“Όχι, να μη γράψεις κείμενο αποχαιρετισμού. Μπορεί να μην κάνει καλό στο σάιτ και θα φανεί ως αυτοπροβολή”, μου είπε η Λώρα.

Αδερφέ, περιμένω κειμενάκι αποχαιρετιστήριο. Γουστάρουμε ο ένας με την πάρτη και την επιτυχία του άλλου και δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα”, μου λέει μία μέρα αργότερα ο Ντόκος.

Και κάπως έτσι, ακροβατώντας στις συμπληγάδες Αμόρε-Εργοδοσίας, τα έβαλα κάτω και σκέφτηκα πως μπροστά στο ενδεχόμενο να γράψω το τελευταίο μου κείμενο στο Provocateur, τύφλα να ‘χουν τα 5 λεπτά κρεβατομουρμούρας. Ένα κείμενο βγαλμένο από τα μέσα μου, λοιπόν, ένας απολογισμός για αυτούς τους 27 τρελούς κι υπέροχους μήνες. 

Θα το γράψω λοιπόν το μπαγάσικο…

Η αλήθεια είναι πως όταν πρωτομπήκα στα γραφεία της Φραγκοκκλησιάς τον Ιούνιο του 2014, γνωρίζοντας μονάχα την περιπτωσάρα ανθρώπου και αρθρογράφου που ακούει στο όνομα Χρήστος Ξανθάκης, ήμουν μαγκωμένος. Η προσπάθεια είχε ξεκινήσει μερικούς μήνες πριν από τους Φροίξο Φυντανίδη και Γιώργο Πράτανο, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους αποφάσισαν να συνεχίσουν σε άλλα μέσα. Τη θέση του ενός, αναπλήρωσε ο γράφων, του άλλου ο Τάσος Θεοδωρόπουλος. Με την αρωγή της Τσόλκα, του Ξανθάκη, του Παναγιωτόπουλου, της Παλαιτσάκη, του Φάκαλου, της Πιμπλή, της Σαράιχα, της Καλοφωτιά, το Provocateur απέκτησε σιγά-σιγά μια υπολογίσιμη αναγνωστική μάζα, η οποία, ωστόσο, αρκετά απείχε από το να αγκαλιάσει το λεγόμενο “αντρικό κοινό” όπως όριζε η αρχική στοχοθεσία.

Και μετά, και μετά;

Οι μήνες πέρασαν, συνεργάτες ήρθαν κι έφυγαν κι απέμεινα για κάποιο χρονικό διάστημα να το παλεύω ουσιαστικά μόνος. Γνωρίζοντας πως το φυντάνι που ακούει στο όνομα Νίκος Μπόβολος – είχαμε γνωριστεί από σπόντα μερικά χρόνια πριν –  έχει να προσφέρει σε ένα σάιτ του οποίου ο τίτλος είναι ταμάμ για τον μοναδικό 24χρονο συντάκτη του σύμπαντος με “μπιφτέκι”, τον έμπασα σιγά-σιγά στο εγχείρημα. Παρά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε ευθύς εξαρχής να δοθεί ολοκληρωτικά σε αυτό, καθώς η κύρια απασχόλησή του ήταν άλλη, με τον καιρό ταυτίστηκε και σιγά-σιγά άρχισε να δίνει το στίγμα του.

Και κάπου εκεί, συμβαίνει… Πέτρος Ντόκος!

Ο 31 χρονος που μοιάζει αλλά (λέει ότι) δεν είναι χιπστεράς, μπήκε φουριόζος μια μέρα στα γραφεία, με σκοπό να πάρει στις πλάτες του το project. Η αλήθεια είναι πως ο τύπος έχει το χάρισμα της μεταδοτικότητας και το ταλέντο να σε κάνει κοινωνό όλων όσων οραματίζεται. Ξέρω πως θα ξενερώσει με το κοπλιμάν αλλά δεν γίνεται να το αφήσω στην απ’ έξω: όσα χρόνια βρίσκομαι στο χώρο δεν έχω ματαδεί τέτοια περίπτωση επαγγελματία. Τυχεροί όσοι συνεργάστηκαν, συνεργάζονται κι ενδέχεται να συνεργαστούν μελλοντικά μαζί του. Τελεία.

Από τις πρώτες μας συζητήσεις, “κλείδωσε” το πού θα πάει το πράγμα: ένα ανδρικό σάιτ, το οποίο θα κλείνει το μάτι και στις γυναίκες (τι σόι “αντρικό” θα ήταν αν δεν το έκανε άλλωστε;). Μία σελίδα πρωτογενούς κι εμπειρικού περιεχομένου που θα (προσπαθήσει να) κάνει τη διαφορά, χωρίς εξυπνακισμούς και ξερολισμούς, χωρίς κατευθυντήριες και τάσεις προς την αυθεντία. Χιούμορ, προβληματισμός, έμπνευση, συντροφικότητα. Πάνω σε αυτούς τους άξονες θα πατούσαμε και θα πορευόμασταν. 

