Τοποθεσία Άγιος Νικόλαος, οδός Αχαρνών. Βγαίνω από το διαμέρισμα και μπαίνω στο ασανσέρ. Την ίδια στιγμή μαζί μου, μπαίνει και η γειτόνισσα από την Ινδία κρατώντας σφικτά από το χέρι την μικρή της κορούλα. Μου λέει, “Καλημέρα” με σπαστά ελληνικά κι ευθύς κατεβάζει το κεφάλι από ντροπή. “Καλημέρα” της απαντώ με αμηχανία.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ψάχνω στην υποδοχή της πολυκατοικίας για να βρω ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ. Κάπου ανάμεσα σε ξένα και δύσκολα στην προφορά ονόματα, βλέπω και το δικό μου.

Ξεκλειδώνω την κεντρική πόρτα και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι έχω ξεμείνει από μανταλάκια. Πετάγομαι μία στο “μπαμ” στο διπλανό μαγαζί με είδη πρώτης ανάγκης. Μία ξανθιά κυρία γύρω στα 40-45 που έχει το μαγαζί, μου δίνει το πολύτιμο κουτί και με λίγο καλύτερα ελληνικά από τη γειτόνισσά μου -αν και σπαστά- χαμογελάει και μου λέει “καλή σου μέρα παιδί μου…

Άλλη μια μέρα στα πολυπολιτισμικά Πατήσια, όπου όλοι είμαστε ξένοι, μόλις έχει ξεκινήσει.

 

Πιάνω να ζωγραφίσω τα παιδιά μες στην πλατεία.

Μια φωτογραφία που δημοσίευσε ο χρήστης Δημοσιοκάφρος (@nickraptis2) στις


Μα καλά; Έχεις τρελαθεί; Πού πας να μείνεις; Μέσα στους Πακιστανούς και τους Αλβανούς;
Αναθρεμμένος σε επαρχία (στα ‘χω ξαναπεί παλιότερα) λογικό είναι και να μεγαλώσω με στερεότυπα και προκαταλήψεις για τους “ξένους”. Όχι τόσο από το σπίτι μου, αλλά από το σχολείο, όταν οι καθηγητές έσπαγαν πλάκα με τα επίθετα των Αλβανών συμμαθητών μου, αλλά και στο δρόμο όπου τα ρατσιστικά σχόλια για το χρώμα και την προφορά έδιναν και έπαιρναν. Επομένως, βλέποντας και κρίνοντας καταστάσεις πρόλαβα και τις απέβαλλα από μέσα μου από μικρός. Αλλά ξέρεις τώρα, μια προκατάληψη παραμένει προκατάληψη.

Κι έτσι, πολλοί συγχωριανοί -και μη- στο άκουσμα ότι θα μένω πλέον δίπλα στον Άγιο Παντελεήμονα φρίκαραν. Το μόνο που άκουγα ήταν λέξεις όπως: Ληστείες, εγκληματίες, ξένοι, ξένοι, ξένοι… Όμως, από τη μέρα που άλλαξα γειτονιά, οι εικόνες που συνάντησα ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές που άκουγα στο χωριό.

Αυτή είναι η πόλη μου μας. 
Κατευθύνομαι στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, η οποία είναι ακριβώς κάτω από το σπίτι μου. Το μίγμα μικρών παιδιών που συναντώ (τα περισσότερα συνομιλούν σε διαφορετική γλώσσα) κολλάει τόσο όμορφα με αυτό των ηλικιωμένων που αράζουν στο παραδοσιακό καφενείο ή στα παγκάκια (και βρίζουν από το πρωί έως το βράδυ τον Τσίπρα) που σε κάνει να αναρωτιέσαι “γίνεται να ζήσουμε χωρίς την πολυπολιτισμικότητα;“. Και η απάντηση είναι μία και μόνο: μα, φυσικά και όχι.

