Έχω υπάρξει άνεργη. Έχουν περάσει από πάνω μου σαν οδοστρωτήρας όλες εκείνες οι στιγμές που ξύπναγα και κοιμόμουν χωρίς να έχω για πουθενά να τρέξω, σε κανέναν να απολογηθώ για το μετρό που πέρασε και δεν σταμάτησε ή και που όταν κοντοστάθηκε δεν είχα κανέναν να με κλωτσήσει αρκετά δυνατά προκειμένου να σφηνώσω και να μη μείνω μισή μέσα-μισή έξω, όπως στη ζωή μου. Σφηνωμένη, να εξέχω!
Έχω δουλέψει επίσης σε διαφορετικά διακοσμημένα γραφεία που όμως με έναν μαγικό τρόπο, όλα είχαν το ίδιο παράθυρο που μου επέτρεπε να βλέπω τη ζωή μου να περνά από έξω και εγώ το είχα διπλά αμπαρωμένο. Με κάμποσους μισθούς έναντι, στο τέλος του μήνα δεν μπορούσα να καταλάβω αν με πληρώνουν ή με χαρτζιλικώνουν.
Από αυτά τα δύο, το χειρότερο ήταν ότι υπήρχε πάντα μια ανατριχιαστική φωνή μέσα μου, που σκάλιζε τις αντοχές και τις ενοχές μου. “Στην εποχή μας το ζητούμενο είναι να έχεις δουλειά, όχι αν περνάς καλά σε αυτήν”, ‘Μπορεί να μην πληρώνεσαι τώρα, αλλά μπορεί στο μέλλον να τα πάρεις μαζεμένα. Να φύγεις, να πας που;”. Άντε τώρα να δεχτείς στα 20 σου τέτοιες μαλακίες, που το μόνο που θες είναι να ανοίξεις όλα τα παράθυρα και να σπάσεις όλους τους τοίχους. Μόνο που αυτή η φωνή είναι εκεί σε κάθε ηλικία, σε μια εποχή που δεν σέβεται ούτε νιάτα ούτε γηρατειά. Απλά αποκεφαλίζει όποιο όνειρο πάει να σηκώσει κεφάλι…
Θα ήταν πραγματικά ευτύχημα αν μιλούσαμε για μια μοναδική προσωπική εμπειρία. Όμως όχι! Οι σκέψεις αυτές είναι κοινές σε εκατομμύρια μυαλά ανθρώπων, χωρίς να κάνουν ούτε ένα μικρό διάλλειμα, πηδώντας τους τη ζωή, χωρίς καν να το ευχαριστιούνται. Τέτοιοι άνθρωποι, σαν εσένα και εμένα μαζεύτηκαν στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα και τις Κυριακές τραγουδάνε για να ξορκίσουν τον φόβο. Άραγε, να φανταζόταν ποτέ άνθρωπος στα χρόνια που πέρασαν ότι στα χρόνια που ήρθαν, ο μεγαλύτερος φόβος μας θα είναι λίγα χρωματιστά κομμάτια χαρτί; Ότι ακόμη χειρότερα, το χρώμα αυτού του χαρτιού, θα μαρτυρούσε το ποσοστό της ευτυχίας μας και ότι για να το κερδίσουμε πρέπει να φτύσουμε κομμάτια της αξιοπρέπειας μας;
Τέτοιοι άνθρωποι, ανόμοιοι μεταξύ τους τραγούδησαν μπροστά μας τις ιστορίες τους, τον τρόπο που δεν αντέχουμε να δουλεύουμε για να ζουμε, γιατί αργοπεθαίνουμε κάθε μέρα. Τον τρόπο που κάποιος σου λέει ότι δεν είσαι αρκετά ικανός για να κινήσεις το σύστημα, το γεγονός ότι δεν χωράς.
Τραγουδάνε για να ξορκίσουν μέσα από τον σαρκασμό τα στερεότυπα, που δεν σταματούν να αναπαράγονται σαν μέδουσα. Κόβεις το ένα κεφάλι και ξεφυτρώνουν δύο. Και συνεχίζεις εκεί, πιστό σκυλί να δουλεύεις, να απολύεσαι, να νιώθεις ανίκανος και να ξαναρχίζεις, λες και έχεις 100 ζωές.
Με ενόχλησε η “Χορωδία Ανέργων”, μου θύμισε ότι κανείς ποτέ δεν είναι ασφαλής. Όχι όμως με τον μικροαστικό ορισμό της ασφάλειας, αλλά με την έννοια του να μην καρδιοχτυπάς αν θα μπορείς να έχεις και αύριο φαγητό για τα παιδιά που σε περιμένουν σπίτι. Με την έννοια του δουλεύω για να ζω και όχι ζω για να δουλεύω να πάρει ο διάολος. Μπορώ να θυμηθώ όλα εκείνα τα πρόσωπα της σκηνής. Τον κύριο με τα μακριά μούσια, την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά και όλους εκείνους που θα συναντήσω στο μετρό, στο φανάρι, σε μια δημόσια υπηρεσία. Όλοι τους έχουν πρόσωπο. Είμαστε πρόσωπα!
Μέχρι τις 3 Δεκέμβρη, μπορείτε να δείτε ιστορίες που σίγουρα σας έχουν συμβεί και ειλικρινά λυπάμαι βαθιά αν είστε στην αρχή ή στη μέση μιας τέτοιας. Να πάτε για να θυμάστε ότι δεν είμαστε ρομπότ. Μπορούμε ακόμη να γελάμε, να περπατάμε στην άμμο, να κάνουμε έρωτα στα ηλιοβασιλέματα, έχουμε ακόμη ανάσες…
Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τους στίχους όσων τραγουδήθηκαν γιατί δεν βρήκαν τρόπο να ειπωθούν, μπορώ όμως να σας πω τις σκέψεις μου όταν αναλογίζομαι πόσο λάθος έχουμε πάρει τη ζωή μας και είναι όλες ένα τραγούδι…