Φοβάμαι ότι η σχέση μου με την ποίηση δεν θα προχωρήσει ποτέ πέρα από μερικά σκόρπια ποιήματα με τα οποία μπορεί να κολλάω, αλλά πάντα για λίγο.

Ή πέρα από κάποια λεπτά βιβλιαράκια που θα παίρνω απ’ τα βιβλιοπωλεία από περιέργεια και ως συμπλήρωμα στα 2-3 “κανονικά” βιβλία (τα μυθιστορήματα εννοώ “κανονικά”).

Και γι’ αυτήν την ανολοκλήρωτη σχέση θέλω να κατηγορήσω κάποιον άλλον και όχι εμένα.

Και βρήκα ποιον. Θα κατηγορήσω το σχολείο.

Είναι η πιο εύκολη λύση, έτσι δεν είναι;

Όταν θυμάμαι πως μας δίδασκαν την ποίηση τότε, αντιλαμβάνομαι ότι έχουν εντυπωθεί 2 αλήθειες (εντελώς ψεύτικες) μέσα μου, που δεν ξέρω αν θα μπορέσουν ποτέ να διαγραφούν απ’ το λογισμικό μου.

1. Δεν μπορείς να καταλάβεις την ποίηση από μόνος σου

Πώς στο διάολο μπορεί ένα παιδί 15-16 χρονών να αγαπήσει την ποίηση, όταν ο ίδιος ο καθηγητής, ακόμα και αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, το κάνει να νιώθει καθυστερημένο;

Για παράδειγμα, διαβάζει ένα ποίημα με 10 στίχους και σε κάθε στίχο, ο καθηγητής του δίνει από 2 νοήματα. Σύνολο, 20 νοήματα σε δέκα στίχους.

Πολλά δεν είναι;

Και θα ήθελα να ρωτήσω: έχει βγάλει κανένα manual ο κάθε ποιητής που να εξηγεί τι σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ η κάθε λέξη του;

Δεν αμφιβάλλω ότι οι αναλύσεις των ποιημάτων είναι παρμένες από το έργο ανθρώπων που έχουν μελετήσει βαθιά τη δουλειά του κάθε δημιουργού.

Ωστόσο, το να πρέπει να δεχτείς ότι το κάθε ποίημα έχει μία και μόνο αλήθεια, συγκεκριμένη, να κάτσεις να στην καρφώσουν στο μυαλό και μάλιστα να εξεταστείς πάνω σ’ αυτήν, δεν είναι λιγάκι τραβηγμένο;

Ή για να το θέσω πιο ορθά: δεν είναι εντελώς έξω απ’ το πνεύμα της ποίησης;

Υποτίθεται ότι για να την καταλάβεις πρέπει να φύγεις από την κυριολεξία των λέξεων, από αυτό που σε έχουν διδάξει οι κανόνες της συνηθισμένης επικοινωνίας. Όταν όμως σε αναγκάζει ο καθηγητής να δεχτείς ότι η λέξη ή η έκφραση σημαίνει ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ αυτό που θα σου πει, τότε δεν σου δίνει μια καινούργια “κυριολεξία”; Έναν νέο επικοινωνιακό περιορισμό;

Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά σε αναγκάζει να γειώσεις αμέσως το ποίημα από τον κόσμο της αισθητικής εμπειρίας, στην καθημερινότητα και στους τετριμμένους κανόνες της επικοινωνίας.

Επίσης, αν διαβάζεις ένα ποίημα και πρέπει εκείνη τη στιγμή να απογυμνωθείς από τις εμπειρίες σου για να το καταλάβεις, που είναι το νόημα σ’ αυτό;

Πώς θες διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικά βιώματα να καταλάβουν το ίδιο;

Για πάραδειγμα, πάρε αυτήν την στροφή του Καρυωτάκη απ’ το ποίημα “Μόνο”.

“Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σαν μάτια
και σαν να μου γελάνε”.

