Το λοιπόν, ακούστε να δείτε:
Εμάς που μας τραβολογούσαν από μικρά σε κάθε απίθανο χωριό γιατί “σήμερα θα έχει την Σοφία Κολλητήρη και τον Κώστα Σκαφίδα, ντροπή να μην πάμε, μας έχει καλέσει και η θεία σου” έχουμε συνδυάσει το πανηγύρι με ΜΑΡΤΥΡΙΟ. Και αυτό δεν θα αλλάξει τώρα που μεγαλώσαμε, ό, τι και να κάνετε (ρωτήστε και τον Φρόιντ). Οπότε ως παιδί που έχει κακοποιηθεί ψυχολογικά σε πανηγύρια, γυρνάει το μυαλό μου με όλη αυτήν την “πανηγυριώτικη φάση” των τελευταίων χρόνων.
Από πότε έγινε κουλ μωρέ να λέτε, ειδικά εδώ στην Αθήνα, “αχ εγώ έχω πάει σε πανηγύρι, ναι, και έχω χορέψει κιόλας και θα πάω και αυτό το καλοκαίρι”. Και επειδή παράλληλα, βλέπω τον τελευταίο καιρό μία υπερπροβολή κάποιων “εκλεπτισμένων πανηγυριών” σε Ικαρίες, Νάξους κτλ, ήρθα για να σας μεταφέρω την ωμή αλήθεια. Τα πράγματα δεν είναι έτσι και ειδικά όσους δεν ξέρετε από ορίτζιναλ χωριά, ΣΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΝ.
Τα κανονικά πανηγύρια, αυτά που γίνονται σε κάθε χωριό της Βοιωτίας, της Ρούμελης, της Εύβοιας κτλ, ΕΙΝΑΙ ΑΘΛΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΕΙΝΑ και ειδικά οι πρωτευουσάνοι που δεν είχατε χωριά να επισκέπτεστε κάθε καλοκαίρι, ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΑΝΤΕΧΑΤΕ ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ. Εκτός κι αν στο αμάξι ακούτε όλη μέρα Ράδιο Μπλάκμαν, που ok τότε, εγώ πάω πάσο και εσείς να πάτε εκεί και καλά να περάσετε.
Οπότε, αφήστε με να σας δώσω την εικόνα, αφού τα κακοποιημένα τραγούδια που μπορείτε να βρείτε στο YouTube δεν σας φτάνουν.
Πανηγύρι σημαίνει ένα άκυρο αρμόνιο που κάποιος ευφάνταστος το χρησιμοποιεί ως μπουζούκι, εκτός ρυθμού και πραγματικότητας. Πανηγύρι σημαίνει ντράμερ που κοιμάται, κιθαρίστας με βλέμμα “εγώ Ντηπ Περπλ ακούω, αλλά έχω και δυο παιδιά να μεγαλώσω”, κλαρινίστας που θεωρεί τα αυτιά σου διακοσμητικά και ένας τραγουδιστής 30 χρόνια μεγαλύτερος απ’ την αφίσα που είδες κολλημένη έξω απ’ το σχολείο του χωριού.
Ο ήχος είναι κάτι παραπάνω από άθλιος, έχει αυτό το “έκο έκο έκο”, που μπορεί να κάνει και τη Στέλλα Μπεζεντάκου, αλλά και τον Παβαρότι να ακούγονται το ίδιο χάλια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πανηγυριώτικο είναι και το πιο δημοκρατικό ηχοσύστημα, αυτό που τους εξισώνει όλους, αλλά προς τα κάτω, αυτό που τους σπρώχνει ανελέητα προς τον πάτο.
Οι καλλιτέχναι τραγουδάνε μέχρι το πρωί, ώρες ατελείωτες, οπότε καταλαβαίνεις ότι μετά από ένα σημείο απλώς μιλάνε. Όταν μάλιστα καταλάβουν και ότι οι μπαρμπάδες από κάτω έχουν γίνει λιάρδα, τότε γεια σας κύριοι, ΓΕΙΑ ΣΑΣ, δεν λένε ούτε μία λέξη ολόκληρη.
Ο Νούμερο 2 του πανηγυριού είναι ή ο βιολιτζής ή ο κλαρινίστας, αναλόγως ποιος έχει κάνει μεγαλύτερο όνομα οργώνοντας για περισσότερα χρόνια τα ίδια χωριά ξανά και ξανά. Αυτοί συνήθως είναι καλοί οργανοπαίχτες, αλλά και πάλι είναι τόσο άθλια η ακουστική του γηπέδου, σχολείου ή ταβέρνας που γίνεται το λάηβ, που απλά θα πίνεις μπίρες μέχρι να σταματήσεις να αισθάνεσαι το περιβάλλον γύρω σου.
Ακόμα και επί πασοκάρας η αθλιότητα των πανηγυριών ήταν παροιμιώδης… Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι ένα καλοκαίρι είχα περάσει καυτό τριήμερο γλέντι ως 13χρονος, αφού στο μικρό και γραφικό μου χωριουδάκι στη Θήβα, είχα δει σερί Ρίτα Σακελλαρίου, Αντύπα και Κατερίνα Στανίση. Κανένα Rockwave Festival (άλλωστε, εκεί δεν θα τολμούσαν ούτε για πλάκα να καλέσουν την Μποφίλιου).
Το μόνο θετικό στα σοσιαλιστικά πανηγύρια των 90s, είναι ότι απ’ έξω στήνονταν πάγκοι με τύπους που πουλούσαν κασέτες και αν ήσουν τυχερός και είχες αγοράσει καμία “Άρον Μέηντεν”, τώρα θα τη μόστραρες περήφανος για τη γραφικότητα και σπανιότητά της στο ίντερνετ.
Απ’ την άλλη, δεν μπορώ κιόλας να καταλάβω πως οι ίδιοι τύποι που μισούν τις νεοπλουτιστικές ποζεριές των μπουζουκιών, εκεί που χαλάς τρία χιλιάρικα σε λουλούδια για παράδειγμα, δεν ενοχλούνται με τις σαμπάνιες που ανοίγονται δέκα δέκα στα πανηγύρια. Θέλω να πιστεύω ότι, είτε δεν το έχουν δει να συμβαίνει μπροστά τους, είτε το θεωρούν μια αστεία φολκλόρ γραφικότητα, άξια μόνο για να γελάσουν. Πιστέψτε με όμως, οι θείοι που σκορπάνε τα κατοστάευρα για πλάκα, μόνο αστείο δεν το θεωρούν. Είναι ο δικός τους τρόπος για να κάνουν επίδειξη χρήματος και κακογουστιάς στην κοινωνία που ζουν και εργάζονται.
Οπότε μάγκες, ξεχάστε αυτά τα εξευγενισμένα που σας λένε για παραδοσιακά λαούτα, όμορφες φωνές, καλοπαιγμένα δημοτικά τραγούδια και όλα εκείνα που ίσως να συμβαίνουν σε κάποια πολύ συγκεκριμένα πανηγύρια εκεί έξω. Ο κανόνας είναι κακογουστιά και κιτσαριό. Και πολύ σουβλάκι. Που αυτό βέβαια είναι καλό… Το μόνο καλό.