάτια να τον δουν και αυτό που χτίσανε και το ριζικό του!
”Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μην βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα από το αίμα και να κόβουνε την μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ‘σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι.”
Το Γκιακ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες και μπορείτε να το βρείτε εδώ.