Αρχικά να πω ότι όσο συνηθισμένος και να είμαι στην παρακολούθηση σκουπιδιών (και είμαι πολύ, το παραδέχομαι), μου ήταν αρκετά οδυνηρό να δω το βίντεο με τον Ποτσέπη. Ίσως γιατί αυτή αρχοντοκαγκουρίλα από τύπους σαν αυτόν μου είναι από πάντα αντιπαθής, τους μισώ πριν καν μιλήσουν (τόσο ανοιχτόμυαλος). Ωστόσο, βλέποντας την άνοδο και την αστραπιαία πτώση του τύπου, δεν μπόρεσα παρά να γεμίσω με συναισθήματα αγαλλίασης και γλυκιάς δικαίωσης.
Αν θυμηθούμε τι γινόταν παλιότερα με τέτοια σούργελα και για πόσο καιρό παρέμεναν στην επικαιρότητα, μπορούμε να πούμε ότι τη βγάλαμε φθηνά. Παλιότερα τους έπαιρναν, τους έβαζαν να τραγουδήσουν, τους βουτούσαν μέσα σε μπανιέρες, τους κούρευαν έξαλλα, τους έσερναν από την μια εκπομπή στην άλλη, τους εξαντλούσαν μέχρι, όχι να βγει το επόμενο σούργελο (υπήρχαν δεκάδες σούργελα παράλληλα), αλλά μέχρι να τους βαρεθούμε. Τώρα απλά δεν ενδιαφέρεται κανείς.
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας συμφωνήσουμε ότι η τηλεόραση των 00s ήταν η χειρότερη που υπήρξε ποτέ και κάποιοι από μας, οι πλέον απαίσιοι χειροκροτητές της. Εκείνα τα χρόνια, η παραγωγή σούργελων για κατανάλωση από δημοσιογραφικά σούργελα ήταν καθημερινή. Θέλετε να θυμηθούμε περιπτώσεις ανθρώπων που κανείς δεν ξέρει σήμερα γιατί ασχολούμασταν τότε; Ο Αγαμέμνωνας, ο Σάκης Ρουβάς του Πειραιά, ο Σταύρος Λιβυκός σου λένε τίποτα; Μάλλον όχι και that’s my point.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι που πάνε τα όργια όταν εξαφανίζονται, αλλά που βρίσκονται τα όργια του σήμερα (ξέχασα να πω ότι όργιο = σούργελο στο μικρό μου μυαλό).
Λογικά βρίσκονται εκεί έξω, μόνο που οι δυνατότητες που έχουν για προβολή είναι πια πολύ περιορισμένες.
Η τηλεόραση ψυχορραγεί και παρά το γεγονός ότι η κοροϊδία τέτοιων ανθρώπων ήταν φτηνή παραγωγή για τους καναλάρχες των 00s, πλέον ακόμα και αυτή στοιχίζει. Γιατί και η πάμφθηνη μεσημεριανή εκπομπή που χρειάζεται για να αναλωθεί με τέτοιες περιπτώσεις, δεν φέρνει το χρήμα που έφερνε παλιότερα. Οπότε οι “Ταμπάκηδες” του σήμερα δεν εξυπηρετούν τίποτα και η τσιμινιέρα της μηχανής που τους παρήγαγε, πάγωσε (άθλια παρομοίωση, θα είναι μεγάλο το “ευχαριστώ” αν συνεχίσεις και πιο κάτω, τα λάθη πληρώνονται, το ξέρω, αλλά ζητώ να μου τη χαρίσεις για μία και τελευταία φορά).
