Το να διαβάζεις βιβλία σε ένα παιδί, είναι σαν να ζητάς συγχώρεση που μεγάλωσες. Ψιθυρίζοντάς του ιστορίες μπορείς να δεις τους δρόμους των ονείρων του να μεγαλώνουν, λεωφόροι που φωτίζονται, επικίνδυνες στροφές να ισιώνουν. Είναι σαν να αντέχεις να πιστεύεις στον Κεμάλ, στον κόσμο που αλλάζει, στη ζωή που επιμένει να αρχίζει όταν τελειώνει.
Κάτω από ένα αφράτο και ενοχλητικά φούξια πάπλωμα, μέσα σε λευκές γεμάτες μπαλόνια πιτζάμες η Φρειδερίκη της γιαγιάς μου, η Ρίκο του μπαμπά μου, το δικό μου Ρικάκι πάλευε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, μέχρι να κλείσουν τα δικά μου. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε παραμύθια για μικρούς πρίγκιπες και ατσαλένιους ιππότες. Γύρναγε σελίδες μέχρι το καλό να κερδίσει και κατάφερε να μην της ξεφύγει ποτέ, πόσο ψέμα είναι όλο αυτό.
Δεν θυμάμαι σχεδόν κανένα από όλα εκείνα τα βιβλία, όμως ακόμη και σήμερα επιμένει ότι όλα υπάρχουν μέσα μου γι’ αυτό και μπορώ ακόμη και ξεκαρδίζομαι με χαζά αστεία και μου είναι πιο πολύ από αρκετό μια βόλτα στη θάλασσα. Παρόλα αυτά θυμάμαι ότι “Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει”, ήταν εκείνο ακριβώς το βιβλίο που άρχισε να χωρίζει τη ζωή μου σε εποχές βάση των σελίδων που την άλλαξαν μια για πάντα, σαν πυροτέχνημα μιας στιγμής.
Μεγαλώνοντας, δεκάδες βιβλία περνούσαν χωρίς να θέλω να τελειώσουν. Κανένα βιβλίο δεν πήγε χαράμι ποτέ, με την ίδια πάντα αγωνία για το πώς θα αναγνωρίσω τον επόμενο σταθμό, με την ίδια ανασφάλεια μήπως και τον προσπεράσω σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Δεν θυμάμαι πώς έφτασε κάτω από το εφηβικό μαξιλάρι μου ο “Φύλακας στη Σίκαλη”. Καμιά φορά νομίζω είναι ακόμη εκεί, να μου δικαιολογεί ενοχοποιώντας μου κάθε οργισμένο ξέσπασμα, μιας έφηβης που λαγοκοιμάται.
Έπειτα, ήρθε ο Χέμινγουεϊ, ο Μπρεχτ και ο Μπέκετ που σίγουρα κάπου θα σχολιάζουν πόσο εύκολο κορίτσι ήμουν μαζί τους, αφήνοντας τους να κάνουν έρωτα στο μυαλό μου καλοκαίρια ολόκληρα. Βιβλία που κλείνουν και ανοίγουν, κατεβαίνουν από το ράφι και επιστρέφουν σε αυτό κουρασμένα. Όμως, υπάρχουν κάποια λίγα βιβλία που δεν έχουν ράφι. Έχουν μια συγκεκριμένη θέση σε κάποιο κομμάτι του δωματίου που ξεκουράζεται η ψυχή σου. Είναι τα φυλαχτά, είναι η σύνδεση με την αιωνιότητα η ανάγκη να μην είμαστε τόσο πραγματικοί. Είναι εκείνα τα βιβλία που κάποιοι πρόλαβαν να γράψουν, όσα σκεφτήκαμε. Είναι ο Χρόνης Μίσσιος και πέφτει στην καρδιά χειροκρότημα!
Είναι όσα έγραψε αυτά που θα έπρεπε να διαβάζουμε στα παιδιά πριν κλείσουμε το φως του κομοδίνου; Το αερόστατο μιας πολύχρωμης σκέψης, τα φτερά μιας ουτοπίας; Μήπως τους είπαμε πολλά νομίζοντας ότι θα θυμούνται λίγα και δεν τους είπαμε το απλό “Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη”.
Αγχωθήκαμε να τα σηκώσουμε γρήγορα από το κρεβάτι, να τα ντύσουμε καλά να τα στείλουμε να μάθουν γλώσσες και αθλήματα. Τόσο πολύ ξεχαστήκαμε, που δεν τα ακούσαμε να μας λένε ότι “χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”. Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα“. Τα παιδιά σίγουρα θα μπορούσαν να καταλάβουν κάτι τέτοιο…
Έπειτα μεγάλωσα και μεγάλωσες σε σώματα που δεν αντέχουμε, μιας και “το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης”.
Αφού λοιπόν κανείς δεν μας ξύπνησε τότε να δούμε την ανατολή, έτσι “και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε…”.
Βιβλία, παντού υπέροχα βιβλία και εγώ από την εφηβεία ακόμη ορκίζομαι στο Κλειδί που θα είναι πάντα κάτω από το γεράνι. Ακόμη μπορώ να διακρίνω στον τοίχο του παλιού μου δωματίου ότι “ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου”.
Ο άνθρωπος που δεν μπόρεσε να αλλάξει το σύστημα, όμως πάλεψε να μην τον αλλάξει αυτό, είναι πάντα στην πιο ήρεμη μεριά του δωματίου μου. Μαζί με φωτογραφίες αγαπημένων ανθρώπων και ένα κολιέ γεμάτο κοχύλια από καλοκαίρια που σκεφτόμασταν καψαλισμένοι στην άμμο, παίρνοντας λαχανιασμένες από βουτιές ανάσες ότι “η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Και μείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την”…
Δεν είμαστε πια παιδιά όμως:
“Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Απορρίψτε τις σκοπιμότητες”*.
* Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο “Η Έρευνα για την κρίση (2010-2014)” (εκδ. Κέδρος) της Κρυσταλίας Πατούλη.