Ήταν άλλη μια μέρα με λιακάδα στον Παράδεισο, όταν η Εύα πίστεψε το φίδι, ο Αδάμ άκουσε την Εύα, και φάγανε φρουτάκι να δροσιστούν (όχι απαραίτητα μήλο). Άξαφνα, τα μάτια τους ανοίγουν, και παίρνουν οι πρωτόπλαστοι χαμπάρι το προφανές: “Ρε συ, είμαστε γυμνοί! Τσιτσίδι”. Πιάνουν λοιπόν φύλλα συκής και τα φοράνε όπως-όπως, αλλά τι να φτουρήσει το φυλλαράκι; Ύστερα χάσανε και τον παράδεισο, πάει η λιακάδα, δώσ’ του κρύα, βροχές, κακό, κι αποφασίζουν το λοιπόν να φτιάξουνε και να φορέσουν ρούχα.
Απ’ όλο αυτό το μυθολογικής προέλευσης παραμύθι, προκύπτει ένα απλό, μα τόσο ξεχασμένο σήμερα συμπέρασμα: Οι άνθρωποι τα ρούχα τα ‘φτιαξαν για να ζεσταίνονται. Για προστασία. Άντε και για να κρύβουν “τ’ απ’ αυτά” τους, όταν οι εποχές κι οι κοινωνίες το απαιτούσαν. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, το ρούχο απέκτησε κι άλλες σημασίες. Έγινε μέσο κοινωνικής έκφρασης – άρχισε να μεταφέρει μηνύματα, να χαρακτηρίζει ανθρώπους, τάξεις και ιδιότητες. Αυτό βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κακό. Φτάνει να μην ξεχνά ποτέ κανείς, τον αρχικό σκοπό. Και για να το πω όσο πιο καθαρά γίνεται:
Είναι προκλητικό να καις καινούρια ρούχα, όταν υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που πεθαίνουν απ’ το κρύο!
Η μπάλα παίρνει τη Burberry, μα στην πραγματικότητα πολλές, πάρα πολλές “μεγάλες” φίρμες ακολουθούν αυτή την τακτική. Αν περισσέψει στοκ απ’ τα προϊόντα τους, αυτό θα πουληθεί σε χαμηλότερες τιμές. Είναι οι νόμοι της αγοράς και της ζήτησης, που δεν εξυπηρετούν πολύ σε τούτη την περίπτωση. Και το πρόβλημα της Burberry δεν είναι ότι θα “πάρει λιγότερα” για κάθε κασκόλ ή σακάκι που θα ξαναστείλει στο παζάρι, αλλά πως η χαμηλότερη τιμή θα της πληγώσει το στάτους. “Πώς θα πουλιέμαι για χλιδάτη, άμα μπορεί κανείς να μ’ αγοράσει στοκ για τόσα αντί για ΤΟΣΑ;”. Και κάπως έτσι, δεν βγάζει εκ νέου στην αγορά τα ρούχα που της μένουνε στο ράφι αλλά… τα καίει!
Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν, ζητώ την κατανόησή σου που θα σταματήσω ν’ απευθύνομαι σ’ εσένα και θα πω δυο κουβεντούλες στην ίδια τη “φίρμα”. Άκου, μεγάλε οίκε της μόδας. Δικά σου είναι τα ρούχα, ναι. Είναι δικαίωμά σου να τα κάψεις, να τα σκίσεις, να τα φας. Μα είναι και δικαίωμα της λογικής, αυτό που κάνεις να το θεωρεί προκλητικό. Είναι δικαίωμα της κοινωνίας, αυτό που κάνεις να το θεωρεί απάνθρωπο. Και (μεταξύ μας), είναι δικαίωμα της αγοράς, αυτό που κάνεις να το βρίσκει εντελώς ηλίθιο. Επίτρεψέ μου να σου εξηγήσω τι εννοώ.
Η προκλητική απανθρωπιά της ηλιθιότητας!