Πώς θες κάποιος που έχασε έναν δικό του άνθρωπο πρόσφατα να καταλάβει το ίδιο με έναν άνθρωπο που έχασε τον έρωτα της ζωή του;

Ή κάποιος που έχει παραιτηθεί απ’ τη ζωή να καταλάβει το ίδιο με κάποιον που ψάχνει από καπου να πιαστεί; 

Κάνοντας στην άκρη το βίωμα, την λογική ή την αισθητική, η ποίηση καταντά ένα αποστειρωμένο ανέκδοτο.

2. Η ανάγνωση ποίησης δεν είναι απόλαυση, είναι απαραιτήτως μια βαριά πνευματική εργασία

Από τη στιγμή που πρέπει να στην εξηγήσει κάποιος ή να διαβάσεις επιπλέον 30 σελίδες για να καταλάβεις ένα ποίημα δύο στροφών, δύσκολα η ανάγνωση μπορεί να χαρακτηριστεί “απολαυστική”.

Καταρχάς, το να απαιτεί κάτι επιπλέον πνευματικό κόπο δεν είναι κακό από μόνο του, δεν σημαίνει πως ό, τι κάνουμε πρέπει να είναι μια ανάλαφρη μορφή διασκέδασης.

Αλλά να μην την απολαμβάνουμε; Γιατί;

Αν σε βάζουν να διαβάζεις την ποίηση σαν να διαβάζεις μια δυσνόητη πρόζα, πού στο διάολο είναι η μαγεία τότε; (την ψάχνεις σε τραγούδια που εκεί ο δάσκαλος δεν μπορεί να στη χαλάσει).

Όταν δείχνεις στο παιδί ότι η ποίηση δεν μπορεί να του δημιουργήσει συναίσθημα απλά και μόνο με την αλληλουχία των λέξεων, ακόμη και αν δεν καταλάβει το τελικό νόημα, πώς περιμένεις να την αγαπήσει;

Γιατί να μην μπορεί απλά να την απολαύσει ως μία καλλιτεχνική/αισθητική εμπειρία και να δει την γλώσσα ως μία εικόνα ή ως ένα παιχνίδι;

Σκέψου και το άλλο τώρα:

Φαντάσου στην τάξη να σε έβαζαν να βλέπεις ταινίες, όχι ιδιαίτερα “βαριές”, ας πούμε κάποιες του Κιούμπρικ. Και κάθε δέκα λεπτά να πάγωναν την εικόνα για να σου εξηγήσουν “γιατί εδώ το πλάνο είναι έτσι, τι θέλει να πει εδώ ο πρωταγωνιστής με το βλέμμα του ή με την ατάκα του”.

Καταλαβαίνεις πόσο εύκολο είναι να σε κάνουν να μισήσεις ακόμη και την επικότερη ταινία και να μη θες να ξανασχοληθείς μαζί της;

Το μάθημα της ποίησης, δεν θα έπρεπε να είχε στεγνή παράθεση του “τι θέλει να πει ο ποιητής”, αποστήθιση και μετά εξέταση. Το σχολείο θα έπρεπε να διδάσκει έναν “μηχανισμό” για το πώς θα έπρεπε να διαβάζουμε και εν τέλει να προσεγγίζουμε την ποίηση. Και μετά το θέμα να παίρνει μία αυστηρά προσωπική τροπή.

Κάποιος είχε πει ότι η ποίηση είναι ένα παζλ, του οποίου όμως του λείπουν κάποια κομμάτια και τα οποία πρέπει να τα κατασκευάσεις και να τα προσθέσεις εσύ… Μέσα απ’ την αισθητική σου, τα συναισθήματά σου, την εμπειρία σου και την αντίληψή σου.

Βλέπεις, κάθε ποίημα χρειάζεται ένα κομμάτι του εαυτού σου για να θεωρείται ολοκληρωμένο και κανένας δάσκαλος δεν μπορεί να στο δώσει αυτό.