Αύγουστος 2017, 37 βαθμοί, Αθήνα.
Κάτι η οικογένεια (η προσωπική μου πλέον), κάτι τα γεμιστά (η πιπεριά ειδικά), κάτι τα τζιτζίκια που κάνουν trap και δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους, κάτι αυτά τα χαριτωμένα μπουκαλάκια μπύρας που φεύγουν σαν νεράκι και λίγο η μπαρμπαδοπαλαιολαγνεία μου και βρέθηκα πάλι να ταξιδεύω. Πολυταξιδεμένος μαδαφάκας όπως και νάχει. Ταξίδι με το μυαλό εκεί που δεν δίνω διαβατήριο και λογαριασμό. Κάπου στο χωριό όταν διακοπευόμουν τρεις ολάκερους μήνες. Τρεις μήνες μαδαφάκαζ! Έκλεινε το σχολείο και φεύγαμε.
Μια μέρα πριν ανοίξει γυρίζαμε πίσω. Κατέβαινα από το Lada του πατέρα μου και πέρναγα κάτω από την πόρτα του σχολείου με νίντζα στάηλ λίγο πριν κλείσει και σφραγίσει για πάντα το τέλος των διακοπών. Και ναι! Ήταν και τότε όπως τώρα αυτά τα μεσημέρια του Αυγούστου! Με ζυμωτό ψωμί, φέτα ντόπια και ταψί με γεμιστά. Οι θείοι ανέλυαν ανεπιτυχώς την πολιτική κατάστα και οι θείες πηγαινοέρχονταν με πιάτα και συμβουλές στους άντρες τους. Ο παππούς ο Μήτσος ο Μεντζέλος πατριάρχης και αραχτός στην ξαπλώστρα του να λέει ανέκδοτα και να μας πειράζει και η γιαγιά να προσπαθεί να τον μαζέψει. «Ακούνε τα παιδιά.Σταμάτα». Και ο πατέρας μου να έρχεται μόνο ΣΚ να μας βλέπει, γιατί δούλευε και να επιμένει να διαβάσουμε μαθηματικά μέσα στο καλοκαίρι μπας και γίνουμε Αϊστάηδες.
Δεν με άφηνε θυμάμαι να βλέπω Χαβάη 5-0 γιατί ήταν αργά κι εγώ έπρεπε να κοιμάμαι με τις κότες. Η μάνα μου να μας μιλάει γαλλικά να μάθουμε μπας και στο μέλλον ο Σαρκοζί μας πάρει για καφετζήδες του ή η Μπριζίτ Μπαρντό μας υιοθετήσει. Κι εμείς –τα παιδιά- χωρίς έννοιες να καθόμαστε στη γωνιά μας με μια φετάρα καρπούζι ο καθένας και να πετάμε τα κουκούτσια ο ένας στον άλλο. Πολλές φορές και ολόκληρες τις καρπουζόφλουδες. Και να ωρύεται η γρια Μεντζέλαινα και να δέρνει μόνο τα ξαδέρφια μου γιατί εγώ ήμουν «εγώ ο ξένος» που έλεγε κι ο Στράτος. Μετά οι καρπουζόφλουδες μπαίναν σε σακούλες για να φάνε οι κότες. Ο μικρός ξάδερφος πάντα την πλήρωνε και πήγαινε αυτός να ταίσει τις κότες αφού εμείς την κοπανάγαμε πριν εμφανιστεί η θεία.
Και μετά αραχτός, μια και οι μεγάλοι την έπεφταν για ύπνο, με μια στοίβα κόμικς. Μικυ Μάους, Αγόρι, Μπλεκ, Βαβούρα, Ποπάυ, Περιπέτεια, Σεραφίνο, Τιραμόλα και τα πιο αγαπημένα απ’ όλα Κλασσικα Εικονογραφημένα. Αγορασμένα από το πρακτορείο που είχε και πολλά παλιά τεύχη. Εποχές δύσκολες για τα κόμικς. Θυμάμαι βουλευτή της εποχής να βγαίνει στην τηλεόραση και να λέει «Να λείψουν τα Μικυ ΜάΟΥ από την νεολαία και να διαβάζουν μόνο ωραία αναγνώσματα».
