Η νύχτα που σκότωσαν τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, ήταν η στιγμή που η ελληνική κοινωνία έχασε μια για πάντα την “κουβερτούλα” που μισοκάλυπτε το κουρασμένο της σώμα. Το σαββατόβραδο του Αγίου Νικολάου που ξεκίνησε με μια πόλη και μια χώρα να ετοιμάζεται για μια ακόμα “εορταστική σεζόν”, χωρίς όραμα, όνειρο ή στόχο, αλλά με την κεκτημένη ταχύτητα του “κοίτα τι καταφέραμε” και τις επίπλαστες “περηφάνειες” του νεοπλουτισμού που είχαν εδραιωθεί για μια δεκαπενταετία, μας βρήκε όλους θολωμένους από ένα “τι έγινε τώρα”. Υπουργοί γιόρταζαν σε σπίτια και μπουζούκια, η πόλη ήταν γι’ άλλη μια χρονιά βλαχοστολισμένη και λατερνοπερήφανη. Και σε 1-2 ώρες, τα Εξάρχεια πλημμύρισαν φωτιά, η Αθήνα έζησε την επανάσταση, ο φόβος ξύπνησε στο στομάχι μιας κυρίαρχης τάξης.

Η σφαίρα του Κορκονέα σκότωσε το κουφάρι της ψευδαιμονίας που βιώναμε ως κοινωνία. Αυτό που σε ένα δίωρο πλημμύρισε τα τότε νέα “κι αθώα” social media, οι μόνοι που μπορούσαν να το καταλάβουν, ήταν αυτοί που είχαν δει 35 και 40 χρόνια πριν λαϊκές εξεγέρσεις να καταπνίγονται, και το Πολυτεχνείο να πνίγεται. Κι όσοι λίγοι μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν τα δείγματα της νεανικής οργής και της ξεχειλίζουσας αντίδρασης, βρίσκονταν αποκαμωμένοι σε κάποιο σαλόνι να απολαμβάνουν κέρδη μιας ζωής νικητή ή σε θέσεις εξουσίας ή γύρω από αυτές. Οι υπόλοιποι απλά αναρωτιόμασταν τι είχε ξεκινήσει και που θα έβγαζε η φωτιά που είχε ανάψει στο πιο εκρηκτικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Τους απηυδυσμένους νέους της.

16 χρόνια από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Εσύ πού ήσουν όταν δολοφόνησαν τον Αλέξη

Όπως σ’ όλα τα σημαντικά σημεία της Ιστορίας, όλοι μας έχουμε να θυμόμαστε “που βρισκόμασταν όταν συνέβη” κάτι Μεγάλο. Κι αν ακόμα η μνήμη είναι άτιμο πράγμα και διαστρεβλώνει κατά πως αντέχει το μυαλό κι η ψυχή μας τα όσα ζούμε ως αναμνήσεις, τα γεγονότα καταγεγραμμένα κι η αίσθηση που αποτυπώθηκε εκείνες τις στιγμές και τις μέρες μέσα μας, δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Εκείνο τον περίεργο καιρό, ήμουν δημοσιογράφος στην Καθημερινή. Αρκετά νεώτερος από όλους τους υπόλοιπους που έμπαιναν στις συσκέψεις, ξεκάθαρα ανυποψίαστος για την ιστορικότητα των στιγμών που βιώναμε βλέποντας, ακούγοντας, καταγράφοντας και συνομιλώντας με τους πρωταγωνιστές των αλλαγών. Τα όσα ζήσαμε τότε σε δρόμους, στενάκια, αλλά και στα γραφεία και πίσω από κλειστές πόρτες με κρυφά τηλεφωνήματα και μυστικά sms, είναι βιβλία που θα τυπωθούν τα επόμενα χρόνια. Αλλά το σοκ κι η απογοήτευση για την κατάληξη της χώρας και των πρωταγωνιστών 16 χρόνια μετά, δεν χωράνε ούτε σε άρθρα, ούτε σε podcasts, ούτε σε βιβλία.

