-Τι γράφουμε σήμερα;

-Γράφουμε κάτι που σίγουρα δεν θα περίμενες να διαβάσεις από εμένα. Γράφουμε πόσο γαμάτο ήταν το κατηχητικό.

-Μα εσύ δεν είσαι άθεος;

-ΚΑΙ ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΑΥΤΟ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ;

(απόσπασμα συνομλιών που υπεκλάπησαν σήμερα το πρωί από το ραδιομέγαρο του Provocateur)

Είμαι ο Νίκος, είμαι καλά, είμαι άθεος, άθρησκος, αγνωστικιστής ή όπως αλλιώς θέλεις πες το και δεν μου αρέσει κανένας να επιβάλλει την πιστή του σε κανεναν. Παρόλα αυτά πήγα στο κατηχητικό και έχω να πω πως έχω μόνο ευχάριστες εμπειρίες και αναμνήσεις από αυτό. Κι ας μην κατάφερε ποτέ να με πείσει για τα της χριστιανοσύνης. Πραγματικά, έχει τόσο μικρή σημασία. Τόσο μικρή…

Μεγάλωσα στα Βριλήσσια, μια πόλη που τη χωρίζει στα δύο ο κεντρικός δρόμος (η Αναπαύσεως). Από την πάνω μεριά της οδού Αναπαύσεως είναι τα Άνω Βριλήσσια (ή Πάτημα για τους παλαίουρες) και από την κάτω είναι τα υπόλοιπα Βριλήσσια που σε έναν μεγάλο βαθμό αποτελούνταν από νέα σπίτια ανθρώπων που επένδυσαν τα φραγκάκια τους για να τα φτιάξουν σε μια ήσυχη περιοχή όπως αυτή. Με λίγα λόγια, πάνω ήταν κατά κύριο λόγο οι παλιοί Βριλησσιώτες και κάτω οι πιο νέοι.

Αυτό βοήθησε στο να γίνουν τα Άνω Βριλήσσια κάτι σαν χωριό. Όλοι οι κάτοικοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, τα παιδιά έβγαιναν στην πλατεία και ήξεραν ποιον θα βρουν εκεί και γενικά αυτή ήταν μια εικόνα που δεν συνηθίζεται σε γειτονιές της Αθήνας. Και επειδή εγώ πήγαινα σχολείο με την πάνω πλατεία, έγινα σχετικά γρήγορα μέλος της αγέλης.

Όλοι οι συνομήλικοί μου πήγαιναν κάθε Σάββατο στο κατηχητικό.

-Πού ρε, εδώ στην Αθήνα;

-Ναι, στα Βριλήσσια.

-Πρώτη φορά το ακούω αυτό για παιδιά της Αθήνας.

(δεύτερο απόσπασμα υποκλοπής, με διαφορετικό συνομιλητή αυτή τη φορά)

Στο σπίτι μου δεν μπορώ να πω ότι ήταν και πολύ φίλοι με τη θρησκεία, οπότε σε γενικές γραμμές δεν με πίεσε κανένας να πηγαίνω στην εκκλησία ή να κάνω τον σταυρό μου ή να προσεύχομαι. Όταν τους ανακοίνωσα λοιπόν ότι θα αρχίσω να πηγαίνω στο κατηχητικό, μάλλον ανησύχησαν.

Άρχισα να πηγαίνω εκεί για λόγους άσχετους με το θρησκευτικό κομμάτι. Εκεί έβρισκα σχεδόν όλους τους συμμαθητές μου, πολλά κορίτσια, κάναμε χαβαλέ, ήταν απέναντι από ζαχαροπλαστείο (χοντρός στην ψυχή από πάντα) και φυσικά, ΕΙΧΕ ΠΙΝΓΚ ΠΟΝΓΚ που οι γονείς μου δεν μου έπαιρναν γιατί δεν είχαμε ούτε λεφτά, ούτε χώρο να το στήσω, ούτε αντίπαλο για να παίξω. Το κατηχητικό μου πρόσφερε όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό.

Περπατούσα 2-3 χιλιόμετρα κάθε Σάββατο γύρω στις 14.00, έφτανα κατά τις 14.30 έξω από την εκκλησία και κοίταζα ύπουλα αν είχε ανοίξει η αίθουσα. Έμπαινα μέσα έβρισκα τους φίλους μου και έπαιζα μέχρι τελικής πτώσης. Πινγκ πονγκ, μπιλιάρδα, ξύλινο ποδοσφαιράκι, αμέτρητα επιτραπέζια, playstation (ναι είχαμε!) και κάποιες φορές κλείναμε τον δρόμο απλώνοντας πράσινη μοκέτα με πλαστικά τέρματα και παίζαμε μπάλα έξω όλοι μαζί. Πώς θα μπορούσε να μη μου αρέσει κάτι τέτοιο;

Κατά τις 17.00 ο παπαΣπύρος μας μάζευε και συζητούσαμε όλοι μαζί κάποια ιστορία που μόλις είχε επινοήσει ο ίδιος ή μόλις είχε διαβάσει από κάποια θρησκευτική πηγή. Εκείνος διηγούταν κι εμείς λέγαμε την άποψή μας για να γίνει μια μεγάλη και όμορφη συζήτηση. Προφανώς όλα αυτά γίνονταν με αφορμή τον Θεό των χριστιανών και με αρχή και τέλος τον χριστιανισμό, αλλά δεν μπορώ να πω πως αυτό μου δημιούργησε πρόβλημα. Γιατί προφανώς σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η καλοσύνη του ανθρώπου που τα αναλαμβάνει όλα αυτά και η διάθεσή του για προσφορά. 

Σήμερα που δεν πιστεύω σε κανέναν Θεό, σε κανένα δόγμα, σε καμία οργανωμένη θρησκεία, πολύ περισσότερο σε κανέναν ιερέα, πολιτικό ή άλλο δημόσιο υπάλληλο, νιώθω την ανάγκη να γράψω πως αυτή η εμπειρία ήταν εξαιρετική και εξαιρετικά διδακτική για μένα για έναν και μόνο λόγο. Επειδή δεν μου το επέβαλλε κανένας και το έκανα για πάρτη μου. Κοινωνικοποιήθηκα, αθλήθηκα, γέλασα, έμαθα, κέρδισα, έχασα, καύλωσα, έπαιξα και έκανα τόσα πολλά που δεν θα είχα κάνει αν επέλεγα να κάτσω στο σπιτάκι μου. Πίστεψα και ξεπίστεψα επειδή εγώ το ήθελα και δεν με ανάγκασε κανένας να κάνω το ένα ή το άλλο.

Μεταξύ μας, το να μη με πρήξουν για αυτή την επιλογή μου είναι ένα από τα (λίγα) καλά που μου πρόσφεραν οι γονείς μου. 

-Και πού θα καταλήγει όλο αυτό ρε;

-Ξέρω γω; Μάλλον στο ευχαριστώ στον παπαΣπύρο που έχει δώσει και την ψυχή του για να γίνουμε καλοί άνθρωποι και καλοί χριστιανοί.

(η τελευταία μίνι υποκλοπή)

Ε, στο δεύτερο κομμάτι δεν τα κατάφερε και πολύ…