Πριν από κάνα δεκαήμερο βγήκα σε άδεια. Για 9 ολάκερες μερούλες. Εννιά 24ωρα για πάρτη μου, για μαμ, για κακά και για (μπόλικο) νάνι. Το πρώτο διήμερο, πήγα με τη Λώρα μια βόλτα μέχρι το Ναύπλιο και τις υπόλοιπες μέρες που έμειναν μέχρι την επιστροφή στο γραφείο, τις πέρασα στο εξοχικό μου στα Ίσθμια. Και τις πέρασα μόνος, καθώς η Λώρα έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά της.
Με το που έφυγε, που λέτε, από το σπίτι κι έμεινα μόνος, η σκηνή που εκτυλίχθηκε είχε κάτι από αυτό (χωρίς το ασανσέρ και τη γραβάτα):
Δεν είναι ότι δεν τα πηγαίνω καλά με τη σχέση μου, το αντίθετο. Αλλά ρε διάολε…
Είμαι τόσο εθισμένος στη μοναξιά, λατρεύω τόσο πολύ να μένω μόνος -και ει δυνατόν απομονωμένος από τους πάντες και τα πάντα- που ώρες ώρες αναρωτιέμαι μήπως έχω κάποιο θέμα. Η απάντηση που μου δίνω, όμως, είναι κάθε μα κάθε φορά, απλή και σαφής: “Η μοναξιά είναι ευλογία, Ντινάρα! Αλί και τρις αλί σε αυτόν που δεν μπορεί ή ακόμη χειρότερα φοβάται να μείνει μόνος με τον εαυτό του…” Και πώς να μην συμφωνήσω με αυτά που πολύ πειστικά μου λέω;
Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να φανταστώ καλύτερο τρόπο ενδοσκόπησης, αποτελεσματικότερη ψυχολυτρωτική διαδικασία, από το να καταφέρνει κανείς να εξασφαλίζει κάποιες ώρες κατά τις οποίες η μοναδική του συντροφιά θα είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Πόσο μάλλον, αν οι ώρες αυτές γίνονται ολόκληρες ημέρες, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον… αυτοαποκλεισμό μου στα Ίσθμια.
Τα οποία Ίσθμια, είναι το ησυχαστήριό μου, το καταφύγιό μου από κάθε μανούρα που μου προσφέρει (πολλές φορές αβέρτα) η Αθήνα. Οι κολλητοί μου, βέβαια,έχουν διαφορετική άποψη. Πόσες και πόσες φορές δεν τους έχω ακούσει να μου λένε: “Πού πας και φεύγεις ρε μαλάκα κωλόγερε στα Ίσθμια; Τι στο διάολο κάνεις εκεί πέρα μοναχός σου; Ειλικρινά, πες μας, τι κάνεις;“
Θα σας πω τι κάνω…
Κάνω παρεάκι με την Ίρμα, την καλυτερότερη σκυλίτσα στον κόσμο. Παρεάκι μέχρι να με σιχαθεί και να μου πει “Ξεκόλλα και στρίβε“. Δεν μου το λέει, τη χαϊδεύω στον αιώνα τον άπαντα. Τραβιόμαστε στην παραλία, που όπως και να το κάνουμε έχει την ομορφιά της, ρε φίλε, όταν αδειάζει. Ανεβαίνουμε και στο βουνό μαζί. Μπουκωμένος εγώ με τις σαντουϊτσάρες –οκ, ένα απλό ζαμπονότυρο με ντομάτα είναι συνήθως που ετοίμασα από το σπίτι και αυτή με τις λιχουδιές που τις προσφέρω κάθε φορά που μου δίνει το χέρι, χωνεύουμε καθισμένοι δίπλα-δίπλα με θέα τον Αργοσαρωνικό. Εγώ κι αυτή, άνθρωπος και σκύλος, μόνοι μας αλλά “γεμάτοι”.
Κι όταν κατεβαίνω από τα Γεράνεια, ποτίζω το γκαζόν ακούγοντας λούπες από τους Active Member. Με τα πόδια πάντα γυμνά. Πότισμα τέλος, το χώμα μυρίζει, διαβάζω βιβλία με τα πόδια (να τα πάλι) απλωμένα στα κάγκελα του μπαλκονιού. Όταν έρχονται οι πρώτες πρωινές ώρες, ανεβοκατεβαίνω τους δρόμους της περιοχής, ψυχή τριγύρω, ησυχία είσαι πρέζα. Αράζω. Αράζω μόνος, αράζω ώρες ατελείωτες, αράζω χωρίς να κάνω τίποτα. Κι όμως, κατά τη διάρκεια αυτού του “τίποτα” προσπαθώ να βάλω σε τάξη μέσα μου όλα εκείνα που προσωπικά κρίνω απαραίτητα ότι χρήζουν τάξης. Για να μπορώ να στέκομαι τις ώρες της κοινωνικοποίησης όπως θέλω κι όπως πρέπει. Αυτά κάνω φίλοι μου.