Εκείνες τις νύχτες που οι πιτσιρικάδες βγήκαν έξαλλοι, ανίδεοι για το σε τι χώρα μεγάλωναν, και για το ποιοι ήταν βαθιά μέσα τους οι άνθρωποι που τους πλήρωναν χαρτζιλίκια και έκαιγαν πεντοχιλίαρα για να ανάβουν τα πούρα τους όταν τους γεννούσαν, μια μεγάλη ανακούφιση ανέβηκε στο στέρνο ενός πολύ μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Ήταν όλοι αυτοί που δεν είχαν “φάει μαζί τους” εκατομμύρια και δις, όλοι αυτοί που είχαν μόλις αγγίξει κάποιο από τα μικροαστικά όνειρα που βομβάρδισαν το κοινωνικό υποσυνείδητο για 3 δεκαετίες, όλοι αυτοί που δεν άντεχαν άλλη ψεύτικη χαρά και φουσκωμένα πορτοφόλια με τρύπιες κάλτσες και σαπισμένες ψυχές.

16 χρόνια από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Ο τότε πρωθυπουργός, έφυγε “τρέχοντας” μακριά από την εξουσία έναν χρόνο μετά. Με δική του, συνειδητή απόφαση. Για χρόνια αιωρούνταν φήμες πως το έκανε “απειλούμενος” και διάφορες άλλες απιθανότητες που τον ηρωοποιούσαν στο λαϊκό ιδεώδες. Μιλάμε για τον άνθρωπο που πήρε την χώρα στο “ιστορικό υψηλό” της, το καλοκαίρι του 2004, με μια κοινωνία σε απόλυτη έκσταση, με μια οικονομία που είχε περάσει – με τα greek statistics – κάθε τεστ και δοκιμή για να μπει στην Ευρωζώνη, και που είχε φτιάξει δομές που ονειρευόμασταν για δεκαετίες (αεροδρόμια, μετρό, Αττική οδό στην Αθήνα, Εγνατία, Ρίο-Αντίρριο, και τόσα πολλά υπερχρεωμένα μεγάλα έργα σε όλη τη χώρα) και που τους είχε όλους χαρούμενους και διαθέσιμους. Μόνο που μετά από 11 χρόνια αναμονής μακριά από την εξουσία, το κόμμα του κι οι άνθρωποι του, δεν είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν για καλό όλο αυτό το “κεφάλαιο”. Ήταν στο μυαλό τους “η ευκαιρία τους”. Και με αυτή την λογική λειτούργησαν, σαν ύαινες που βρήκαν φρέσκο πτώμα και πέφτουν να το κατακρεουργήσουν.

16 χρόνια από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Ο υπουργός που προσέλαβε τους περισσότερους δημόσιους υπάλληλους στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ήταν κι εκείνος που είχε την ευθύνη της ασφάλειας και της τάξης εκείνη τη νύχτα. Μαζί με τον υφυπουργό του, τον υπεύθυνο για την αστυνομία και – κυρίως – την αστυνόμευση, πρόσφεραν αμέσως τις παραιτήσεις τους στον Καραμανλή. Αλλά όπως έχουν αποδείξει στην κυβερνούσα παράταξη, η παραίτηση είναι εκτός της λογικής και της πολιτικής ηθικής τους.

Αυτόν τον υπεύθυνο για την προστασία της πόλης, της χώρας και την επιβολή της τάξης εκείνο το τριήμερο που είχε ξεσπάσει πόλεμος πόλεων, τον έβριζαν, τον απειλούσαν και τον κυνηγούσαν, στα γραφεία της Βουλής και του υπουργικού συμβουλίου οι συνάδελφοι του. Η εντολή προς την αστυνομία και τα ΜΑΤ να “προστατεύσουν την Βουλή πάση θυσία” ήταν μια ξεκάθαρη απόδειξη του φόβου που κυριάρχησε μέσα στο κοινοβούλιο εκείνα τα βράδια που η Αθήνα ήταν υπό “κατάληψη οργής”. Οι εικόνες γέμιζαν τις οθόνες, τα σχόλια εξόργιζαν κάθε τάξη, για όσους δεν είχαν βγει στους δρόμους (δηλαδή τους πολλούς), υπήρχαν μόνο λόγοι να τα βάλουν με την κυβέρνηση, με την αστυνομία, ή για άλλους με “τους αναρχικούς και τους μπαχαλάκηδες” όπως βολικά τους βάφτιζαν από τηλεοράσεως, αλλά όλοι συνειδητοποιηούσαν πως η δολοφονία ενός παιδιού εν ψυχρώ από κρατικό όπλο δεν ήταν “απλά η κακιά η ώρα” όπως πάλευε να αποδείξει το κατεστημένο. Ήταν το τέλος του βολεμένου κόσμου μας.

