Ένα από τα πολλά ελαττώματά μου είναι ότι μιλάω πολύ. Τόσο πολύ, σε σημείο που οι κολλητοί μου με καλωσορίζουν με την προσφώνηση “καλώς τον φαφλατά!“. Όσο και να προσπαθώ να κοντρολάρω τη λογοδιάρροιά μου, αδυνατώ να την ελέγξω. Και κάπως έτσι, συνεχίζω να ζαλίζω (πολλές φορές απρόθυμα) αυτιά, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση ότι το λεκτικό μου σαλιάρισμα δεν είναι η πιο ορθή μέθοδος κοινωνικοποίησης.
Ορθή μπορεί να μην είναι, είναι όμως mainstream.
Ο φαφλατισμός είναι μια μάστιγα της εποχής μας. Μια σύγχρονη κοινωνική νόρμα που έτη φωτός απέχει από τη ρήση κάποιων τυχάρπαστων που είχαν πειστεί ότι “το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν“. Συνεχίζουμε να επιμένουμε -προσέξτε, όχι στη δύναμη της πειθούς αλλά- στην αναγκαιότητα του να μιλάμε πολύ, ακατάπαυστα, αλόγιστα. Μιλάμε για να αρέσουμε, να εντυπωσιάσουμε, να αναδειχθούμε μεταξύ των πολλών. Να πείσουμε χωρίς να μας έχει ζητήσει κανείς ότι έχει ανάγκη να πειστεί.
Και κάπως έτσι, έχουμε ξεχάσει να ακούμε. Όχι όλοι, ευτυχώς…
Θαυμάζω απεριόριστα τις τύπισσες και τους τύπους εκείνους που εσκεμμένα δε γυμνάζουν τη γλώσσα τους με βερμπαλισμούς και λεκτικά πυροτεχνήματα όπως κάνω εγώ για παράδειγμα αυτή τη στιγμή. Όλους εκείνους που, από συνειδητή επιλογή και όχι επειδή είναι ανίκανοι να αρθρώσουν λόγο, προτιμούν να χρησιμοποιούν πρώτα το αυτί τους, να φιλτράρουν όσα ακούν και να μιλούν αφού έχουν κρίνει ότι τα λεγόμενα του συνομιλητή τους χρήζουν απάντησης ή διαλόγου. Από τα λίγα που θα πουν, συνήθως είναι πολλά αυτά που αποκομίζεις. Αν αποτελούσαν την πλειοψηφία, είμαι σίγουρος ότι πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Τόσο στον μικρόκοσμο μας, όσο και σε ευρύτερο επίπεδο.
Τα δύο αυτά ανθρωπότυπα, λοιπόν, συνυπάρχουν αλλά εκείνο του φαφλατά έχει κυριαρχήσει καθολικά. Για σκεφτείτε το. Στο εργασιακό περιβάλλον, στις σχέσεις, στα κοινωνικά δίκτυα… Το φαβορί για τελική επικράτηση στη διαμάχη “γλωσσοκόπανου – λακωνικού”, τείνει συνήθως να είναι ο πρώτος, με τον δεύτερο να αντιμετωπίζεται ως παρίας. Ίσως να έχει να κάνει με την περίοδο των κατακλυσμιαίων ρυθμών στην οποία διανύουμε, μια περίοδο που αν δεν φανείς εξίσου κατακλυσμικός στις κουβέντες σου κινδυνεύεις να θαφτείς κάτω από τη σκόνη των πολλών. Λες και δεν ήταν οι ωραιότεροι μας διάλογοι εκείνοι που ειπώθηκαν με τα μάτια.
Αφορμή να σας ζαλίσω με όλα τα παραπάνω;
Κάποια λόγια πάνω στα οποία σκόνταψα στο διαδίκτυο. Τα λόγια του Paul Goodman, συγκεκριμένα. Μυθιστοριογράφος, ποιητής, ψυχοθεραπευτής και αναρχικός φιλόσοφος, ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο “Speaking and language: defence of poetry“, αναφέρεται στα 9 διαφορετικά είδη σιωπής, τα περισσότερα εκ των οποίων κοσμούνται με θετικό πρόσημο. Ας πάψει ο φαφλατάς κι ας μιλήσει ο ποιητής…
“Τόσο η σιωπή, όσο και η ομιλία, αποτελούν αμφότερες δύο επιλογές μαζί με τις οποίες μπορεί να πορευτεί ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Είναι δεδομένο, ωστόσο, ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη και διαφορετικές διαβαθμίσεις της σιωπής.
. Υπάρχει η χαζή σιωπή η οποία προέρχεται από το λήθαργο ή την απάθεια.
. H γεμάτη εγκράτεια σιωπή η οποία εν τούτοις συνοδεύεται από ένα πρόσωπο βλοσυρό.
. Η γόνιμη σιωπή της συνειδητοποίησης, η οποία ευφραίνει την ψυχή και την παρακινεί να γεννήσει νέες ιδέες.
. Η σιωπή που γεννάται από την αμηχανία.
. Η γεμάτη ζωντάνια σιωπή που στην ουσία εμπεριέχει μια αίσθηση εγρήγορσης.
. Η γεμάτη μουσικότητα σιωπή που συνοδεύει την δράση.
. Η σιωπή που επιβάλλεται να κυριαρχεί όταν μιλάει ο άλλος. Η ίδια που παύει όταν τα λόγια του συνομιλητή ξεστρατίζουν και τον βοηθούν να επανέλθει στο δρόμο της σαφήνειας.
. Η θορυβώδης σιωπή σε στιγμές δυσαρέσκειας και αυτο-κατηγορίας, μια ηχηρή εσωτερική ομιλία γεμάτη σκυθρωπότητα.
. Η σιωπή της ειρηνικής συμφωνίας με άλλα πρόσωπα, η ίδια που μας βοηθά να επικοινωνήσουμε με το σύμπαν.
Και λέω εγώ τώρα ο φαφλατάς: Μήπως έχουμε πολλά περισσότερα να πούμε όταν χαλιναγωγούμε τα λόγια μας;