Μου άρεσε ο Ολυμπιακός. Βασικά, μου άρεσε η παρέα που έκανα με τον πατέρα μου τις Κυριακές, όταν κατεβαίναμε στον Πειραιά. Φορούσαμε κόκκινα κασκόλ, με κρατούσε από το χέρι ενώ μασούλαγα πατατάκια, φώναζα όσα συνθήματα θυμόμουν και όταν τρώγαμε γκολ γύρναγα τρομαγμένη προς εκείνον, λέγοντας του: “Μπαμπά είσαι στεναχωρημένος τώρα;”. Πέρασαν χρόνια και ο μπαμπάς δεν ήθελε να πηγαίνουμε πια τις Κυριακές στο γήπεδο. “Δεν είναι ότι δεν μας αρέσει ο Ολυμπιακός” μου είπε “είναι ότι δεν μας αρέσουν πλέον πολλοί από αυτούς που φωνάζουν γι’ αυτόν”. Πολλοί από εκείνους που γέμιζαν τα γήπεδα των ομάδων τους, όχι για να εμψυχώσουν αλλά για να βεβηλώσουν, όχι για να πανηγυρίσουν αλλά για να πολεμήσουν, αφήνοντας μας άφωνους με την αρρωστημένη εφευρετικότητα τους στις προσβολές σε ζωντανούς και νεκρούς.

Την Παρασκευή που πέρασε, συμπληρώθηκαν 12 χρόνια από την αιματηρή συμπλοκή στη λεωφόρο Λαυρίου. Πάνω από 500 οπαδοί του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, θα παραταχθούν για να λύσουν τις έξυπνα από κάποιους πλαστές διαφορές τους, με αφορμή την αναμέτρηση των ομάδων τους στο γυναικείο βόλεϊ. Τα αίσχη που πραγματοποιήθηκαν, σφραγίστηκαν με τον θάνατο του 22χρονου οπαδού του Παναθηναϊκού, Μιχάλη Φιλόπουλου, έπειτα από δύο απανωτά χτυπήματα με σίδερο στο κεφάλι. Ακολούθησαν κάμποσα ακόμη καθώς και μαχαιριές στους μηρούς. Δεν ξέρω αν μπορεί να συλλάβει οποιοδήποτε υγιές μυαλό, ότι άνθρωποι σφάζονται στη βιομηχανία των ομάδων τους. Των ομάδων που δεν τους φτάνει η αγάπη, η στήριξη, το χειροκρότημα. Λες και αν δεν βαφτεί με αίμα το χρώμα όποιας ομάδας, δεν άξιζε τον κόπο…

Πάνω από δέκα χρόνια λοιπόν από εκείνη τη δολοφονία, κάποιοι οπαδοί του μίσους, αποφάσισαν να θυμίσουν πώς γίνεται να αποποιηθείς όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά σου.

“Γαύρε θυμήσου τον θρίαμβο της Παιανίας”.

Σε ποιον απευθύνεται αυτό το σύνθημα; Ποιος είναι ο Γαύρος που δεν πρέπει να ξεχάσει; Από πότε οι δολοφονίες γίνονται πανό και κρεμιούνται πάνω από τα κεφάλια μας, μπροστά στις οθόνες μας; Πότε αποφασίσαμε να γίνουμε συνένοχοι με τα λοστάρια που ανοίγουν κεφάλια και τα μαχαίρια που ξεριζώνουν ζωές;

Δεν είναι ο Ολυμπιακός ηλίθιε! Είμαι εγώ που φοράω πράσινα και εσύ που φοράς κίτρινα, είναι ο διπλανός σου με τα μαύρα και ο μπροστινός σου με τα μπλε. Είναι κάθε ανθρωπάκι που έχει ανάγκη να ανήκει κάπου, το άγχος του να γίνει ορατός κρατώντας ψηλά όλες τις παθογένειες του ελληνικού αθλητισμού. Είναι ο κάθε κυριλές που τρώει τα νύχια του από αγωνία για την πρόκριση και δεν σηκώνεται να φύγει από το γήπεδο εκείνην ακριβώς τη στιγμή που ο θάνατος οποιουδήποτε ανθρώπου γίνεται θρίαμβος. Που δεν νιώθει ντροπή να του απευθύνεται με αυτόν τον τρόπο μια μερίδα των οπαδών της ομάδας του, που δεν λέει στον διπλανό του “Σήκω να φύγουμε. Θα επιστρέψουμε ξανά όταν φύγουν αυτοί”.

Οι αθώοι θεατές! Αυτοί που δεν θέλουν να τους τσουβαλιάζουν με μερικά τσογλάνια που δημιουργούν καταστάσεις σαν τις παραπάνω, αλλά δεν έβγαλαν κιχ ούτε τώρα ούτε σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Έμειναν δίπλα τους, χειροκρότησαν μαζί τους, ίδρωσαν παρέα ανεμίζοντας σημαίες και έπειτα ο καθένας πήρε τον δρόμο για τη ζωούλα του. Και θεριεύει το τέρας του φασισμού, του ρατσισμού και του σεξισμού κρατώντας την ανάσα μας σε κάθε τρίποντο.

Ξύνουμε τον πάτο της αηδίας και κάποιοι νομίζουν ότι ακόμη μιλάμε για φανέλες που ιδρώνουν τη στιγμή που ακόμη τιμούμε αδικοχαμένο αίμα. Το ποιοι συντηρούν την όλη κατάσταση είναι μια κουβέντα που δεν έχει νόημα να μπούμε αυτήν τη στιγμή και αυτό γιατί κάπως έτσι μετατοπίζουμε την ευθύνη μας.  Αν είμαστε όντως περισσότεροι από αυτούς που λέμε ότι μας ντροπιάζουν, αυτό οφείλουμε να το δείξουμε στην πράξη. Αν δεν συμβεί αυτό, ας είμαστε από τώρα περήφανοι για τις Παιανίες που θα έρθουν…