Και κάποια μεσημέρια θυμάμαι τον πατέρα να μου λέει «Πάμε για μπάνιο οι δυο μας. Άσε τις γυναίκες να έρθουν αργότερα» (αυτός ήταν ο κύρης). Και φεύγαμε και πέρναμε τη «ρεμούλκα» όπως την έλεγαν που ήταν για να μεταφέρει τελάρα με λεμόνια. Και ο πατέρας μου την οδηγούσε άθλια γιατί τα χρόνια στην πόλη τον έκαναν να ξεχάσει. Και μου ανέβαιναν τα γεμιστά μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Και φόραγε ένα άθλιο ψάθινο καπέλο και έμοιαζε με βλάχο Ιντιάνα Τζόουνς. Και μου έπαιρνε παγωτό και μετά γκρίνιαζε ότι παχαίνω. Κι εγώ μέτραγα τα παγωτά και τα μπάνια που έκανα. Και οι φίλοι του τον έβλεπαν και του πιάναν την κουβέντα. Και λέγανε για Καραμανλή και Παπανδρέου κι εγώ σκυλοβαριόμουν.
Αλλά μετά μίλαγαν για τον Μάικ Γαλάκο και τον Βασίλη Κωνσταντίνου και αν θα φύγει από την ΑΕΚ ο Αρδίζογλου και είχε κάποιο ενδιαφέρον. Ήταν τα χαρτάκια Panini που μαζεύαμε όλοι και ξέραμε όλους τους ποδοσφαιριστές λες και έπαιζαν στο Σερβάιβορ (χα). Και μετά γυρίζαμε και παιζαμε μπάλα με τα παιδιά του χωριού στο σχολείο και βαζαμε στοιχήματα με κοκα κόλες. Και πάντα μου έσπαγαν τα πόδια γιατί ήταν μεγαλωμένα στο χωριό ενώ εγώ ήμουνα φλώρος της Αθήνας. Και πριν μου σπάσουν τα πόδια πάντα τους πέταγα δυο τρια γκολάκια να θυμούνται ότι και οι Αθηναίοι μερικές φορές έχουν καλό «κουντουπιέ».
Και μετά έρχονταν τα κορίτσια του χωριού ή οι Αθηναίες που παραθέριζαν εκεί. Κι εμείς μέσα στη σκόνη και το σάπιο παπούτσι από το ποδόσφαιρο τρέχαμε στις βρύσες να πλυθούμε πρόχειρα και να χαζοκαλλωπιστούμε μπας και ενδιαφερθεί καμία. Καμία δεν ενδιαφερόταν. Μόνο για έναν λιώναν όλες. Τον πιο βλάκα! Όπως πάντα. Και φεύγαμε και μαζευόμασταν έξω από το καφενείο του χωριού με τα ποδήλατα και σαχλαμαρίζαμε μέχρι αργά. Μετά όλα τα παιδιά Χαβάη 5-0 κι εγώ για ύπνο.
Αύγουστος 2017 με την δική μου οικογένεια πια. Οι περισσότεροι από την παλιά γενιά μας έχουν χαιρετίσει. Η Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική κρίση και όλοι γκρινιάζουν. Εγώ κοιτάζω μία τα γεμιστά, μία την γυναίκα μου, μία το παιδί μου. «Ξέρεις» λέω. «Είμαστε πλούσιοι γενικά. Ζήσαμε απλές όμορφες στιγμές με τους ανθρώπους μας και αν κρατήσουμε μόνο τα καλά μπορούμε να ξαναχτίσουμε με υγεία». Αλλά να κρατηθούν μόνο τα καλά.Τα κακά της παλιάς γενιάς, τα σκουπίδια, οι λαμογιές, οι φόβοι, ο φανατισμός, η αδιαλλαξία και η απαγόρευση να βλέπεις Χαβάη 5-0 στο recycle bin. Είναι τα μπυράκια; Είναι τα γεμιστά; Είναι αυτός ο άτιμος ο Αύγουστος; Οτι και να’ναι με πήγαν και με έφεραν. Σοφότερο; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά ξέχασα να αγοράσω ροζ φλαμίνγκο.
Λοβ γιου ολ Δέλτα Μι