Ο Ντίλαν άξιζε το Νόμπελ λογοτεχνίας, όπως το αξίζουν και άλλοι δεκάδες δημιουργοί εκεί έξω. 

Το θέμα είναι τι ακριβώς θέλει να πει η Σουηδική Ακαδημία με αυτήν την κίνηση που μοιάζει περισσότερο συμβολική, παρά ουσίας.

Μια κίνηση η οποία εξυψώνει ένα έργο του λαϊκού πολιτισμού ή αν προτιμάτε το καταναλωτικό τραγούδι δίπλα στο έργο του Έλλιοτ και του Νερούδα.

Οι Σουηδοί Ακαδημαϊκοί έμοιαζαν άκαμπτοι τόσα χρόνια απέναντι σε έργα λαϊκής τέχνης και μαζικής κατανάλωσης.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα, η λογοτεχνία του φανταστικού, τα κόμικς, όλα αντιμετωπίζονται ως δεύτερης διαλογής λογοτεχνία και σνομπάρονταν.

Ανάλογα αντιμετωπίζονταν και οι στιχουργοί.

Ποτέ κάποιος απ’ αυτόν τον χώρο δεν σήκωσε την κούπα.

Ο Μαρκούζε έλεγε ειρωνικά ότι “το κλείσιμο της μη επιστημονικής κουλτούρας στον εαυτό της, μπορεί να προφυλάξει το τελευταίο καταφύγιο στο οποίο ξεχειμωνιάζουν ξεχασμένες ή απωθημένες αλήθειες και εικόνες”. Και η Σουηδική Ακαδημία έμοιαζε σαν να έκανε ακριβώς αυτό για δεκαετίες.

Και ξαφνικά ΜΠΑΜ!

Το βραβείο πάει σε έναν τραγουδοποιό, τον μεγαλύτερο εν ζωή καλλιτέχνη των 60s μαζί με τον Paul McCartney, κατά τη γνώμη του γράφοντος.

Γιατί;

Νομίζω, ότι μεταξύ άλλων, η Ακαδημία περνάει τρία σαφέστατα μηνύματα με αυτήν την επιλογή:

1. Το εκφραστικό όχημα δεν προηγείται του περιεχομένου
Η ποίηση είναι ποίηση, είτε κάποιος σου την τραγουδήσει, είτε βγει στο μπαλκόνι και την φωνάξει στους περαστικούς, είτε την απαγγείλει με μια λύρα, όπως εικάζεται ότι έκανε ο Όμηρος. 

Η Ακαδημία μοιάζει να καυτηριάζει την παθητικότητα της επανάπαυσης σε ένα προκαθορισμένο και τάχα στέρεο και άκαμπτο μοντέλο ερμηνείας της ανώτερης τέχνης, που δεν λαμβάνει υπόψη της τα πραγματικά μέσα έκφρασης.

2. Ωστόσο, το εκφραστικό όχημα μεταλλάσεται και αυτό δεν μπορείς να το παραβλέπεις
Φαντάζεσαι μια μέρα έναν μπλόγκερ που ανέβαζε τις μικρές του ιστορίες αποκλειστικά στο ίντερνετ να παίρνει Νόμπελ;

Ή κάποιον που έγραφε τα μικρά του στιχάκια μόνο στο Twitter ή στο Facebook;

Ε, λοιπόν καλά θα κάνεις να αρχίζεις να το φαντάζεσαι.

Η Σουηδική Ακαδημία κατάφερε μετά από 60-70 χρόνια να παραδεχτεί ότι η ποίηση δεν κρύβεται μόνο μέσα στα βιβλία, αλλά μπορεί να βρεθεί και στο περιεχόμενο ενός δίσκου.

O Αντόρνο είχε πει ότι “η κουλτούρα με την αληθινή σημασία της λέξης, δεν προσαρμόζεται απλώς στα ανθρώπινα όντα. Την ίδια στιγμή εγείρει μια διαμαρτυρία εναντίον των απολιθωμένων σχέσεων, κάτω από τις οποίες ζουν”.

