Βρέχει. Και η βροχή είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν 12χρονο. Είναι ό,τι ακριβώς ονειρεύεται ένας πιτσιρικάς που βαριέται πάρα πολύ να διαβάσει για το σχολείο του και παρακαλάει να έρθει το σαββατοκύριακο για να γεμίσει τα γόνατά του με αίμα. Όταν είσαι παιδί, όλα γίνονται ομορφότερα στη βροχή ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι εγώ από την παιδική μου ηλικία.
Κάθε φορά που έβρεχε ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο και κάθε φορά που έπαιζα ποδόσφαιρο ονειρευόμουν ότι ξαφνικά με έναν μαγικό τρόπο έπιανε βροχή, μεταφερόμουν στον τελικό του τσάμπιονς λιγκ και κάπου στο 90 έδιωχνα τη μπάλα πάνω στη γραμμή με ένα τάκλιν μέσα στη λάσπη και έδινα την κούπα στην ομάδα μου.
Φυσικά όταν είσαι σε τόσο μικρή ηλικία, δυστυχώς δεν είναι και πολύ εύκολο να κάνεις πραγματικότητα όλες τις επιθυμίες σου. Γιατί κάπου εκεί έσκαγε η μάνα σου και σε μάζευε πάλι στο σπίτι με το ζόρι ή άρχιζε τα μπινελίκια και έτρεχες μόνος σου για να μη σε κάνει ρόμπα. Αλλά κάτι σε έκαιγε από τότε. Κάτι σου έκανε η βροχή.
Μετά μεγάλωσες λίγο και άρχισες να παίζεις σε ομάδα ή άρχισες να γκομενίζεις ή να βγαίνεις λίγο περισσότερο με το κορίτσι ή το αγόρι σου. Και πάλι ήθελες τη βροχή. Ήθελες να σου έρχεται το νερό στα μούτρα και πάντα άκουγες την ίδια φωνή να σου λέει «ΜΠΕΣ ΜΕΣΑ ΘΑ ΚΡΥΩΣΕΙΣ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥΟΥΟΥΟΥ». Αλλά εσύ πολύ που χέστηκες.
Άσε και εσύ ήσυχο το παιδί αγαπητή μητέρα. Δεν θα πάθει τίποτα αν βραχεί λίγο, δεν θα κινδυνεύσει η ζωή του αν αρρωστήσει και λίγο, ανθρώπινο είναι.
Άφησε το να παίξει στις λάσπες και να εγκαταλείψει έστω και για λίγο το αποστειρωμένο του περιβάλλον που βρωμάει τεχνολογία και καθαριότητα. Δεν θα πάθει τίποτα σοβαρό στο υπογράφω εγώ. Κι εγώ έτσι μεγάλωσα. Ας παρατήσει για λίγο το τάμπλετ και την τηλεόραση. Ας κινδυνεύσει και λίγο δεν χάθηκε ο κόσμος.
Άφησε το να ματώσει, να χτυπήσει, να αποτύχει, να δεις που θα του κάνει καλό όλο αυτό. Δεν το προστατεύεις έτσι. Περισσότερο κακό του κάνεις.
Και τώρα θα πεις, ναι οκ αλλά εσύ δεν έχεις παιδιά πώς μπορείς και το παίζεις έξυπνος σε εμάς που έχουμε; Τι να σου πω, παιδί δεν έχω αλλά έχω υπάρξει παιδί. Και πραγματικά ένιωθα τόσο όμορφα όταν (κατά παράβαση των μητρικών εντολών) έβγαινα στη βροχή και έπαιζα, βούταγα στις λάσπες ή κλωτσούσα τη μπάλα με κοντομάνικο στο κρύο.
Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τα στερεότυπα που αναπαρήγαγαν συχνά οι πατεράδες και έλεγαν «σιγά κι εμείς περπατούσαμε ξυπόλητοι δεν πάθαμε κάτι». Αλλά ρε διάολε, αυτή η γραφικότητα κρύβει μια μεγάλη δόση αλήθειας. Ποτέ κανείς δεν έπαθε κάτι κακό από λίγη περισσότερη ελευθερία, από λίγη περισσότερη ανεμελιά, από λίγο περισσότερο αυθορμητισμό.
Ο Χρόνης Μίσσιος είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξη του: «Τι να κάνουμε; Να ξαναφτιάξουμε την πατρίδα μας. Να ξαναεποικίσουμε τη γη μας. Να ξαναστήσουμε τη γεωργία μας. Έχουμε μια χώρα παράδεισο. Παράγουμε τα πάντα και τόσο εκλεκτά. Να γυρίσουμε στα χωριά μας, να ξαναδεθούμε με τη γη. Να πάνε στο διάολο οι δανειστές και τα χρέη μας. Τι θα κάνουν; Θα μας στείλουν τους πεζοναύτες; Θα υποφέρουμε, αλλά θα υποφέρουμε για μας και ό,τι δημιουργήσουμε θα είναι δικό μας πια.»
Εντάξει, είναι δύσκολο αυτά να γίνουν εν μία νυκτί, αλλά άσε το παιδί σου να έρθει σε επαφή με τη φύση. Ίσως αυτό να είναι το πρώτο βήμα για να δεις κάτι να αλλάζει.
Άσε το παιδί σου να παίξει στη βροχή. Θα συμβάλλει κι εκείνο στην ανάπτυξη του νέου σπόρου. Ποιος είναι αυτός;
Ε όλα εγώ θα τα λύσω;