Επίσης η παρουσία στο ίντερνετ είναι πιο απαιτητική απ’ την παρουσία στην τηλεόραση. Απαιτεί από το σούργελο να έχει κάποιες δεξιότητες, αν όχι ταλέντα. Το όργιο στην τηλεόραση το μόνο που χρειάζεται είναι να το βάλουν μπροστά από μία κάμερα και από εκεί και πέρα αρχίζει το καραγκιοζιλίκι του. Στο ίντερνετ όμως, μπορεί να κάνει το ίδιο; Κάποιος που φωνάζει “μόνο αγάπη”, αν γράψει το ίδιο στο Facebook ή στο Twitter θα κάνει κανέναν να γελάσει; Θα μου απαντούσες “όχι, αλλά αν κάνει βιντεάκι και το ανεβάσει στο YouTube”; Μα ακριβώς εκεί είναι το θέμα. Για να φτιάξει βιντεάκι ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ, είτε τεχνικά, είτε δημιουργικά (θα πρέπει πχ. το concept να έχει ενδιαφέρον για τον χρήστη του ίντερνετ που αντικειμενικά διαφέρει από τον μέσο εναπομείναντα τηλεθεατή και σιγά μην ξέρει να το παράξει).
Φτάνουμε έτσι στο συμπέρασμα πως ό,τι τηλε-σούργελο-με την κλασική έννοια του όρου- θα βγαίνει στο εξής, θα προέρχεται πλέον μέσα από παραδοσιακές μορφές παραγωγής σούργελων και ό, τι έχει απομείνει απ’ αυτές. Ο Θέμος και η Αννίτα για παράδειγμα, ναι, είναι υπερμηχανές παραγωγής σούργελων και δεν θα σταματήσουν όσο έχουν αυτές τις εκπομπές. Απ’ την άλλη για τον Σεφερλή που ανακάλυψε τον Ποτσέπη θα ήταν άδικο να πούμε ότι ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία. Δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας, αλλά σίγουρα δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ το ψώνιο και την τραγικότητα τέτοιων τύπων.
Ακούω, λοιπόν, την κραυγή αγωνίας που στοιχειώνει το μυαλό σου και με ρωτάει “και που πάνε τώρα όλοι αυτοί, ρε μαν” και σου απαντάω με κάθε υπευθυνότητα: δεν ξέρω. Ναι είναι δεδομένο ότι υπάρχει αυτή η ειδική κατηγορία όργιων που ζητάνε την τηλεοπτική κατακραυγή ως μέσο αυτοπροσδιορισμού, αλλά δεν έχω ιδέα που βρίσκουν πια διέξοδο. Μπορεί απλά να καταπιέζονται. Μπορεί να βλέπουν βίντεο με τον Βας Βας ή την Βέρα Λάμπρου και να αναπολούν εκείνες τις εποχές, ποιος ξέρει.
Όπως και να’χει, θα πρέπει να νιώθουμε περήφανοι για τους ανθρώπους της γενιάς μας. Έχει συμβεί μία ποιοτική επανάσταση και μπράβο μας. Τύπους σαν τον Ποτσέπη δεν τους αφήνουμε να φτάνουν στην καθημερινότητά μας και όσοι ξεφύγουν και φτάσουν στις οθόνες μας, τους ξερνάμε μέσα σε μια βδομάδα το πολύ… Η τηλεοραση είναι παθητικό μέσο (σιγά το νέο) και ό, τι μας σέρβιραν κάποτε, το τρώγαμε. Από τη στιγμή όμως που πήραμε την κατάσταση στα χέρια μας (ίντερνετ) και διαλέγουμε τι θέλουμε να μας απασχολήσει το μυαλό, τα τηλεσούργελα αποσύρονται σιγά σιγά… Και τύποι σαν τον “αγάπη μόνο” “τελειώνουν” προτού τους βάλει κάποια εκπομπή να κολυμπάνε στη μπανιέρα τους ή να τραγουδούν “τζίγκελ μπελς, τζίγκελ μπελς”. Το αστείο δεν παρατραβάει, τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες.
Σ’ ευχαριστούμε ίντερνετ γι’ αυτό. Από δω και πέρα θα σου φερόμαστε κι εμείς πολύ καλύτερα.