Λίγο πριν το 2017 μας αφήσει χρόνους (παίρνοντας μαζί του τη μισή κοινωνία), η βελόνα του παλιού ραδιοφώνου συντονίζει ολόκληρο τον πλανήτη στην ίδια συχνότητα. Εκατομμύρια λαμπιόνια ανάβουν, καθώς η μυρωδιά από ζαχαρωτά βουτηγμένα σε μέλι και καρύδια, μοιάζει με κρούστα πάνω από τη γη, κάνοντας τους άλλους πλανήτες να σκάνε από τη ζήλια τους! Γράμματα φεύγουν για τη μακρινή Καισαρεία, εκεί που εργάζονται ξωτικά με μυτερά καπέλα και πονηρά χαμόγελα. Eκεί που το αφεντικό τραβά κορδέλες και “λαδώνει” ταράνδους. Εκεί που τα γράμματα, κρύβουν ψυχές και ελπίδες.
Εμείς και ο Άγιος Βασίλης! Ίσως η πιο ειλικρινής σχέση που είχαμε ποτέ. Ένα γράμμα εξομολόγησης που ακόμα και αν δεν έλεγες αλήθειες, τουλάχιστον δεν έλεγες ξεδιάντροπα ψέματα. Ένα γράμμα που δεν ξεχνούσες να ζητήσεις δώρο για τον αδελφό, που λίγο πριν σου είχε ανοίξει τη μύτη και εσύ έκλαψες, μέχρι να γελάσεις ξανά. Όταν ο Άγιος Βασίλης “χάθηκε”, φρόντισαν όλοι οι καλοθελητές να μας τον φέρουν πίσω. Έτσι λοιπόν, ο κόκκινος στρογγυλός τύπος συχνάζει στο Σύνταγμα, καβαλάει πόνυ, πίνει με στυλ γνωστό αναψυκτικό και δείχνει σέξι σε μηνιαία περιοδικά. Αν λοιπόν ο Άγιος Βασίλης αρνείται να μας αποχωριστεί, τότε γιατί σταματήσαμε να του στέλνουμε γράμματα; Τι άλλαξε από τότε και οι μικρές αλήθειες έγιναν μεγάλα ψέματα; Ποιος, στα αλήθεια, φοβάται τον Άγιο Βασίλη;
Σε μια χώρα που μοιάζει με το “Norman Atlantic”, καίγοντας τους πολίτες της από κάτω και ρίχνοντας τους με δύναμη νερό από πάνω, χωρίς παρόλα αυτά να σβήνουν οι φλόγες, ξεχάσαμε να ζητήσουμε ένα δώρο για τον “αδελφό” μας, ξεχάσαμε να μοιραζόμαστε, τα λίγα που μας περισσεύουν. Ξεχάσαμε να απλώσουμε το χέρι για να ζεστάνουμε μια καρδιά, να πιάσουμε δυο ώμους και να υποσχεθούμε ότι όλα θα πάνε καλύτερα. Μετατρέψαμε τα δώρα, σε χρωματιστά χαρτονομίσματα, τη ζωή μας σε ασπρόμαυρες στιγμές…
Γίναμε καλοκουρδισμένες μηχανές, κρυσταλλώνοντας συναισθήματα που δεν μπορούμε να αντέξουμε. Άνθρωποι κοιμούνται κάτω από θλιβερά στολισμένα δέντρα της Αθήνας, που βγαίνει γυμνή στην ανάπτυξη και στις αγορές ψάχνοντας κάποιον να σκεπάσει την ντροπή της. Συνηθίσαμε τον πόνο, τα παιδιά στα φανάρια, τις κακοποιημένες πόρνες. Συνηθίσαμε να συγκρίνουμε τη ζωή μας με κάποια χειρότερη, για να ανακουφίζουμε τη θλίψη μας. Συνηθίσαμε να κλείνουμε τα μάτια, ανοίγοντας τις τηλεοράσεις.
Ο Άγιος Βασίλης είναι εδώ και έρχεται πάντα τα μεσάνυχτα. Κάθεται δίπλα σου, ενώ εσύ μεθάς γουλιά-γουλιά καθισμένος σε ένα παράθυρο και με την ανάσα σου θολώνεις το τζάμι. Κρατάει το γράμμα που είχες γράψει χρόνια πριν με άθλια γράμματα και δακρύζει γιατί δεν μπόρεσε να μείνει ζωντανός στην καρδιά σου. Δεν κατάφερε να σε πείσει, ότι τη ζωή αξίζει να τη ζεις μόνο όταν αγαπάς και νοιάζεσαι. Όταν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα φορές, θα φέρει στον νου σκηνές που λησμόνησες, δημιουργώντας τις πλαστές ανάγκες σου. Θα δεις ανθρώπους στην ουρά για ένα κομμάτι ψωμί και μετανάστες στον βυθό της θάλασσας. Έναν πατέρα που παρακαλάει για τα φάρμακα του παιδιού του, μια γυναίκα που κλαίει στην άκρη του δρόμου. Βλέπεις ανθρώπους που κοίταξες, αλλά ποτέ δεν κοντοστάθηκες να δεις.
Εκείνος πρέπει να φύγει, χωρίς να έχει τίποτα να σου αφήσει πια. Ο σάκος του είναι μικρός για τα μεγάλα που φαντάστηκες και μεγάλος για αυτά που δεν αντέχεις. Και ενώ ετοιμάζεται να σφηνώσει στην καμινάδα από όπου εμφανίστηκε, σου θυμίζει ότι ο χρόνος πάντα κυλά, περνά και χάνεται. Ποτέ δεν ξέρεις μέχρι πότε μπορείς να επανορθώσεις, μέχρι πότε μπορείς να προσποιείσαι ότι αδιαφορείς.
Όταν το πρωί ξυπνήσεις, σε ένα κλαδί του δέντρου, θα δεις έναν φάκελο για σένα. Ένα σημείωμα που σου ζητά να διαδοθεί και σε έναν χρόνο από τώρα θα επιστρέψει για να πάρει απάντηση σε μια ερώτηση, που θα σου χαρίσει τη λύτρωση. Μια απάντηση, στην ερώτηση:
“Άραγε κοκκινίζεις ποτέ για την τόση ευτυχία σου;”