Δεν στα ‘πανε καλά μου φαίνεται.
Η ιστορία, ξεκινάει απο πιo παλιά. Δεν θα την κόβεις και θα την ράβεις στα μέτρα σου και κατά πως σε βολεύει. Δεν θα πιάσουμε τα ντεφάκτα σήμερα 9.11, για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη, αλλά 28 χρόνια πιο παλιά. Από εκείνο το βράδυ που οι φασίστες του Μουστάκια με τις σβάστικες κυνηγούσαν Εβραίους από το Βερολίνο ως τη Βιέννη κι έκαιγαν βιβλία. Εξού και η ανορθογραφία των ημερών μας, να τα λέμε κι αυτά. Τα αίσχη τούτα, υπέπεσαν στα ώτα και τα όμματα των κόκκινων επαναστατών που έμεναν λίγο πιο ανατολικά. “Δεν μπορεί να μας αντιγράφουν τόσο ξεδιάντροπα” είπε ο Μόλοτωφ, που ήθελε να κάνει μήνυση για κλοπυράιτ της “Μεγάλης Εκκαθάρισης”, αλλά η AΕΠΙ δεν είχε εφευρεθεί ακόμα.
Από εκείνο το κρυστάλλινο βράδυ λοιπόν, οι κόκκινοι επαναστάτες αποφάσισαν να κλείσουν το φασισταριό σ’ ένα συρμάτινο κλουβί. Όπως κι έγινε…
Πέρασαν χρόνια και ο πανδαμάτορας χρόνος άνοιξε κάποιες τρύπες στο κλουβί. Από αυτές, 2,5 εκατομμύρια πλανεμένοι από τον καπιταλισμό πέταξαν μακριά από την κόκκινη μητέρα και μπήκαν εθελοντικά στο κλουβί. Τι κι αν έκανε περιπολίες η καημενούλα η Στάζι. Τι κι αν τα εξηγούσε ωραία ο μουσάτος στο μυθιστόρημα που είχε γράψει εκεί στο φτωχικό διαμερισματάκι που το έτρωγε η υγρασία του ποταμού, το βρώμιζε ο καπνός από τα πούρα και το δόξαζε η αναδιανομή του πατρικού πλούτου προς τις εταίρες. Τίποτα, της γης οι πλανεμένοι, στο κλουβί. Και εγένετο ΤΕΙΧΟΣ αψηλό, με ζώνη ουδετέρου χρώματος που δεν πείραζε τα όμματα αλλά όλα τα υπόλοιπα όργανα. Να διαφυλάτει τον παράδεισο από τους “πρώην ανθρώπους”.
Γιατί σε ρωτώ: Οταν το κράτος φροντίζει, τι και πόσο θα φας, τι θα διαβάζεις, τι θα βλέπεις, τι θα ακούς, τι θα πιστεύεις, που θα μένεις και γενικά ότι σε προβληματίζει, χωρίς φόρους! τότε τι είναι; Παράδεισος! Κι εσύ που τον απαρνείσαι, αχάριστος.
Ενας θρύλος λέει ψέματα ότι το τείχος έγινε γιατί φοβόταν ο Γ.Γ. (όχι ο ΓΓ του Χ ούτε ο ΓΓ του Σ) της ΛΔΓ τη μοναξιά. Αυτά όμως είναι κακοήθειες των νοσταλγών των κρυστάλλων. Το μόνο που σου ζήταγε ο παράδεισος ήταν να προωθείς προς νουθεσία τον διπλανό σου. Αν δεν το έκανες, απλά πήγαινες ισόβια τιμωρία με τους υπόλοιπους αχάριστους. Το μόνο…
Και πέρασαν χρόνια, σχεδόν 50. Και οι έγκλειστοι του τείχους ντρέπονταν όλο και περισσότερο που δεν τους έπαιζαν τα παιδιά της διπλανής γειτονιάς. Και ντρέπονταν για την πλάνη που ζούσαν. Και γίναν τέρμα ξεδιάντροποι, με αστραφτερά αμάξια και κοακόλες σε κουτάκια και τζιν παντελόνια και μέταλ μπλούζες και γιε-γιε-γιε και ράστα μαλλί και εκλογές και πολυπολιτισμός και γενικά πιο πολύχρωμη αλλα μην ξεχνάμε, πλανεμένη αντίληψη για τη ζωή.
Και σαν να μην έφτανε αυτή η ξιπασιά, κάλεσαν τα ξαδέρφια από το δίπλα στενό να σαλτάρουν το τείχος της ντροπής (κατάλαβες τώρα γιατί ονομάστηκε έτσι ε;) για ένα δίτερμα. Το ματσάκι δεν έγινε γιατί υπήρξε φόβος για επεισόδια με τους μεταφερόμενους οπαδούς. Την πλήρωσε το τείχος. Λαμπόγυαλο τα έκαναν αυτοί που δεν είχαν συνηθίσει την κοροϊδία στον παράδεισο. Αν δεν με πιστεύεις, να, κοίτα.