Να πω την αμαρτία μου, την εποχή του λυκείου την έχω ψιλοδιαγράψει. Ή τέλος πάντων, τη θυμάμαι συγκεχυμένα: κακό πρωινό ξύπνημα, σχολείο, φροντιστήριο, η μάνα μου να φωνάζει, και στο βάθος ένα τέρας μ’ εφτά κεφάλια, που αν ήσουν τυχερός το συναντούσες μονάχα μια φορά στη ζωή σου: οι Πανελλήνιες. Αυτό που θυμάμαι καθαρά ωστόσο από κείνη την εποχή, είναι ότι το σχολείο μου είχε τρομερή ομάδα μπάσκετ. Και βόλεϊ. Διαχρονικά.

Γίνεται να κατακτά ένα σχολείο το πρωτάθλημα μπάσκετ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ; Αμέ, πώς δεν γίνεται! Φτάνει να ‘χει προπονητή τον Πόποβιτς. Ή να ‘χει τρομερό αθλητικό πρόγραμμά. Δεν είχαμε τίποτα απ’ τα δύο. Είχαμε όμως τους καλύτερους παίκτες. Κάθε χρόνο! Για πάρα πολλά χρόνια…

Ε, φυσικά, δεν τύχαινε απλώς οι καλύτεροι μπασκετμπολίστες της Λάρισας να μένουν πάντα όλοι στην ίδια γειτονιά. Κατάφερναν ωστόσο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να πάνε στο σχολείο με την καλή ομάδα. Γιατί αυτή η ομάδα είχε ελπίδες να βγει πρώτη στην Ελλάδα. Κι άρα, να πάρουν όλοι τους έξτρα μόρια για τις Πανελλήνιες!

Κατήγορος: Μα είναι δυνατόν να παίρνει κάποιος προβάδισμα για επιστημονικές σπουδές, απλώς και μόνο παίζοντας μπάσκετ;

Το παράδειγμα είναι αληθινό, κι είναι αυτό που πυροδότησε τούτη την ιστορία: Ένας υποψήφιος (έστω Μ) έχασε την είσοδό του στην Ιατρική το 2017, επειδή κάποιος αθλητής (Α) με λιγότερα μόρια του πήρε την τελευταία θέση της σχολής. Ομολογώ, δεν ξέρω πόσο μικρή ή μεγάλη διαφορά είχαν τα δυο παιδιά. Ακόμη και “με μισό πόντο” ωστόσο, η ιστορία έγραψε: για μια σχολή που έχει στόχο να παραδώσει γιατρούς στην κοινωνία, “ο δρόμος και το πάλεμα και το λιθάρι” κέρδισαν τη χημεία και τη φυσική και τα μαθηματικά. Κόρνα.

Ο Μ ωστόσο διαμαρτυρήθηκε, και το Συμβούλιο της Επικρατείας έκατσε να δει το ριπλέι. Τελικά έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του νόμου που (απ’ το 1992!) δίνει μόρια στους πρωταθλητές των σπορ. Προσωπικά συμφωνώ, όμως αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ούτε νομικές γνώσεις έχω, ούτε και καμιά όρεξη να το παίξω “διαιτητής εξέδρας” στις αποφάσεις του ΣτΕ. Υπάρχει ωστόσο η πλευρά τον αθλητών, και το επιχείρημά της είναι λογικό:     

Συνήγορος: Μπορεί να κάνει κάποιος πρωταθλητισμό και ταυτόχρονα να διαβάζει για τις εξετάσεις;

Δεν χρειάζεται να ‘χεις κάνει πρωταθλητισμό. Αρκεί να ‘χεις περάσει “πανελλήνιες” για ν’ απαντήσεις με σχετική ασφάλεια: Όχι, δεν μπορεί! Ειδικά όταν μιλάμε για σχολές που τα μόριά τους αγγίζουνε ταβάνι, οι εξετάσεις είναι από μόνες τους πολύ μεγάλο ματς. Μια προετοιμασία γεμάτη πίεση, για “ζόρικους τελικούς” τον Ιούνιο. Το λοιπόν, ζητάμε τι; Να κάνει κάποιος πρωταθλητισμό σε δυο αθλήματα παράλληλα;

Χωρίς το πριμ των μορίων, ο υποψήφιος έχει τις εξής δύο ρεαλιστικές επιλογές: ή θ’ αφήσει το άθλημα, ή θα παρατήσει τις πανελλήνιες. Πάει στην ευχή, αν μιλάμε για ποδόσφαιρο και μπάσκετ, μπορεί κάποιος να διαλέξει το όνειρο ενός “καλοπληρωμένου” μέλλοντος. Αν όμως μιλάμε για κολύμβηση; Για κωπηλασία; Ακόμα και για στίβο; Εκεί μάλλον η ζυγαριά θα γύρει προς εξετάσεις μεριά, κάμποσα παιδιά θα πρέπει να βγάλουν απ’ το πλάνο το αθλητικό τους όνειρο, η Ελλάδα να ξεχάσει τις μεγάλες διακρίσεις στα επόμενα χρόνια. Δεν το λες καλό σενάριο, το λες;   

Ο πραγματικός ένοχος: Το ελληνικό σύστημα παιδείας!

Το ζήτημα είναι πως, γι’ ακόμα μια φορά, η Ελλάδα προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα χωρίς να ‘χει διαβάσει καλά την εκφώνηση. Η ουσία δεν είναι οι αθλητές και τα έξτρα μόρια, το πρόβλημα στην πραγματικότητα δεν είναι νομικό. Η ουσία κρύβεται μέσα σε μια φράση, μέσα σ’ ακόμα μια ελληνική πρωτοτυπία: “Στο ελληνικό πανεπιστήμιο το δύσκολο είναι να μπεις! Άμα και μπεις, κάπως θα το τελειώσεις…”.

Δυστυχώς το πανεπιστήμιο στα μέρη μας δουλεύει σαν κλαμπάκι με δύσκολη “πόρτα”. Όμως πόσο καλύτερα θα ‘ταν τα πράγματα, αν αποφάσιζαν οι σχολές να ζορίζουν εκείνες όσους δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να υπηρετήσουν την επιστήμη τους; Τότε δεν θα υπήρχε λόγος να κάνουν οι πανελλήνιες τον πορτιέρη που αφήνει μόνο “τους καλούς” να εισέλθουν στον ιερό χώρο της γνώσης. Τότε δεν θα υπήρχε λόγος να κολυμπάνε στο άγχος παιδιά που έτσι κι αλλιώς τραβάνε ζόρια ενηλικίωσης. Τότε δεν θα είχε κανείς μια ευκαιρία κάθε χρόνο, να κυνηγήσει το μέλλον του. Και τότε, προβλήματα όπως τα μόρια των αθλητών δεν θα ‘ταν πια προβλήματα.