Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ευλογήθηκαν από τις συγκυρίες, ακουμπώντας τη μεγάλη στιγμή και κάνοντας τον εαυτό τους κομμάτι μιας ιστορίας που τους επιτρέπει μέχρι και τα βαθιά γεράματα να κάθονται σε έναν θρόνο κατακτήσεων, από ένα παρελθόν, που οι κραυγές των Μακρονησιωτών δεν σώπασαν ακόμη. Υπάρχουν ακόμη επιζώντες να μοιραστείτε αναμνήσεις Μίκη. Να θυμηθείτε όσα ο Λουντέμης έγραφε, με σκοπό να μην ξεχάσουμε: “Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες… Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη”. Να μη ξεχαστούν εκείνα τα βράδια Μίκη. Τα βράδια που πέθαινε ο Θεός.
Γράφω σαν να ξέρω, ενώ μόνο φαντάζομαι και σχεδόν ντρέπομαι. Σκέφτομαι τον παππού μου Μίκη και σε ευχαριστώ. Θυμάμαι χωρίς τα πόδια του πια, να μου λέει ότι όταν ολόκληρο το σώμα του ήταν μια ανοιχτή πληγή, έσφιγγε τα δόντια του και το μυαλό του ταξίδευε σε σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα. Έφτυνε αίμα από κάθε σημείο που μπορεί να ξετρυπώσει ανθρώπινο υγρό και ούρλιαζε στις σκέψεις του “μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου”. Τον κράτησες ζωντανό Μίκη, κάθε πρωί που πέθαινε. Κάθε βραδύ μαζί με όλους εκείνους που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, σώπαιναν να ακούσουν τις καμπάνες. Σώπαιναν και όσοι ήταν ήδη κάτω από το χώμα. Σώπαιναν Μίκη, γιατί αυτό το χώμα μάτωνε από λίγους για τους πολλούς και ας ήταν ολωνών.
Πότισαν οι μελωδίες σου το μυαλό μου, αναγνωρίζοντας πάντα ότι ποτέ δεν με συγκίνησες όσο ο Ξυλούρης, ξέροντας ότι είσαι πιο λίγος από την αισθητική του Χατζιδάκι. Σε αγάπησε όμως η ιστορία, φυλάκισες για πάντα τη στιγμή, έγινες ένα ιερό τοτέμ που όποιος το ακουμπήσει αποπέμπεται. Για τους Μακρονησιώτες, για το Πολυτεχνείο, για εκείνους που έσβησαν πάνω στους στίχους σου. Γι’ αυτό σε σεβάστηκα και γίνομαι μελό γιατί σου πάει…
Όλα τα παραπάνω, είναι μια ιστορία που την έκανες να μοιάζει ακόμη πιο μακρινή. Τότε, που επιζητούσες να γίνεις αρχηγός του ΚΚΕ Εσωτερικού και που όταν δεν το κατόρθωσες αξίωσες να είσαι υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα. Έπειτα, πήγες στον Ανδρέα να του ζητήσεις να σε κάνει εκπρόσωπο της Ελλάδας στην προσέγγιση με την Τουρκία και μετά στη ΝΔ του Μητσοτάκη για να γίνεις υπουργός, κατηγορώντας τον Ανδρέα για αρχηγό της 17 Νοέμβρη. Στη συνέχεια, έδωσες συναυλίες για τα 80 χρόνια ΚΚΕ, αντιτέθηκες στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, καταλήγοντας να υποστηρίζεις τον Τσίπρα. Η περιπλάνηση σου όμως δεν σταμάτησε εκεί όπως αρκετοί πίστεψαν. Όταν διαπίστωσες ότι ούτε με τον Τσίπρα έμεινες εγωιστικά και μόνο ικανοποιημένος κουτρουβάλησες στους “Παραιτηθείτε-Μένουμε Ευρώπη” και μετά ξανά συναυλία στο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Τίποτα δεν ικανοποίησε όμως το φαντασιακό του “μαχόμενου Έλληνα” που θεωρούσες ότι είσαι ηγέτης και βρέθηκες σε αυτήν τη θλιβερή εξέδρα να εκθέτεις μόνο τον εαυτό σου. Δεν είναι η ηλικίας σου η αιτία αυτής της παρωδίας, είναι το λογικότερο που θα μπορούσε να σου συμβει…
Κανένας πραγματικός αριστερός ούτε θίχτηκε, ούτε θα έπρεπε να πέσει από τα σύννεφα βλέποντας το γελαστό παιδί να σκοτώνεται ξανά από τα χειροκροτήματα ναζί. Αυτοί που απαγόρευσαν τα τραγούδια σου Μίκη, τώρα τα βροντοφωνάζουν με σημαίες ρόπαλα, με χέρια υψωμένα, ξέροντας ότι σε νίκησαν. Τους πήρε κάμποσα χρόνια όμως τα κατάφεραν. Σε έκαναν αδερφό τους, προίκα τους.
“Αδέρφια μου Έλληνες φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι” και ούρλιαξε ο Μουστακλής περισσότερο από το γέλιο του Παττακού. Δεν ξέρω πώς έγιναν όλοι αυτοί αδέρφια σου Μίκη, πάντως καλό είναι να ξέρεις ότι σίγουρα είναι από άλλη μάνα και άλλον πατέρα. Ποιοι είναι οι αναρχικοί, γιατί τους φασίστες τους ξέρουμε. Δεν έχεις τόσο μεγάλη οικογένεια πια, την έχασες στην αθεράπευτη κρίση μεγαλείου σου. Στάθηκες δίπλα σε έναν τύπο που χαιρετά ναζιστικά και ανέχτηκες να σε αποθεώνει ο Σκαλούμπακας. Μίλησες σαν τον πατέρα του λέει Μίκη, σαν το πατέρα του αρχιβασανιστή, εκείνου που έφτυνε μίσος στα τότε αδέρφια σου. Αντέχεις να σε υμνεί ο Κασιδιάρης να γράφει ότι οι ενδιάμεσες στάσεις σου από την Ε.Ο.Ν. του Μεταξά μέχρι και το συλλαλητήριο, διαγράφονται. Οι στιγμές που έχτιζες για να σε θυμάται ο λαός, διαγράφονται…
Μίκη ευτυχώς ακόμη και εσύ δεν μπορείς να αλλάξεις την ιστορία και ας σου χάιδευαν τα αυτιά οι νέοι σου φίλοι. Σε ξεπέρασε όπως όλους τους θνητούς που νιώθουν αθάνατοι. Θυμάμαι πάλι τον παππού μου και σε ευχαριστώ ξανά γιατί κάποια στιγμή γέμισες το κελί του κόκκινο ουρανό. Μα πιο πολύ σε ευχαριστώ γιατί απέδειξες ότι ο άνθρωπος είναι το πιο αναξιόπιστο πλάσμα και που για ακόμη μια φορά έγινες αφορμή να καταλάβω ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι που σεβάστηκαν τους αγώνες τους, δεν έχουμε ανάγκη από ήρωες σαν και εσένα.