Μικρέ μου φίλε, καλημέρα.
Όσο θυμάμαι τη ζωή στην ηλικία σου, δύο παιχνίδια είναι που θυμάμαι περισσότερο: μπάλα και όπλα. Για σήμερα, τη μπάλα ας την αφήσουμε στην άκρη.
Είχα σπαθιά, ασπίδες, εξάσφαιρα με καψούλια, νεροπίστολα, αεροβόλα (κι ας φώναζε η μάνα μου)… Κι ακόμα είχα ένα μεγάλο όνειρο: να γίνω ιππότης, σερίφης, αστυνόμος, στρατιώτης, ο Ράμπο που θα σώσει τον κόσμο.
Λογικό δεν είναι; Ο κόσμος απ’ το μπόι που ‘χεις, πιτσιρίκο, μοιάζει αλλιώς, το ξέρω. Είναι ένας κόσμος γεμάτος “καλούς” και “κακούς” και τίποτα ενδιάμεσα. Κι εσύ μικρέ έχεις μια “μπαταρία” που εξαντλείται μονάχα όταν πας για ύπνο. Κι έτσι, θες να ‘σαι ο καλός σε μια ιστορία γεμάτη δράση. Θες να πολεμάς τους κακούς και να ζεις μέσα στο τρέξιμο και μες στην περιπέτεια, και σ’ άλλες λέξεις που τώρα με κουράζει και μόνο που τις γράφω. Είσαι λοιπόν ο αστυνομικός, είσαι ο κομάντο, ο Μπάτμαν και ο Τζέιμς Μποντ αλλά… γιατί δεν είσαι ο πυροσβέστης;
Στ’ αλήθεια, ούτε ένα απ’ τα παιδιά στην τάξη μου δεν είχε όνειρο το κράνος, την αντιπυρική στολή και μάχη με τις φλόγες. Κι ωστόσο, αν με ρωτάς εμένα, το πιο δύσκολο, το πιο σπουδαίο, το πιο αξιοθαύμαστο επάγγελμα απ’ όσα έχουνε στολή και “περιπέτεια”, είναι του πυροσβέστη.
Ξέρω πως δεν σου ακούγεται σημαντικό, πως ίσως το βαριέσαι. Εσύ θέλεις απέναντί σου αντίπαλο. Θες τον κακό της ιστορίας. Κάποιον που να ‘χει για σκοπό του το άδικο, να τον κερδίσεις και να σωθεί ο κόσμος απ’ αυτόν. Θέλεις να ρίχνεις με όπλα που πληγώνουν, να ‘σαι επικίνδυνος γι’ αυτούς που απειλούνε τους ανθρώπους. Μα πίστεψέ με, αυτός, ο πυροσβέστης ντε, φέρνει τρόμο σε κάτι φοβερό, πολύ πιο άδικο από τους κλέφτες κι απ’ τους στρατιώτες του “εχθρού”.
Δεν σε κοροϊδεύω, άκου με μικρέ και δώσε βάση. Ο άνθρωπος αυτός που ‘χει τη μάνικα στα χέρια του, δεν “πολεμάει” ανθρώπους. Ο “κακός” του, δεν έχει δύο χέρια και δυο πόδια, αλλά έχει γλώσσες εκατό κι ας μη μιλάει, κι ας μην μπορείς να του μιλήσεις. Ο πυροσβέστης, φίλε μου, τα βάζει μ’ ένα τέρας!
Είν’ ένα τέρας πελώριο, που καταπίνει ανθρώπους, ζώα, και δέντρα, και που κυκλώνει σπίτια, και χωριά, και δάση. Κι όπου περάσει, πίσω του αφήνει μόνο στάχτη. Μόνο μαυρίλα, και κακό, και θάνατο, κι ανθρώπους με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα. Είναι τόσο επικίνδυνο αυτό το τέρας, η φωτιά, κι ο μόνος που μπορεί να το νικήσει είναι ο άνθρωπος αυτός που δεν στον είπανε για “ήρωα” τα κόμικ κι οι ταινίες.
Μα κι όταν δεν μπορεί να το κερδίσει, μπορεί και σώζει τους ανθρώπους απ’ αυτό. Το ξεγελάει, του κρύβεται ή το κοιτάει στα μάτια, και μπαίνει στο στομάχι του και βγάζει από κει μέσα τις ζωές που παγιδεύτηκαν. Αυτούς που φυλακίστηκαν, που περίμεναν να τους χωνέψει το θηρίο και να τους βρει ο θάνατος. Αυτός ο άνθρωπος που δεν τον κάνουνε ταινία γιατί δεν έχει όπλο που σκοτώνει, αυτός ο άνθρωπος παλεύει σαν τον Ηρακλή, και ξεγελάει τον θάνατο, και βγάζει μέσα από τα σπίτια που καίγονται τη μάνα σου, και τον πατέρα σου, και τ’ αδέρφια σου, και τους παππούδες σου. Κι όταν ακούει το σκύλο σου να κλαίει και να φοβάται, μπαίνει και πάλι μέσα, γιατί καμιά ζωή γι’ αυτόν δεν είναι πιο ασήμαντη απ’ τις άλλες. Μονάχα η δική του, που κάθε τόσο τηνε παίζει κορόνα-γράμματα κι ελπίζει ότι πέταξε καλά το κέρμα.
Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσουνε, μικρέ, πες το και να ‘σαι περήφανος: “Εγώ όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ήρωας. Θα γίνω πυροσβέστης!”.