Μάλλον ζήλια… Αυτή νομίζω είναι η πιο κοντινή λέξη που μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα που νιώθω κάθε πρωί που περνάω από τις καφετέριες της γειτονιάς για να έρθω στο γραφείο. Μια ζήλια στιγμιαία για όλους εκείνους που απολαμβάνουν ξέγνοιαστοι τον καφέ τους και χαβαλεδιάζουν, χωρίς να έχουν το άγχος το δικό μου να φτάσουν έγκαιρα στη δουλειά. Μιλώντας για δουλειά, ίσως θα πρέπει να αναφέρω κι αυτήν την παράμετρο: η πλειοψηφία από τους θαμώνες, γνωστοί μου ως επί το πλείστον, δεν εργάζεται.
Ποιος είναι ο ευλογημένος της υπόθεσης, τελικά; Αυτός που έχει διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο ή εκείνος που έχει διαθέσιμα ευρώ στο πορτοφόλι;
“Αυτός που έχει και τα δύο“, σε άκουσα ήδη να ψιθυρίζεις αγαπητέ Προβοκάτορα. Ωστόσο, η προφανής αυτή απάντηση περισσότερο μοιάζει με ευχολόγιο παρά με έναν στόχο ρεαλιστικό που θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας.
Ας ορίσουμε πρώτα μερικά δεδομένα κι ας ξεκινήσουμε με τα ποσοτικά. Το χρήμα είναι απεριόριστο. Μπορεί όχι μέσα στις τσέπες μας, αλλά γενικότερα εκεί έξω κυκλοφορεί σε μη μετρήσιμους αριθμούς. Ίσως μια μέρα, η ικανότητα και η τύχη να μας βοηθήσουν να καρπωθούμε ένα αξιόλογο μέρος του.
Από την άλλη, ο χρόνος είναι περιορισμένος. Το 24ωρο όσο και να το επιθυμούμε, δεν “ξεχειλώνει”. Κι αυτό θα ισχύει στον αιώνα τον άπαντα. Στον προσωπικό μας τον αιώνα τον άπαντα, δηλαδή ως το τέλος των ζωών μας. Και τώρα που αναφέρθηκα στο αναπόφευκτο τέλος, να άλλη μια απόδειξη για την εξαντλησιμότητα του χρόνου -που αυτόματα αναβαθμίζει την ποσοτική αξία του ως αγαθού συγκριτικά με το χρήμα. Ας το σκεφτούμε μια στιγμή. Τι είναι πιο φοβιστικό; Οι τελευταίες ανάσες στο νεκροκρέβατο ή τα τελευταία ευρώ στον τραπεζικό μας λογαριασμό;
Να πάμε και στα ποιοτικά δεδομένα; Τόσο ο χρόνος όσο και το χρήμα, αποτελούν δύο εργαλεία που ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο τα διαχειριζόμαστε μπορούν είτε βελτιώσουν, είτε να υποβαθμίσουν το βιοτικό μας επίπεδο.
Μπορεί να έχουμε, για παράδειγμα, άπλετο ελεύθερο χρόνο όντας άνεργοι και να τον εξαντλούμε ταυλοπαίζοντας σε μία καφετέρια, τη στιγμή που θα μπορούσαμε να τον αξιοποιούμε για να “χτίσουμε” μέσω κάποιου προγράμματος τις δεξιότητές μας, να αναζητήσουμε μεθοδικά μια θέση εργασίας που θα μας καλύπτει, να κάνουμε την ενδοσκόπησή μας για να σταθούμε όρθιοι σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής μας. Ή αντιθέτως, να μας λείπει ο χρόνος επειδή τον απορροφά μια εργασία που ναι μεν απαιτεί πολλές ώρες, ωστόσο μας “γεμίζει” και μας εξελίσσει ως επαγγελματίες και ως προσωπικότητες.