Πιάνω το κινητό για να φωτογραφίσω την πλατεία, αλλά ένα μικρό κοριτσάκι από τη Συρία (γύρω στα 7) με τραβάει από την μπλούζα, με σταματάει, με κοιτάζει αγριεμένο και μου φωνάζει “Κύριε, κύριε, γιατί βγάζεις φωτογραφίες το σπίτι μου;“. Προσπαθώ να τις εξηγήσω, όμως πριν προλάβω να τελειώσω την πρότασή μου, μου ζητάει το κινητό μου για να δει αν έχει βγει ωραία στη φωτό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μαζεύονται και οι φίλοι της, ώστε να ποζάρουμε όλοι μαζί σαν παρέα. Γιατί στην τελική, όλοι είμαστε (ή νιώθουμε) παιδιά από διαφορετικούς πολιτισμούς, με διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικά “πιστεύω” που απλά μας ένωσε μια πλατεία. Η δική μας πλατεία. Γιατί αυτά τα παιδιά, όσο κι αν αδυνατούν κάποιοι στενόμυαλοι να το καταλάβουν, συνθέτουν ένα παζλ το οποίο ομορφαίνει την εκάστοτε περιοχή. Και γιατί πίστεψέ με, όταν αυτά τα “κωλόπαιδα” και οι γέροι πάνε για ύπνο, το μέρος νεκρώνει και μετατρέπεται και πάλι σε ένα μέρος γεμάτο από παλιές και άχρωμες πολυκατοικίες.


Μεταφερόμαι λίγα βήματα πιο πάνω στην Αχαρνών. Εδώ, οι συζητήσεις έξω από ένα ινδικό μαγαζί (μυρίζει φανταστικά) είναι έντονες, αν και δεν καταλαβαίνω Χριστό από αυτά που λένε. Περνάω από μπροστά τους και αντί να μου την πέσουν, έτσι όπως λένε τα στερεότυπα, εκείνοι διακόπτουν την κουβέντα και χαμογελούν. Έπειτα από μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου συνεχίζουν να γκαρίζουν και πάλι.

Στα σκαλάκια της πολυκατοικίας αράζουν τέσσερις τύποι και σπάνε πλάκα μεταξύ τους. Όσο ξεκλειδώνω την πόρτα προλαβαίνω και πιάνω ένα “τσίφσα ροπ” (σου γαμώ το σόι) που λέει ο ένας στον άλλον. Κλειδώνω και ταυτόχρονα θυμάμαι το Αλβανικό μπινελίκι που μου ‘χε μάθει ένα φιλαράκι μου στο δημοτικό. 

Βλέποντας, λοιπόν, όλες αυτές τις μαγικές εικόνες καθημερινά, καταλήγω σ’ ένα συμπέρασμα και μόνο. Στον ορισμό δηλαδή της Πολυπολιτισμικότητας.

Ο όρος Πολυπολιτισμικότητα (multiculturalism) δηλώνει τη συνύπαρξη σε μια κοινωνία ποικίλων κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά εθνικά-εθνοτικά και πολιτισμικά στοιχεία. Η πολυπολιτισμικότητα παραπέμπει στην αμοιβαία αποδοχή, στο σεβασμό και στην προαγωγή πολλαπλών πολιτισμών με βάση τη δημογραφική σύνθεση ενός πληθυσμού μιας χώρας.

Επομένως, ξέρεις τι πιστεύω; Ότι η κοινωνία μας θα πάει μπροστά μόνο όταν εμπεδώσουμε ότι από την ανάμειξή μας με έναν διαφορετικό πολιτισμό έχουμε μόνο να κερδίσουμε. Πόσο μάλιστα όταν αυτόν τον πολιτισμό τον κουβαλούν μαζί τους άνθρωποι πονεμένοι, όπως τα εγγόνια αυτών που ήρθαν το ’22 από τη Σμύρνη και πλέον συζητάνε στα καφενεία ή τα παιδιά αυτών που ήρθαν από τη Συρία και πλέον παίζουν μπάλα στις πλατείες.