Ζούμε σ’ έναν κόσμο αντιθέσεων. (Καλώς ή) κακώς, σ’ αυτόν ζούμε. Ναι, υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Ναι, ο άρτος και τα θεάματα κοστίζουν. Μπάλα, φαγητό, σινεμά, μόδα… Κι ο ποδοσφαιριστής θα πάρει καλά λεφτά, το ψαγμένο πιάτο θα ζητάει χρήματα για δυο μπουκιές, οι σταρ στο Χόλιγουντ θα βγάζουν τσουβάλια δολάρια κι η κάθε Burberry θα ‘ναι ακριβή γιατί παράγει ποιοτικά, γιατί παράγει ανθεκτικά, γιατί παράγει μοδάτα. Όμως όλα (πρέπει να) έχουν κι ένα όριο.
Όχι, δεν θα ‘φταναν τα ρούχα σου στα χέρια φτωχών κι απελπισμένων, έτσι κι αλλιώς. Όχι, δεν χάλασε κι ο κόσμος που δεν θα φορέσει ο λαός μετάξι σε οικονομικές τιμές. Αλλά πώς να το κάνουμε, όταν προτιμάς τη φωτιά απ’ το να προσφέρεις δυο πουκάμισα σε περισσότερους ανθρώπους, είσαι υπερόπτης. Ένας υπερόπτης που έχει καταφέρει να τροφοδοτεί μια φούσκα μόδας, κι αυτή η φούσκα παίζει με το αδύναμο ανθρώπινο μυαλό, μεγαλώνει τ’ όνομά σου, μεγαλώνει την αξία σου, επειδή πουλιέσαι σε λίγους και ΠΟΤΕ χαμηλότερα απ’ όσο “πρέπει”. Αν όμως το προϊόν σου είναι όντως τόσο καλό, αν είναι ποιοτικότερο από τ’ άλλα, γιατί να ‘χεις δημιουργήσει αυτή τη φούσκα; Γιατί μπορείς. Κι έχεις αρκετούς ηλίθιους να την κοιτάνε μαγεμένοι χωρίς ν’ απλώνουν χέρι να τη σπάσουν. Λογικό (;)…
Στο δικό μου μυαλό ωστόσο…
…η Burberry αύριο δημιουργεί μια μικρή καινούρια φίρμα.
Ένα όνομα μόνο. Ας πούμε: “Μπέρμπερι”. Κι όλο της το στοκ, το μετονομάζει σε “Μπέρμπερι” και το στέλνει σε μαγαζιά για τον “πολύ κόσμο”. Εκείνη έχει κέρδη απ’ τις πωλήσεις. Ο κόσμος αγοράζει ποιοτικό προϊόν σε τιμές που “αγγίζονται”. Το όνομα της εταιρίας συνεχίζει να στέκεται στο θρόνο του. Συνεχίζει προφανώς, αφού κανένας πραγματικός μπουρζουάς (απ’ αυτούς που ενδιαφέρονται τόσο για τη μόστρα του παλτό και της γραβάτας) δεν θα δεχτεί ποτέ να βάλει το φτηνό και περασμένο “Μπέρμπερι”. Θα το σνομπάρει, κι ας φοράει το ίδιο ακριβώς παλτό σε Burberry. Η φούσκα πια θα έχει νόημα. Η εταιρία θα ‘χει δημιουργήσει χωρίς κόστος, μια μικρή νόμιμη “μαϊμού” απ’ τις τόσες που κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς. Μόνο που όλα τα χρήματα θα καταλήγουν στην τσέπη της. Κι ο μέσος άνθρωπος, θ’ αγοράζει μια “μαϊμού” που θα ‘χει την ποιότητα του αυθεντικού.
Τώρα πια: Θέλετε να πουλάτε αέρα και φρου-φρου; Ελεύθερα! Με μια απλή αφαίρεση θα ξέρουμε κι ακριβώς πόσο κοστίζουν.
Όμως αυτά είναι στο μυαλό μου, που δεν καταλαβαίνει τους σκληρούς νόμους της χλιδής, της μόδας και του δήθεν…