Το πρώτο μου φιλί. Το πρώτο μου μεθύσι. Την πρώτη μου φορά. Την πρώτη μου δουλειά. Τη μέρα που πήρε η ομάδα το ευρωπαϊκό. Τη μέρα που δεν πήρε η ομάδα το ευρωπαϊκό. Την πρώτη φορά που έπαιξα μπουνιές. Την πρώτη φορά που δεν τις άρπαξα, παίζοντας μπουνιές. Τη μέρα που έγινα μπαμπάς  (Θεός φυλάξει! Μπρρρ, τρεμούλα μ’ έπιασε…). Τέλος πάντων, όπως το βλέπω, υπάρχουν επέτειοι που αξίζει να γιορτάζω, κι άλλες που δεν αξίζει. Υπάρχει όμως και μία, που…

…ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ να τη γιορτάζω.

Κάνε ένα γρήγορο search στο μυαλό σου κι απάντα μπέσα: ποια είναι η πιο μέτρια επέτειος στην ιστορία των επετείων; (Όχι, η “μέρα που είδαμε πρώτη φορά αγκαλίτσα το ‘Hμερολόγιο’ και την τάιζα κουλουράκια – καρδούλες στο στόμα και της έτριβα τα ποδαράκια” δεν πιάνεται. Ή έχεις θέματα, ή πρέπει επειγόντως ν’ αλλάξεις κοπέλα. Next…)

Ναι φίλε μου, ναι. Γενέθλια. 

Τι ακριβώς γιορτάζω στα γενέθλια; Τη μέρα που ήρθα στον κόσμο. Ωραία; Πολύ ωραία. ΩΣΤΟΣΟ. 

Τη γέννησή μου, δεν την αποφάσισα εγώ! 

Δεν συμμετείχα, δεν βοήθησα, δεν πρόσφερα τίποτα απολύτως. Οι γονείς μου την αποφάσισαν (μάλλον), παίξανε τη μπαλίτσα τους, η μάνα μου με κουβαλούσε 9 μήνες ολάκερους, και τελικά τρελάθηκε στον πόνο για να σκάσει μύτη στον κόσμο η παρτάρα μου. Και τι ήταν όλο κι όλο που έκανα; Έκλαιγα και φώναζα! Πιο απλά: Στη γέννησή μου, ήμουνα ΠΑΓΚΙΤΗΣ. (Παίρνεις κάθε χρόνο τηλέφωνο τον Γκετσεβίτσιους να του πεις μπράβο για το πεταχτάρι του Πρίντεζη; Ακόμα χειρότερα, θα ‘παιρνες ποτέ τηλέφωνο τη μπάλα;)

Οπότε ναι, είναι τέρμα λογικό, κάθε 13 του Νοέμβρη να παίρνεις τηλέφωνο την κυρά Ρήνη και να της λες: ¨Μπράβο, ωραίο τον έβγαλες το λεβέντη!¨. Εμένα γιατί να με πάρεις; 

Αλλά ντάξει, ξέρεις κάτι; Όκεϊ, θα το παίξω το παιχνίδι. Ξέρω, ξέρω, χαίρεται κανείς που γεννήθηκε. Χαίρεται που είναι στη ζωή. Χαίρεται που μεγαλώνει. Μόνο που, αδερφέ… 

…μετά τα 25, δεν υπάρχει λόγος να χαίρεσαι που μεγαλώνεις! 

Ντάξει, κάποτε είχε πλάκα. Έφτανες ν’ ανάβεις μόνος σου το φως, μετά έβγαζες μουστάκι, μετά έφευγαν τα σπυράκια της εφηβείας (ναι ρε Αγραβάνη, ξέρω, δεν έφυγαν απ’ όλους…), μετά πέρναγες πανεπιστήμιο και μετά… Μετά; Μετά τίποτα, τέρμα η πλάκα. Πάει το φοιτητιλίκι, πάνε οι κραιπάλες, μας τελείωσε η διασκέδαση, να σας βάλουμε λίγα ζόρια που έχουμε φρέσκα;


Αρχίζουν το λοιπόν να πονάνε οι μέσες άμα και παίξεις μπάσκετ, αρχίζεις να κρυώνεις το χειμώνα, να ζεσταίνεσαι το καλοκαίρι… Τρία ψωροπιτόγυρα – κεμπάπ τρως, και θες πια δυο λίτρα σόδα για να κοιμηθείς. Εσύ που κάποτε κατέβαζες δεκάξι κομμάτια πίτσα κι ήθελες κι άλλο. Και βάλε δουλειά, βάλε ανεργία, βάλε άγχη, βάλε σκοτούρες… Και τώρα σοβαρά, τη μέρα αυτή που μου “μετράει τα χρόνια μου”, θες να τη γιορτάζω κιόλας;

Και τελικά: “Ποιος είσαι ρε φίλε; Θα ζήσω εγώ, όκεϊ, αλλά εσένα πού σε ξέρω;”

Γενικότερα, το να μη με θυμάσαι ποτέ, δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Το να με θυμάσαι σπάνια, επίσης. Το να με θυμάσαι όμως, ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΙΑ γαμημένη μέρα του χρόνου, και να ‘χεις την απαίτηση να σε θυμάμαι κι εγώ, αυτό είναι άνω ποταμών.

Κλήσεις, μηνύματα, όλεθρος στο facebook. Κι αφού κάνεις ΕΣΥ τις διερευνητικές ερωτήσεις, ανακαλύπτεις ότι, πέρα από 5-6 φίλους, 10-12 γνωστούς, λίγους κοντινούς συγγενείς και μερικούς ακόμα που τουλάχιστον ξέρεις τι σου είναι, σου έστειλαν χρόνια πολλά: ο 7ος ξάδερφός σου ο Ρούλης απ’ τα Τρίκαλα Κορινθίας, η Λίτσα που έπαιζε μπιτς-βόλεϋ με τη γκόμενά σου όταν ήταν στο λύκειο, η κυρά Τασούλα η πεθερά ενός φίλου σου απ’ το κατηχητικό, κι ο Τάκης ο τραχανάς που πήγαινε στις πορείες του “Συνασπισμού” μπας και χτυπήσει κάνα μωρό μαζί με το σύστημα (αλλά εσύ δεν πήγαινες μαζί του!!!).

 

Το λοιπόν, όχι μάγκα μου, όχι. Δεν μου έστειλες γιατί με νοιάζεσαι. Ούτε γιατί με θυμήθηκες. Μου έστειλες γιατί είμαι μια υπενθύμιση στο κινητό σου, γιατί έτσι σου μάθανε ότι είναι ευγενικό, γιατί έτσι κάνουν όλοι. Κι έτσι που τα ‘κανες, θα τα χρειαστώ τα “Χρόνια Πολλά” σου. Γιατί σε τόσα μηνύματα του “οποιουδήποτε”, θα μου πάρει στ’ αλήθεια πολλά χρόνια ν’ απαντήσω! 

Υ.Γ. Να στέλναμε τουλάχιστον κάνα σοκολατάκι μαζί με τις ευχές; Ναι, ναι, παχαίνει… (Λες και θα με φορτωθούν στην πλάτη, ρε φίλε!)