Και μια τέτοια “απολιθωμένη σχέση” είναι και η σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού.

Στα 60s, ήρθαν οι δίσκοι των 33 στροφών που έφεραν τα “ολοκληρωμένα άλμπουμ” για να την αναμορφώσουν και να την αναπροσδιορίσουν.

Τα μουσικά άλμπουμ με 10-12 τραγούδια δεν υπήρχαν από πάντα, αυτά τα άρτια έργα ποπ κουλτούρας εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με το πρώτο άλμπουμ του Ντίλαν το ’62. Και μέσα από εκεί η ποίηση βρήκε τον χώρο να παντρευτεί με το τραγούδι όπως ποτέ στο παρελθόν.

Σήμερα, λοιπόν, τα νέα οχήματα λογοτεχνικής έκφρασης τα φέρνει το ίντερνετ και μέσα σ’ αυτά είναι και τα διάφορα social media. 

Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι η φωνή ενός απόντος κόσμου και η Ακαδημία δείχνει να έχει αρχίσει να το αντιλαμβάνεται.

3. Η ποπ κουλτούρα έχει επηρεάσει περισσότερο την κοινωνία απ’ το έργο οποιουδήποτε συγγραφέα ή ποιητή
Οι Σουηδοί Ακαδημαϊκοί ίσως τελικά να ντράπηκαν και να σταμάτησαν να συμπεριφέρονται ως θεματοφύλακες μίας άπιαστης καλλιτεχνικής έκφρασης για τον μέσο άνθρωπο. 

Σε μια συζήτηση που είχα με έναν σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα (ακούγεται εντελώς ψωνίστικο, αλλά κάπως πρέπει να το αναφέρω και αυτός ήταν ο πιο ταπεινός τρόπος, συγγνώμη ειλικρινά), όταν τον ρώτησα από πού εμπνεύστηκε ένα συγκεκριμένο διήγημά του, μου είπε από ένα Video Game. Τόσο απλά. Στη συνέχεια μου είπε πόσο αστείο του είναι να διαβάζει συνεντεύξεις άλλων συγγραφέων και να αναφέρουν ως μοναδικές τους επιρροές τα βιβλία, τη στιγμή που και αυτοί, όπως όλοι μας, ερχόμαστε πιο συχνά σε επαφή με τη μουσική, τις ταινίες και άλλα στοιχεία της ποπ κουλτούρας.

Όσα βιβλία και να έχεις διαβάσει, οι στίχοι που θα έχεις ακούσει θα είναι πάντα περισσότεροι. Και όταν πάρεις μολύβι και χαρτί είναι πιο πιθανό ο λόγος σου να θυμίζει Πυξ Λαξ παρά Ελύτη. Και αυτό είναι ένα κακό παράδειγμα και κάτι πολύ δυσάρεστο αν σου συμβεί, βέβαια, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

Τελειώνοντας, λοιπόν. 

Ο Ντίλαν έχει πουλήσει σχεδόν 100 εκ. δίσκους παγκοσμίως. 

Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι κλασικό γνώρισμα των προϊόντων της μαζικής κουλτούρας είναι να σε αποδεσμεύουν από τον πνευματικό κόπο και να σε οδηγούν προς τη δημιουργία μιας τεχνητής σκέψης, ο Ντίλαν μόνο αυτό δεν έκανε. 

Αντίθετα, σε έκανε να πονοκεφαλιάζεσαι για το βαθύτερο νόημα των στίχων του ή απλώς να απολαμβάνεις το αισθητικό τους μεγαλείο.

Περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε αν αυτή η βράβευση ήταν απλά μία παραφωνία ή αν όντως άνοιξε το κλειστό επάγγελμα του “λογοτέχνη νομπελίστα”.