«Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, κενό, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Θαρρείς πως ήταν ένας ρομποτικός άνθρωπος. Γυάλινα μάτια, βουβά. Μόνο μία σακούλα από ψώνια λίγο έλειψε να φύγει από τα χέρια του και, ξαφνικά, σείστηκε. Από την τσέπη του έπεφταν χρήματα. Σε κάθε βήμα έφευγε και ένα χαρτονόμισμα. Σταμάτησε σε ένα μαγαζί. Με μία μηχανική κίνηση φορτώθηκε κι άλλα πράγματα και συνέχισε τον δρόμο του. Μία εικόνα φρικτή. Άνθρωποι χωρίς ψυχή, δοσμένοι ολοκληρωτικά στην καταναλωτική τους μανία. Μία νευρωτική εκτόνωση, που σχετιζόταν με ανάγκες που δεν ήταν ποτέ ουσιαστικές για τη ζωή. Την αληθινή ζωή. Πολυτελή αυτοκίνητα πήγαιναν και ερχόντουσαν, χρήματα έπεφταν από παντού στον δρόμο, οι αποχαυνωμένοι περαστικοί τα πατούσαν και μονότονα ξόδευαν. Και τα φώτα όλο και πλήθαιναν. Λες και κάθε φορά που αγόραζαν κάτι καινούργιο, γινόντουσαν πιο έντονα. Ένας εξελιγμένος Παράδεισος σε μία ιδιόμορφη ουτοπία. Η αποθέωση της υλικής αιχμαλωσίας, με προπαρασκευασμένες ανάγκες που ηδόνιζαν καλοκουρδισμένους καταναλωτές». Απόσπασμα από τη νουβέλα: “Η βουβή πολιτεία.”
Την ίδια πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό, βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ελλάδα. Χρόνια που πέρασαν χωρίς συγκεκριμένη μελωδία, αλλά με θόρυβο. Όπως τα καρύδια που όταν σπας το κέλυφός τους ο ήχος σε ενθουσιάζει. Νομίζεις ότι θα βρεις μέσα κάτι αφράτο και νόστιμο. Είναι όμως κούφια: Ιδιωτική τηλεόραση-ραδιοφωνία, καλλιστεία, Χρηματιστήριο, καναπές, αδιαφορία. Το πρόταγμα ήταν απλό, ανέμελο, αβασάνιστο: Να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι, εύκολα και γρήγορα. Με τους γνωστούς πολιτικούς και μεγαλοεκδότες να πρωτοστατούν, εύκολα υποβαθμίστηκε στο επίπεδο του καταναλωτή και του πελάτη η μεγάλη έννοια του πολίτη. Διαβρώθηκε η ιδιοσυχνότητα ολόκληρου λαού, όπως φυσικά και άλλων λαών, μέσα σε κλίμα γενικευμένης ευφορίας. Η ταπεινότητα, η λαϊκότητα και η αισθητική, μπήκαν στο περιθώριο ως μίζερες και αντιδημιουργικές καταστάσεις. Και τη θέση τους πήραν καθρεφτάκια που γυαλίζουν στο φως και διατηρούν όποιον τα έχει στην κατοχή του εντός κλίματος εποχής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο αγαπημένος παιδικός ήρωας κάποιων «παράξενων παιδιών» , ο Καραγκιόζης, δεν μπορούσε να βρει θέση. Γενιές νέων ανθρώπων γνωρίζουν άριστα τις φονικές μηχανές της Marvel, αλλά δεν έμαθαν ποτέ τι είναι ο μπερντές. Ας πούμε δύο λόγια από εδώ: Το θέατρο Σκιών έχει τις ρίζες του στην Ανατολή και έφτασε μέχρι την Τουρκία από τους Κινέζους Χάνους και τους Μογγόλους. Πρόκειται για βαθιά λαϊκή τέχνη, παγκόσμια, που στην Ελλάδα πήρε τη μορφή του Καραγκιόζη. Για δεκαετίες ο μόνιμα φτωχός και πεινασμένος ήρωας, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μέσου συμπατριώτη του, σεργιανούσε σε θάλασσες και βουνά και ψύχωνε τον λαό. Με κορυφαίους καραγκιοζοπαίκτες το θέατρο Σκιών (-και σήμερα υπάρχουν άριστοι καραγκιοζοπαίκτες, που μεταφέρουν την τέχνη του θεάτρου σκιών, όπως ο εικονιζόμενος Άθως Δανέλλης), ήταν η μοναδική πνευματική τροφή των Ελλήνων, σε καφενεία και πλατείες, που έδειχνε τον δρόμο για τη σύγχρονη πολιτική ανυπακοή και καθημερινή επανάσταση. Πνεύμα ασυμβίβαστο και ανυπότακτο, πότε ζητούσε έγγραφη άδεια για να σκοτώνει μύγες (που τυχαία, αργότερα, έβλεπε πάνω στο κεφάλι του δωσίλογου Χατζηαβάτη και του δερβέναγα) και πότε ξεγελούσε την κεντρική εξουσία και περνούσε ένα ολόκληρο απόγευμα στο μαγειρείο μέσα στο Σαράι.
Απόλυτα λαϊκός ήρωας, επαναστάτης και ανυπάκουος, ο Καραγκιόζης είναι ένας κορυφαίος Έλληνας. Και τα διαχρονικά όνειρά του για ελεύθερη και καλύτερη ζωή, αποτελούν γερά χτυπήματα στα πλευρικά τού σάπιου ελληνικού σκαριού που παλεύει ακόμα σήμερα με τα κύματα.
*Του Γιώργου Κτενά.