16 χρόνια από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Ο υπουργός που οι συνάδελφοι του και η μισή Βουλή κατηγορούσε για 3 μέρες, προστατεύτηκε. Πήρε πάνω του την ευθύνη μιας απόλυτης ήττας του κράτους, της αστυνομίας, ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος. Με χαμηλό βλέμμα και στωικότητα. Και ανταμείφθηκε γι’ αυτό.

Ο πρωθυπουργός του, αφού οδήγησε την οικονομία και την κοινωνία στα βράχια, πέταξε το τιμόνι και έφυγε άνετος και χαλαρός προς την προστασία της ελληνικής λήθης και της βολικής απόστασης “από τα δρώμενα”. Η κυβέρνηση εκείνη, δεν πλήρωσε ούτε πολιτικά, ούτε ηθικά, ούτε πολύ δε περισσότερο νομικά, κανένα από τα τραγικά της λάθη και τακτικές. Είπαμε, η μνήμη είναι άτιμο πράγμα, και λειτουργεί με βάση το συν-αίσθημα. Και από το 2004 ως το 2009, οι άνθρωποι ζούσαν σε μια φούσκα που συνεχώς μεγάλωνε, αλλά ήταν όλα “ανάλαφρα”. Οπότε κανείς από όσους έπρατταν το “σιωπηλό έγκλημα” δεν φορτώθηκαν ευθύνη.

16 χρόνια από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας βίωσε εκείνο τον Δεκέμβρη μια αξεπέραστη ήττα. Το πιο σπουδαίο και ζωντανό της κομμάτι της εντονότερα’ οι νέοι της. H κρίση, τα μνημόνια, η ηθική κατάπτωση κι η εξαθλίωση που ακολούθησαν δεν ήταν “αποτελέσματα” αυτής της νύχτας. Ήταν οι ανομολόγητοι φόβοι, οι εφιάλτες που δεν ξέραμε πως είχαμε μέσα μας. Κι εκπληρώθηκαν.

Κάθε Δεκέμβρης είναι επικίνδυνη περίοδος για την κυβέρνηση των “α(χ)ριστων” όπως προσπαθούσε μάταια να παρουσιαστεί τόσα χρόνια, γι’ αυτό και κάθε σύλληψη του Νίκου Ρωμανού “δι’ ασήμαντον αφορμήν”, κάθε προκλητικός εισαγγελέας, κάθε κακοποιητής μπάτσος υπάλληλος της Βουλής, κάθε ευκαιρία που βρίσκει ή στην πραγματικότητα κατασκευάζει για να αποπροσανατολήσει την κοινή γνώμη και να μειώσει την έκρηξη που βλέπει να έρχεται, επιβεβαιώνει ακόμα πιο βαθιά αυτό που ξέρουμε. Η κατάσταση στην κοινωνία και στην χώρα δεν αντέχεται, η ζωή δεν έχει καμία σχέση με όσα θέλουμε, και δεν αντέχουμε να ζούμε χωρίς ελπίδες κι όνειρα, αλλά ακόμα περισσότερο με ψέμματα, τέρατα και περιορισμούς.

Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος δεν θα ξεχαστεί κι η 6η Δεκέμβρη θα είναι σταθερά μια υπενθύμιση πως η τερατολαγνεία ενός μέρους της κοινωνίας κι η ανοχή στην εκμετάλλευση κάθε είδους από κυβέρνηση και σύστημα, δεν σημαίνει πως όλοι/ες μας θα μένουμε άπραγοι και πληγωμένοι να παρακολουθούμε την καταστροφή και την εξαθλίωση να εξελίσσεται και να μεγαλώνει. Όσο υπάρχουν θύματα, καταπιεσμένοι κι ανελεύθεροι άνθρωποι σ’ αυτή την χώρα και την κοινωνία, το όνομα του Αλέξη θα είναι σύνθημα επαγρύπνησης.