Σαν σήμερα κηδεύετηκε ο Στυλιανός Παττακός, ένας συνειδητοποιημένος βιαστής της δημοκρατίας μέχρι τα 104 του χρόνια. Δυσκολεύομαι να γράψω την παραμικρή λέξη για αυτόν τον κακούργο, αυτήν τη διαρκή πηγή ανεκδότων και βλακωδών ρήσεων, που χρησίμευαν μόνο για να εντυπωσιάζει ημιμαθείς ανθρώπους.
Ο σκοπός όμως των όσων γράφω, είναι για το αν ο θάνατος, μπορεί να ξεπλύνει τα εγκλήματα μιας αισχρής ζωής. Και τι είναι ο θάνατος φίλε; Ασυλία; Συγχωροχάρτι; Ποιος νεκρός δικαιώνεται; Ο Παττακός ή ο Μουστακλής; Και οι δύο δεν γίνεται.
Για τη μνήμη όσων “πέταξαν” από χέρια υπανθρώπων, θα μπορούσε να μιλήσει ο Χρήστος Ρεκλείτης. Να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τη φάλαγγα και το ξερίζωμα των νυχιών του με τανάλια. Θα μπορούσε να θυμηθεί το ηλεκτροσόκ στα γεννητικά του όργανα και να μας πει πως ο Μουστακλής, μετά από χτύπημα στην καρωτίδα έπαθε εγκεφαλικό, προκαλώντας του παράλυση των δεξιών του άνω και κάτω άκρων.
Αφήνω αυτό εδώ:
Τι είναι στα αλήθεια η συνείδηση;
Μια πλεξούδα είναι, ένα σχοινί φτιαγμένο από λουρίδες ανθρώπινο δέρμα. Με αυτήν κάτι τύποι σαν και του λόγου του, δένουν χειροπόδαρα τους δυνατούς. Νομίζουν ότι τους εξευτελίζουν, όταν τους χτυπούν και αυτοί φωνάζουν “Βάρα”.
Τι έκανε και δεν δίνουμε δεκάρα για το πως μιλάνε για αυτόν;
Πολλά γράφτηκαν για το κατά πόσο είναι “σωστό” να μιλάμε άσχημα, να βρίζουμε, να λέμε τη λέξη “ψόφο” ή “σκατά” για κάποιον που δεν ζει πια. Θα αστειεύεστε! Προσωπικότητες που εκτέθηκαν αυτοβούλως στη ζωή μας, αφαιρώντας σαν ζώα σε ζούγκλα τα σπλάχνα των άλλων, με μόνο στόχο το ξερίζωμα των ιδεών τους, δεν χαίρουν της παραμικρής μεγαλοσπλαχνίας μας.
Πόσο “χριστιανικό” είναι να βρίζεις έναν νεκρό;
Μπορώ να αντιληφθώ το φόβο μερικών ότι κάποιος από εκεί ψηλά σας βλέπει και μπορεί να σας κρίνει αυστηρά αν διαπράξετε μια τέτοια ύβρη, αλλά γενικά μη φοβάστε. Οι περισσότεροι από αυτούς που χτυπούσαν μέχρι λιποθυμίας ανθρώπους, το έκαναν κάτω από τις εικόνες αγίων. Με το ίδιο χέρι που έστυβαν το αίμα των άλλων, έκαναν το σταυρό τους χωρίς να ματώνει η ψυχή τους.
Και σπάραζαν οι μανάδες, έκλαιγαν οι αδερφές, δάκρυζαν οι κοπέλες για τα αλυσοδεμένα νιάτα. Και θέλω να ακούσω εσάς που λέτε ότι δεν μπορώ να μιλάω άσχημα για ένα νεκρό. Αλήθεια το θέλω! Να υπερβώ τη φύση μου, να διώξω την οργή μου, να στερέψει ο φόβος μου ότι κάποιοι βρίσκουν αλήθειες σε τέτοιες κτηνωδίες ακόμη και σήμερα.
Δεν μετάνιωσε όσο και αν μεγάλωσε!
Ο Παττακός, έφυγε τυφλός κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέχρι το τέλος, κανένα ουρλιαχτό δεν τάραξε τον ύπνο του. Θα έκανε το ίδιο αν μπορούσε ξανά και ξανά. “Όσοι χάθηκαν, ήθελαν και τα έπαθαν” δήλωσε. Αυτός ήταν ο σεβασμός που είχε απέναντι στους νεκρούς.
Μπορώ να σου εξομολογηθώ ότι την είδηση του συγκεκριμένου θανάτου την πέρασα σχεδόν σιωπηλή. Σκέφτηκα για πρώτη φορά πόσο θα ήθελα να υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Ευχήθηκα να πάει στον παράδεισο! Ανάμεσα σε ελεύθερους ανθρώπους που θα γελούν δυνατά, θα χορεύουν γυμνοί δείχνοντας κάθε χαρακιά, κάθε μαστίγωμα, κάθε τρύπα στην καρδιά τους. Και θα τραγουδούν και θα δακρύζουν! Θα μπορούν να τον συγχωρέσουν. Αυτόν και όλους σαν αυτόν. Έτσι μόνο θα καούν, με μια μελωδία από το Ακορντεόν του Λοΐζου…