Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω κάτι μπας και γλιτώσω από τους χαρακτηρισμούς “γερογκρινιάρη”, “μίρλα”, “παράξενε” και όλα αυτά που μπορεί να είμαι, αλλά σοβαρευτείτε: θα τα έδειχνα τόσο εύκολα;
Το ζήτημα “χρώμα σε ασπρόμαυρη ταινία” (και στην προκειμένη περίπτωση στο “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”) δεν έχει να κάνει με το αν έχεις δικαίωμα να πάρεις το έργο ενός καλλιτέχνη και να του αλλάξεις τα φώτα, να το αποδομήσεις ή να συνθέσεις πάνω του… ΠΑΡΤΟ ΚΑΙ ΚΑΝΤΟ Ο,ΤΙ ΘΕΣ! Στηρίζω μεταποιήσεις, κοψοραψίματα, διασκευές και επανεκτελέσεις και μισώ τις ιερές αγελάδες. Δεν υπάρχουν έργα τέχνης που δεν αγγίζονται, όπως δεν υπάρχουν φιλοσοφικές και πολιτικές θέσεις που δεν αγγίζονται, που δεν αναθεωρούνται και ούτω καθεξής.
“Τότε τι μας πρήζεις, ρε γερογκρινιάρη, μίρλα και παράξενε; Τι πρόβλημά έχεις που έβαλαν χρώμα στην ταινία”;
Κανένα, ειλικρινά. Μπορούν να βάλουν μπλε χρώμα στους ηθοποιούς και να πουν “δείτε πως θα ήταν το ‘Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα’ παιγμένο απ’ τα στρουμφάκια”; Θα ήμουν ο πρώτος που θα πήγαινε να το δει. Και βασικά, θα είχε και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ήταν πιο ουσιαστική καλλιτεχνική παρέμβαση.
Η ένστασή μου, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς εδώ: ότι αυτή η παρέμβαση – η προσθήκη χρώματος – όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα, αλλά ίσως και να αλλοιώνει το αυθεντικό έργο (στην περίπτωση που το αντικαταστήσει, παίζεται δηλαδή αυτή η μορφή της ταινίας στην τηλεόραση απο εδώ και πέρα).
Και εξηγούμαι.
Το “Η δε γυνή να φοβήται τον Άνδρα” είναι ένα έργο τέχνης και δεν έχει σχέση με τα “Επίκαιρα” της εποχής εκείνης. Σε εκείνα, ναι, θα είχε αξία να προσθέσει κανείς χρώμα, ώστε τα ιστορικά γεγονότα να φαίνονται πιο “ζωντανά”, πιο κατανοητά.
Καταλαβαίνω επίσης και τη σημασία του να βάζεις χρώμα σε φωτογραφίες με ιστορική αξία. Να θες να δεις πως θα έδειχνε στην πραγματικότητα ο Βενιζέλος ή ο Πλαστήρας για παράδειγμα.
Αλλά σε ένα έργο τέχνης, όπως είναι μια ταινία, γιατί;
Δες εδώ ένα ακραίο παράδειγμα:
Στην αρχαία Ελλάδα τα αγάλματα και οι ναοί είχαν χρώμα. Πως θα σου φαινόταν να βάφαμε τον Παρθενώνα και να έδειχνε κάπως έτσι σήμερα;
“Όχι, με τίποτα”, σωστός και σε καταλαβαίνω. Θα μου πεις “αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να δω πως έδειχνε στην πραγματικότητα”… Μαζί σου και σ’ αυτό. Πάρε και από το “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” ένα απόσπασμα, δες το πως θα έδειχνε επιχρωματισμένο (αρκετά κοντά δηλαδή στην πραγματικότητα) και άσε την ταινία να παίζεται στην κανονική της μορφή.
Γιατί, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι αλλοίωση της ταινίας αυτός ο επιχρωματισμός (και όχι μόνο της συγκεκριμένης, αλλά όσων έχει γίνει κάτι ανάλογο).
Ο Γιώργος Τζαβέλας την ταινία την γύρισε με συγκεκριμένα μέσα, τα οποία καθόρισαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Κανείς δεν ξέρει, αν στην περίπτωση που την γυρνούσε τότε ως έγχρωμη, θα διάλεγε τα ίδια σκηνικά, τα ίδια ρούχα, τις ίδιες γωνίες λήψης… Μπορεί να μιλούσαμε για μία εντελώς διαφορετική ταινία, ακόμα και με άλλους διαλόγους προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημιούργημα στο σύνολό του.
Για παράδειγμα, λένε “δες το πράσινο φόρεμα της Μάρως Κοντού” ή “πως ήταν στην πραγματικότητα το σπίτι τους”. Δεν μπορείς να ξέρεις όμως αν ο Τζαβέλας θα της φορούσε το ίδιο φόρεμα, αν γνώριζε ότι η ταινία του ήταν θα ήταν έγχρωμη. Της φόρεσε το συγκεκριμένο ρούχο, γιατί είχε στο μυαλό του πως αυτό θα φαίνεται σε ασπρόμαυρο φιλμ. Και αυτό φυσικά ισχύει και για τα υπόλοιπα πιο “σοβαρά” στοιχεία της ταινίας.
Ναι, είναι τόσο απλό.
Πάρε την ταινία, ξαναγύρισέ την, βάλε χρώμα, κόψε σκηνές, βάλε επιπλέον σκηνές, κάν’ την τρισδιάτατη, ΚΑΝ’ ΤΗΝ Ο,ΤΙ ΘΕΣ, ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ:
ΘΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΤΑΙΝΙΑ. Η ταινία του Τζαβέλλα είναι εκείνη η ασπρόμαυρη του 1965 και αυτό δεν αλλάζει.
Και μεταξύ άλλων, είναι και αισθητικό το θέμα, ο τρόπος με τον οποίο διαφημίζεται αυτή η επεξεργασία που έγινε. Την προσθήκη χρώματος οι παραγωγοί την προσέλαβαν και την προωθούν ως “διόρθωση”. Ότι δηλαδή το να βάλεις χρώμα δίνει κάτι επιπλέον στην ταινία, κάτι που έλειπε, σαν να διορθώνει μία ιστορική αδικία σε ένα μεγάλο φιλμ.
Γιατί να θεωρείς ότι είναι μειονέκτημα μία ταινία να είναι ασπρόμαυρη; Μήπως κρίνεις με λίγο πιο επιπόλαια κριτήρια, ίσως λίγο πιο καταναλωτικά;
Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, το μόνο που προσφέρει ο επιχρωματισμός είναι μία κρυφή ματιά στα παρασκήνια της ταινίας, λίγη ικανοποίηση στην ανάγκη μας για κουτσομπολιό και τίποτα περισσότερο. Αρκεί όμως για να μετατρέψει την ταινία σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ξέραμε μέχρι σήμερα, απ’ αυτό που ήταν όταν τη γνωρίσαμε και την πρωτοείδαμε.
Κάν’τε λοιπόν ό, τι θέλετε στην ταινία, δεν υπάρχουν περιορισμοί στην τέχνη. Απλώς αποδεχτείτε ότι πλέον θα μιλάμε για άλλη ταινία, η οποία σε καμία περίπωση δεν θα αντικαταστήσει την αρχική. Και δεν πρέπει και δεν μπορεί.