Το αυτό ισχύει και για το χρήμα. Πότε αντλήσαμε μεγαλύτερη ψυχική ικανοποίηση; Όταν ξοδέψαμε εκείνο το εικοσάευρο για να αγοράσουμε το αχρείαστο γκατζετάκι για το οποίο μας “βομβάρδισαν” οι διαφημιστικές και το οποίο δεν χρησιμοποιήσαμε ποτέ, ή όταν ήπιαμε σε σφηνάκια το “δίδυμο αδερφάκι” του κερνώντας τον κολλητό που είχαμε να δούμε καιρό και ο οποίος γεμίζει το “είναι” μας με την παρουσία του;
Ας μη γελιόμαστε: όσο η ποσοτική διάσταση δεν συνοδεύεται από ψήγματα ποιότητας, τόσο μικρότερη γίνεται η αξία χρόνου και χρήματος αμφότερων.
Είμαστε οι επιλογές μας
Δεν αρκεί να διευθετήσουμε μονάχα τα της εργασίας μας. Οι μικροδιευθετήσεις σε καθημερινό επίπεδο είναι εξίσου σημαντικές. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Κάποιος που πλένει μόνος του το αμάξι αντί να το πάει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, κερδίζει χρήμα, χάνει χρόνο. Το αντίστροφο ισχύει για τον γείτονά του που επέλεξε να αποφύγει τη βαβούρα της προσωπικής ενασχόλησης και το ανέθεσε επί πληρωμή στον επαγγελματία. Βάλτε στο κάδρο τις δεκάδες καθημερινές μας μικροδιευθετήσεις και θα αντιληφθείτε πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν αθροιστικά στη διαμόρφωση του προσωπικού μας ισοζυγίου “χρόνου-χρήματος”.
Και μιλώντας για προσωπικές επιλογές, δεν θα μπορούσαμε να παραγνωρίσουμε την υποκειμενικότητα που κρύβεται στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ένας από εμάς κουμαντάρει το χρόνο και το χρήμα του. Η ιδιοσυγκρασία, ο κοινωνικός περίγυρος, το επάγγελμα, ο αξιακός κώδικας, οι προσωπικές φιλοδοξίες, ο βαθμός με τον οποίο μπαίνει στη ζωή μας ο παράγοντας “επιβίωση”… Όλα τα παραπάνω είναι κάποιες μόνο από τις παραμέτρους που μεταβάλλουν το πόσο χρήμα ή το πόσος ελεύθερος χρόνος είναι ιδεατός για τον καθένα.
Η υποκειμενικότητα αυτή, μας καθιστά υπεύθυνους -με ορισμένες προφανείς εξαιρέσεις- και για το παραγόμενο αποτέλεσμα. Είμαστε οι επιλογές μας. Αν δεν έχουμε οριοθετήσει αυστηρά τις προτεραιότητες μας, τότε όσα λεφτά και να πέσουν στα χέρια μας, ο ελεύθερος χρόνος του κόσμου όλου να συσσωρευτεί στη διάθεσή μας, η αίσθηση του ανικανοποίητου θα μας κυριεύει ακατάπαυστα. Ας μην ξεχνάμε δε πως τείνουμε να αποζητάμε αυτό που δεν έχουμε και να παραγνωρίζουμε την αξία αυτού που ήδη κατέχουμε.
Κι εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η νοητή ζυγαριά που οφείλουμε συχνά-πυκνά να χρησιμοποιούμε για να τσεκάρουμε αν όντως οι αναλογίες χρόνου-χρήματος στις ζωές μας, μας κάνουν πραγματικά ευτυχισμένους. Όπως, τουλάχιστον, ορίζεται η προσωπική ευτυχία για τον καθένα. Κι αν χρειάζεται ενίσχυση η μία ή η άλλη πλευρά για την τελική εξισορρόπηση, τότε να φροντίζουμε να πράττουμε αναλόγως.
Κι όταν λύσουμε εκείνη τη διαολεμένα δύσκολη εξίσωση που περιλαμβάνει τις μεταβλητές του χρόνου, του χρήματος και της ευτυχίας, με αποτέλεσμα που θα περιλαμβάνει θετικό πρόσημο, θα είμαστε σε θέση να απολαύσουμε στο έπακρο τους καρπούς που καταβάλαμε για τη λύση της.
Έστω και ματωμένοι από την προσπάθεια.