Δεν γουστάρει Λάνθμο ο Χρήστος Ξανθάκης.
Θα το πω από την αρχή για να αποφύγουμε τις μαλακισμένες εισαγωγές:
Οι ταινίες του Λάνθιμου είναι άνοστες, τσίγκινες και ξεκούρδιστες. Και θα συνεχίσω, παραφράζοντας τον Hunter Thompson, ότι είναι σαν να τις φτιάξανε κάτι τύποι με κολοσσιαίους εγκεφάλους και μηδενικό σφυγμό. Ε ναι λοιπόν, δώστε του το Όσκαρ του τύπου. Όχι το Όσκαρ σεναρίου όμως, αλλά το Όσκαρ εξυπνάδας, γιατί αυτό κυνηγάνε σε όλο τον “Αστακό” ο δημιουργός με τους συνεργάτες του. Και αυτό προσπαθούν να αποδείξουν. Ότι είναι εξυπνότεροι από όλους μας και όλες μας.
Ακούω ήδη τις φωνές κάποιων ότι τα ανωτέρω τα γράφω από ζήλεια και γιατί εγώ δεν θα κερδίσω ποτέ ούτε το βραβείο της Άνω Κουτσούφλιανης (ούτε καν της Κάτω Ζούλιανης…) και διευκρινίζω: Τα ίδια έγραφα και όταν πρωτοβγήκε στα αθηναϊκά σινεμά η ταινία και πήγα να τη δω στο “Δαναό” για να μην είμαι “έξω απ’ τα πράγματα”. Και είχα, ευτυχώς, τη στοιχειώδη εξυπνάδα να κρατήσω σημειώσεις, τις οποίες και επισκέφθηκα σήμερα για να συμπληρώσω τη μνήμη μου. Και οι σημειώσεις λένε, ότι μοιάζει το έργο να είναι φτιαγμένο με Lego.
Σαν να μην είναι προϊόν έμπνευσης δηλαδή, αλλά προϊόν σκέψης. Πράγμα το οποίο δεν είναι απαραιτήτως κακό, αλλά όταν συνοδεύεται από πληθώρα τρικ και κόλπων προορισμένων να ψαρώσουν τα γίδια αρχίζει και γίνεται ενοχλητικό. Αρχίζει και κουράζει όλο αυτό το πάρτυ της μετανεωτερικότητας (ή του σκέτου “meta” αν θέλουμε να είμαστε πιο προχώ) και της απόλυτης αποστείρωσης. Της εντελώς ειρωνικής ματιάς, τώρα που πέθανε η ιστορία. Της σάτιρας, ας πούμε, των no feelings που είναι και η ίδια φτιαγμένη δίχως καθόλου feelings. Λες και το γράψανε το σενάριο σε εξελόφυλλο…
Τα είπα, ξεφόρτωσα και γράμματα γνωρίζω. Να προσθέσω όμως και μερικά σημεία ακόμη για να μην ξεχνιόμαστε. Το στόρι ας πούμε με την μεταμόρφωση σε ζώο, που είναι ευρηματικό μεν αλλά ξεχνιέται εντελώς μετά από την αρχή της ταινίας. Κάτι σαν το παιχνίδι με τις λέξεις στον “Κυνόδοντα”, που ενώ στήριζε όλο το έργο πήγε βόλτα πολύ σύντομα. Κι αυτό γιατί δεν μπορούν να αντισταθούν οι συντελεστές της ταινίας στην ανάγκη τους και στην αγωνία τους να εκπλήττουν διαρκώς τον θεατή. Να του ρίχνουν στα μούτρα slow motion χωρίς κανένα λόγο (και χωρίς καμία λογική…), να του κοτσάρουν voice over για να ενισχύσουν το δράμα υπονομεύοντάς το (Θεέ μου σώσε με!), να φορτώνουν την οθόνη με σκηνές πρωκτικού σεξ (σοκαριστήκατε ή ακόμη;), να του κλείνουν διαρκώς το ματάκι για το υψηλό, πανύψηλο IQ του φιλμ στο οποίο του επιτρέπουν να παίρνει μάτι. Και να του προκαλούν δικαιολογημένες απορίες βεβαίως γιατί έτσι στο ξεκάρφωτο ακούγονται γαλλικά σε μια σκηνή. Ώσπου βλέπει ότι υπήρχε και γαλλική χρηματοδότηση στον “Αστακό”…
Να σας πω τι μου άρεσε για να τελειώνουμε; Μου άρεσε η ερμηνεία της Rachel Weisz, μου άρεσε ακόμη περισσότερο η ερμηνεία της Léa Seydoux, μου άρεσε πολύ η σκηνή όπου φιλιούνται οι πρωταγωνιστές υπό τους ήχους της κιθάρας (η μόνη που δεν πνίγηκε από εξυπνακισμό) και με εξέπληξε η σκηνοθετική ματιά του Λάνθμου στις σκηνές της άγριας φύσης. Είχα την εντύπωση ότι είναι μόνο σκηνοθέτης εσωτερικών χώρων, αλλά στο δάσος μας έβγαλε τα μάτια. Ίσως θα έπρεπε να το ξαναδεί στο μέλλον, ως καλή ιδέα για κάποιο εκ των επόμενων δημιουργιών του.