Τα τρία μας λοιπόν ξεκινήσαμε. Και έναν χρόνο πριν περίπου, τέτοια εποχή, σκάει μύτη (μεταφορικά και κυριολεκτικά) ο Ραπτάκος για πρακτική. Έχοντας αποφοιτήσει από την ίδια σχολή δημοσιογραφίας με τον Μπόβολο, τον γνώρισα και αφού με διαβεβαίωσε για τα οπαδικά του αισθήματα, τον πρότεινα στον Πέτρο, ο οποίος και έδωσε το τελικό ΟΚ για να μπει στην Provo.Gang. Το προσωρινό της πρακτικής, διαδέχθηκε το μόνιμο της συνεπέστατης του παρουσίας και κυρίως της διάθεσης που έδειχνε να πιάσει – μόλις στα 20 του χρόνια-  την ευκαιρία από τα μαλλιά και να ζήσει το YOLO του σε ένα δημοσιογραφικό περιβάλλον που δεν έχει σκοπό να του ρουφήξει το αίμα, αλλά να του μάθει όλα όσα έχει διαθέσιμα.

Το μεγάλο μπαμ, η μεταγραφή που ήρθε να ταράξει όχι την ησυχία των γραφείων μας – είναι πιο ήσυχος και από τα 5 δευτερόλεπτα που προηγούνται του “Χριστός Ανέστη”, λέμε- αλλά την ίδια την ιντερνετική πιάτσα, ήταν αυτή που έφερε εις πέρας ο Πετράν: Κώστας Μανιάτης. O τύπος που πήρε από την πρώτη μέρα και δικαιωματικά τη φανέλα με το νούμερο 10, το alter ego του Λεφπάπ, o Θηβαίος που εκτιμά τη Θήβα μία στάλα λιγότερο από ότι ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο άνθρωπος εκείνος που κάνει χιούμορ όταν όλοι οι υπόλοιποι απλά το προσπαθούν. Ήρθε, που λέτε, και ο κατά λάθος Θηβαίος κι έδεσε το γλυκό.

Τα φέραμε από ‘δω, τα φέραμε από ‘κει…

Κι όχι μόνο έδεσε αλλά και φούσκωσε. Το Provocateur, μέρα με τη μέρα, άρχισε να μεγαλώνει, να ακούγεται στα διαδικτυακά παρεάκια, να εμπνέει, να προσφέρει χάβαλο και τροφή για σκέψη. Και το πενταμελές παρεάκι στα γραφεία να καμαρώνει. Kαι να σκύβει κεφάλι ταυτόχρονα. Και να προσπαθεί να φτάσει στο επόμενο σκαλοπάτι προτού καν σκεφτούν οι υπόλοιποι να σηκώσουν το δικό τους πόδι. Κι αν τα νούμερα της επισκεψιμότητας αρμόζουν στους λάγνους των εμπορικών, κάθε Δευτέρα στο μίτινγκ η δική μας η λαγνεία αφορούσε στη χαρά για το τάδε μήνυμα που μας ήρθε, για τη δείνα καλή κουβέντα που ακούσαμε. Για εκείνο το σχόλιο σε κάποιο ποστάρισμα που μας γέμισε το μάτι και στράβωσε το χειλάκι μας ελαφρώς προς τα πάνω. Μπέσα τώρα: Δεν είχαμε μεγαλύτερη πρέζα από την δική σας καλή κουβέντα. 

Μέσα σε έναν μόλις χρόνο, προσπαθήσαμε, δοκιμάσαμε, αλλάξαμε, πρωτοτυπήσαμε, αποτύχαμε, ξαναδοκιμάσαμε. Δεν ξέρω αν εν τέλει πετύχαμε, έχω όμως την αίσθηση πως κάτι κάναμε διαφορετικά. Με τον Πέτρο, με τον Κώστα, με τους Νικολάδες, με τους εξωτερικούς συνεργάτες που στάθηκαν συνεπέστατα και μάχιμα πολυεργαλεία.

Και τώρα που κλείνω την πόρτα της Φραγκοκκλησιάς για να ανοίξω μια νέα, άγνωστη και προκλητικά όμορφη πόρτα, βλέπω να στέκεται μπροστά μου η κουφάλα η Χαρμολύπη ντυμένη στα καλύτερά της. Να με τσιγκλάει που αφήνω πίσω μου τα αέφια του Provocateur και να με ενθαρρύνει την ίδια στιγμή για το αυριανό ξεκίνημα. Δεν έχω ιδέα πως να την αντιμετωπίσω. Μάλλον θα κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα: Θα φαφλατίσω μέχρι να την “ψήσω” να επισκέπτεται κατά το ήμισυ μονάχα και όσο πιο συχνά γίνεται τις τυπάρες που άφησα πίσω από την πόρτα να μου φωνάζουν “καλή τύχη ρε Ρυπινιώτη!”.

Καλή τύχη και σε εσάς, ρε παλίκαροι…