Βρίσκομαι μια ανάσα πριν από τα 30. Μια ηλικία που σου επιτρέπει να έχεις πιστέψει ότι ο κόσμος αυτός μπορεί να αλλάξει αρκεί να το ζητωκραυγάσεις σε κάποιο αμφιθέατρο, που έχει προλάβει να σου δώσει μια ισχυρή δόση ματαίωσης και που ο κύκλος των απογοητεύσεων κλείνει για να ξανανοίξει χωρίς να σε ρωτήσει, με μια αβάσταχτη ελπίδα.

Όπως χιλιάδες της γενιάς μου, βρέθηκα στην πλάτη ενός πατέρα της Μεταπολίτευσης, και για κάμποσους Νοέμβρηδες έβλεπα γαρύφαλλα να στοιβάζονται μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο, κάτω από αφίσες, δίπλα σε σημαίες απομακρυνόμενοι κάθε χρόνο και πιο πολύ από την ιερότητα του χώρου. Με πιο μικρές ιδέες και πιο πολλές σημαίες, κρύψαμε όλους εκείνους τους αγωνιστές που έστησαν τα κορμιά τους μπροστά στα τανκς, για να στήνονται στη συνέχεια μπροστά στις κάμερες κάθε λογής εκδιωγμένος από την ηθική του πολιτικάντης, βγάζοντας λόγους μνήμης μέσα στη λήθη τους.

Κατακόκκινα στεφάνια, Μίκης Θεοδωράκης -πριν βρεθεί ανάμεσα στα τανκς και στον Καραμανλή- και ένα αδιανόητο σπρωξίδι μεταξύ των φοιτητικών συλλόγων που έβγαζαν να μετρήσουν στα τραπεζάκια την αριστεορσύνη τους. Η ΚΝΕ ενωμένη δυνατή να περιγράφει τα γεγονότα λες και ήταν εκεί, η ΠΑΣΠ να βιάζεται να τελειώσει η φάση για να πάει για ποτάρες, αλλά τι να κάνει που έχει τη σημαία και έτσι δεν μπορεί να φύγει από τους πρώτους, σαν κουμπάρα σε γάμο. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που ευχαριστιόσουν να φλυαρείς για τη ψυχοπαθολογία της κοινωνίας μας. Το λάθος λοιπόν ξεκίνησε από τότε που μπήκαμε στο τριπάκι για το σε ποιον ανήκει το Πολυτεχνείο, για να καταλήξουμε σήμερα να μην ανήκει σε κανέναν παρά μόνο σε 50 ανθρώπους που μάλλον νιώθουν πολύ ικανοποιημένοι από την αποκοπή τους από την κοινωνία για την οποία λένε ότι μάχονται.

Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τα πράγματα. Το Πολυτεχνείο ανήκει σε όλους εκείνους που “δεν συμμορφώθηκαν προς τας υποδείξεις”, σε αυτούς που διαμόρφωσαν τους όρους για να υπάρξει. Σε εκείνους που άνοιξαν τις πόρτες στους αλληλέγγυους, που κρέμονταν από τις πόρτες και τα παράθυρα ζωντανοί στόχοι στα όπλα ανώμαλων μυαλών. Ανήκει στους γονείς που είδαν τα παιδιά τους να αμπαρώνονται σε αυτό, ξέροντας ότι μπορεί να μη βγουν ποτέ και τους φώναξαν να μη φοβούνται, να μη λυγίσουν μέχρι τη λευτεριά.

Το Πολυτεχνείο ανήκει στον Καλτεζά, τον Κουμή, την Κανελλοπούλου σε όλους εκείνους που μαύρισαν τα κορμιά τους στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, στα χρόνια που έφεραν την επέτειο της 17 Νοέμβρη. Το Πολυτεχνείο ανήκει στο μέλλον, σε όσους το τιμούν κάθε μέρα με τη στάση ζωής τους.

Το Πολυτεχνείο και το Άσυλο ανήκουν σε όλο τον λαό και όχι σε κάποιους αυτόκλητους σωτήρες που εξαντλούν την παρέμβαση τους στα αδυσώπητα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, με κοκτέιλ μολότοφ τα Σαββατόβραδα. Το γεγονός ότι διαχρονικά οι κυβερνήσεις εκμεταλλεύτηκαν με τον πιο πρόστυχο τρόπο στην κραυγή μιας γενιάς για τα δικαιώματα της, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τέτοιες φασίζουσες συμπεριφορές που μονοπωλούν τον δημόσιο χώρο.   

Αυξημένα τα αστυνομικά μέτρα μετά και την ανεκδιήγητη κατάληψη, με την κυβερνοσιμότητα να μην αναγνωρίζει αντιθέσεις ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Το κράτος έχει συνέχεια και παραμένει μακριά από την κοινωνία, με όποια κυβέρνηση. Το Πολυτεχνείο ανήκει σε όσους το υπερασπίστηκαν από τους φασίστες. Δεν χωράει πορτιέρηδες που τραμπουκίζουν τον λαό να καταθέσει υπόκλιση στη μνήμη του.

Τα κινήματα πρέπει να είναι με την κοινωνία και όχι για την κοινωνία.

Βάλτε τα παιδιά σας στους ώμους και περάστε την πύλη που στέκει εκεί, να δηλώνει την αντίσταση και το πάθος για ελευθερία. Μιλήστε με τους διπλανούς, διαφωνήστε αλλά μην κλείσετε τις πόρτες. Η κοινωνία αυτή φλέγεται και για να πιστέψει ξανά δεν πρέπει κανένας ελεύθερος άνθρωπος να μείνει από έξω. Καλό είναι να θυμόμαστε και να εξηγούμε σε αυτούς που ακολουθούν, ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν γιορτή. Ήτανε εξέγερση και πάλη λαϊκή!