Και δεν τους κακολογώ που καμιά φορά με κράζουν, αλλά ειλικρινά δυσκολεύομαι να κατανοήσω όλους εκείνους που θεωρούν την ύπαρξη συντροφιάς προαπαιτούμενο της ευτυχίας και τη μοναξιά μιας ντουζίνας ωρών ως προάγγελο απίστευτων δεινών. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους ένας άνθρωπος ξορκίζει με τρόμο το ενδεχόμενο να μείνει μόνος, την πιθανότητα να χρειαστεί να κάνει μια τίμια εξομολόγηση με τον καλύτερο πνευματικό που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ποιος άλλος μπορεί να σου δώσει τις καλύτερες συμβουλές, ποιος άλλος είναι σε θέση να ξεσκαρτάρει από μέσα σου τα προς ξεσκαρτάρισμα; Υπάρχει καλύτερος τιμονιέρης για να καθορίσει την πορεία της ζωής σου πέρα από τον ίδιο σου τον εαυτό; Μα αν πρώτα δεν τα βάλεις κάτω μαζί του για να καθορίσετε από κοινού τη ρότα, πώς αλλιώς θα γίνει;
Για όλα αυτά, λοιπόν, είμαι της άποψης ότι είναι υποχρέωσή σου να εξασφαλίζεις -ή μάλλον να κυνηγάς μετά μανίας- το υπέρτατο αγαθό που ακούει σε ένα όνομα παρεξηγημένο: Μοναξιά. Και νομίζω πως είναι ξεκάθαρο από όλα τα παραπάνω, ότι αναφέρομαι στην εσκεμμένη και υγιή μοναξιά και όχι σε μια στρεβλωμένη κατάσταση μοναχικότητας στην οποία -ηθελημένα ή μη- μπορείς να εγκλωβιστείς. Άλλωστε, αυτό που μας προκαλεί το φόβο είναι οι σκέψεις μας. Αυτές και μόνο αυτές μπορούν να μετατρέψουν την μοναξιά από σύμμαχο σε εφιάλτη.
Για πες μου τώρα…
Σας είπα τα δικά μου, μου απαντήσατε και τα δικά σας. Να δούμε τώρα, τι πιστεύουν για τη μοναξιά και οι υπόλοιποι Προβοκάτορες:
. “Για τα μοναχοπαίδια δεν υπάρχει μοναξιά. Είναι μία φυσιολογική κατάσταση. Πάντα ήμασταν τον περισσότερο καιρό μόνοι και όταν δεν ήμασταν, συνήθως σήμαινε ότι κάτι θα μας αγγάρευαν οι γονείς να κάνουμε. Οπότε και όταν δεν ήμασταν μόνοι, πάλι αναζητούσαμε τη μοναξιά. Οπότε αν με ρωτάς, δεν έχω κανένα πρόβλημα να περνάω (κάποια) ώρα μόνος μου. Βιβλία, μουσική και ταινίες σου κάνουν καλή παρέα.”
(Μανιάτης Κωνσταντίνος, 32 ετών. Και τον πονάει που έχει γκριζάρει)
. “Όταν είμαι μόνος μου μ’ αρέσει να διαβάζω. Το προτιμώ από το να βλέπω ταινίες και μου προσφέρει ηρεμία. Κάτι επίσης συνηθισμένο είναι οι δουλειές στο σπίτι με πολύ δυνατή μουσική.”
(Μπόβολος Νικόλαος, 25 ετών. Κάνει κι άλλα αλλά ντρέπεται να τα πει)
. “Η μοναξιά για μένα είναι ο προσωπικός μου παράδεισος. Κυκλοφορώ στο σπίτι όπως να’ναι, χωρίς να δίνω λογαριασμό πουθενά, γκαρίζοντας φυσικά με τα αγαπημένα μου τραγούδια. Γαμάει η μοναξιά κάποιες φορές, δικέ μου!”
(Ράπτης Νικολάκης, 20 ετών. Φαίνεται κι από το κλείσιμο της απάντησής του)
. “Οι πιο ωραίες μέρες μου μέχρι σήμερα ήταν στην κοιλιά της μάνας μου. Δεν με ενόχλησε κανείς ενώ μάλιστα είχα τη δυνατότητα να ‘τα σπάω’ κλωτσώντας αριστερά και δεξιά διασκεδάζοντας παράλληλα τον έξω κόσμο. Σήμερα, για να την παλεύω, έχω εγκαταστήσει ειδικό -υποσυνείδητο- αισθητήρα να μου θυμίζει το πότε πρέπει να επιστρέψω στο καβούκι μου. Η υπερ-εξωστρέφεια με καταστρέφει και ο χρόνος που περνάω μόνος είναι το πιο ζωτικό πράγμα που μου έτυχε ποτέ. Σπάνια θα αισθανθώ πως ο χρόνος που πέρασα με την αφεντιά μου είναι αρκετός κι αν αυτό ακούγεται ανησυχητικό να πω πως έχω ταξιδέψει και 2 φορές στην Ευρώπη, μόνος μου. Φασάρα!”
(Πέτρος Ντόκος, μόλις τριαντάρισε. Tου ζήτησα 2-3 λέξεις κι έγραψε ντραφτ για την Ιλιάδα)