Γουστάρει τον Λάνθιμο η Χρύσα Λύκου.
Έχοντας δει πολλές φορές το “Δεν έχει σίδερα η καρδιά μου να σε κλείσει” του Σάκη και το “Δέκα εντολές” της Δέσποινας, κατάφερε να με κάνει να αναζητήσω τον “Κυνόδοντα” μου και να νιώσω εντελώς ανασφαλής με τον καλά οχυρωμένο “Αστακό” (τον οποίο και εγώ παρακολούθησα στον Δαναό).
Ο Λάνθιμος, ράβει κοστούμι και ετοιμάζεται για τη βραδιά των Όσκαρ, έχοντας για παρέα το εντυπωσιακό μαλακόστρακο. Μια ταινία μακριά από το πραγματικό, πραγματεύεται ό,τι πιο αληθινό. Τις ανθρώπινες σχέσεις, τα συναισθήματα και ένα μάλλον δύσκολο σύστημα αξιών. Πραγματεύεται την αγάπη των ανθρώπων, μέσα από ένα σκοτεινό μελλοντολογικό παραμύθι και πως αυτή συνδέεται με τη συντροφικότητα και τη μοναξιά.
Τα μοναχικά άτομα της ταινίας, φυλακίζονται με το άγχος ότι αν δεν καταφέρουν να ζευγαρώσουν θα μετατραπούν σε ζώα και θα μεταφερθούν στο Δάσος. Δεν είναι ικανά να συνυπάρξουν με τα ζευγάρια που ζουν ελεύθερα στην πόλη. Απέτυχαν να βρουν σύντροφο, οπότε η κοινωνία τους θεωρεί αποτυχημένους.
Μέσα από τον “Αστακό”, τίθεται το ερώτημα πως ορίζεται η επιτυχία και η αποτυχία. Μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος για να είναι σε μια σχέση και γιατί τελικά όλη αυτή η υπερπροσπάθεια για να μην είμαστε χωρίς ταίρι; Όλη η ταινία υπόκειται σε κανόνες και εκεί κρύβεται το ζουμί. Η ανελευθερία μας δεσπόζει είτε στην πόλη είτε στο δάσος, έχοντας πρώτα ιδρυματοποιηθεί σε όποιο ξενοδοχείο.
Πρόκειται για μια συγκεκριμένη ταινία, με δική της φωνή και οπτική. Η υπέροχη ατμόσφαιρα αβεβαιότητας σε όλη την ταινία, την κάνει κωμική και ενοχλητική παράλληλα. Οι ερμηνείες είναι τουλάχιστον αξιόλογες ενώ η μουσική της ταινίας είναι απλά ΑΛΛΟΥ. Δραματικές μελωδίες ακούγονται σε σκηνές που δεν συμβαίνει τίποτα το φοβερό, ενώ ρομαντικοί ήχοι αντηχούν σε αστεία στιγμιότυπα. Έτσι, η συναισθηματική προσέγγιση του θεατή παύει να είναι μονόδρομος. Αττίκ, Δανάη, Σοφία Λόρεν και δεν συμμαζεύεται…
Απίθανη Rachel Weisz, συμπληρώνει την ομορφιά του Δάσους. Το τέλος, αφήνει την ελευθερία στον θεατή να λυτρωθεί, με όποια εκδοχή γουστάρει.
Αρνητικό για εμένα αποτελεί το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ταινίας σε προετοιμάζει για ένα μεγάλο βήμα, μια βουτιά στα βαθιά η οποία όμως τελικά δεν γίνεται. Σαν να το φοβήθηκε το τέλος, σαν να μας το φυλάει για την επόμενη…
And the winner is…