Πριν από καμία τετραετία, είχα συμφωνήσει με τα φιλαράκια μου το εξής: Κάθε Πέμπτη βράδυ, ό,τι κι αν γινόταν, ο κόσμος να γύριζε ανάποδα, θα βρισκόμασταν για ένα ποτό, για ένα κρασί. Ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη συμφωνία μεταξύ κυρίων, καθώς βλέπαμε ότι οι κοινές μας έξοδοι είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Οι Πέμπτες, λοιπόν, φάνταζαν ως σανίδα σωτηρίας μιας αντροπαρέας που από τα λυκειακά της χρόνια ήταν αυτό που λέμε “κώλος και βρακί”.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή μας κακοφάνηκε που θέσαμε μεταξύ μας έναν τέτοιον όρο. Όπως εξίσου αλήθεια είναι, πως αυτοειρωνευόμασταν όσο δεν πάει: “Κατάντια, μαλάκες, που βάζουμε πλέον reminder για να κανονιστούμε να βρεθούμε“.
Κι αν τότε, στα 28 μας, οι μη αυθόρμητες κοινές έξοδοι μας κακοφαίνονταν, σήμερα, στα 32, που οι “Πέμπτες των Φίλων” δεν υπάρχουν πια ως ανεπίσημος θεσμός και καταλήγουμε πολλές φορές να κλείνουμε διβδόμαδο χωρίς να βρεθούμε, αναπολούμε με νοσταλγία έστω και εκείνο το ημίμετρο. Ας μη μιλήσω καν για την ένδοξη δεκαετία 15-25 που είχαμε μετατρέψει ολόκληρο το 24ωρο σε μια ατελείωτη κοινή έξοδο, τότε που αλωνίζαμε όπου λαχταρούσε η ψυχή μας, ελεύθεροι από έγνοιες και άγχη.
Mιλώντας για έγνοιες και άγχη… Να σου συστήσω τα 30. Μια ηλικία όπου όσοι δεν έχουν καταλάβει ότι έχουν μπει σε mode “κοτζάμ άντρας”, έρχεται η ίδια η ζωή με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της για να τους σκάσει ένα υποτιμητικό χαμόγελο και να τους υπενθυμίσει:”Δεν είναι τα πάντα γύρω σου χαβαλές, οφείλεις να κοιτάξεις και λίγο μακρύτερα από το σήμερα“.
Πάνω-κάτω, σε αυτήν την φάση της ζωής μας οι περισσότεροι έχουμε μια δουλίτσα, έστω και χωρίς τα εχέγγυα περασμένων εποχών. Κατά πάσα πιθανότητα, έχουμε και μια σταθερή σχέση. Αυτά τα δύο -μαζί με το καθιερωμένο 8ωρο του ύπνου-, αρκούν για να αποτελειώσουν το 24ωρό και την ενέργειά μας. Κι αν δεν αρκούν αυτά τα δύο, σπεύδουν για βοήθεια οι σκέψεις για το αύριο. Οι σκέψεις για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε για το επόμενο βήμα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αυτές κι αν είναι ρουφήχτρες ζωτικότητας…
Κι ο κανόνας πάει κάπως έτσι: γυρίζω από τη δουλειά και δεν έχω όρεξη να κανονίσω να βρεθώ με την παρέα μου. Προτιμώ να αράξω μόνος σπίτι και να “αδειάσω” από τα ντράβαλα της ημέρας. Της σημερινής και της επόμενης. Δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος που το βιώνω. Το αυτό συμβαίνει και με τους φίλους μου, το αυτό συμβαίνει και με εσένα, φίλε 30άρη προβοκάτορα.
Θα μείνω λιγάκι σε εσένα που ψήφισες “να αλλάξω παρέα” και θα σου κάνω μια ερώτηση: Σου είναι εύκολο να αλλάζεις παρέες; Προφανώς δεν αναφέρομαι σε όλους εκείνους που θεωρείς απλά γνωστούς, τους ευκαιριακούς φίλους της μιας εποχής, τους ανθρώπους από το επαγγελματικό σου περιβάλλον ενδεχομένως, και γενικότερα σε όλα εκείνα τα άτομα που δεν θα τοποθετούσες στον στενό πυρήνα των κολλητών σου. Αν η απάντησή σου είναι “ναι”, σε σέβομαι απόλυτα. Όπως κι απόλυτα διαφωνώ με αυτήν την οπτική.
Ίσως και να είμαι δογματικός όταν είμαι πεπεισμένος πως οι κολλητοί σου είναι αδέλφια σου από άλλη μάνα και δεν γίνεται -παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις σας- να τους αντικαθιστάς με άλλα αδέλφια. Η οικογένεια των φίλων, μπορεί να υιοθετήσει. Δεν μπορεί, όμως, να αποκληρώσει.
Ο φιλικός σου περίγυρος μπορεί να αλλάξει δεκάδες φορές στη ζωή σου και σε αυτόν ενδεχομένως να δεις να μπαινοβγαίνουν εκατοντάδες διαφορετικά πρόσωπα. Ότι και να γίνει, όμως, οι εμπειρίες, οι εικόνες και το δέσιμο ζωής που έχεις χτίσει από κοινού με μια συγκεκριμένη γκρούπα φίλων (κάποιοι ορίζουν τον αριθμό στα 5 άτομα και η προσωπική μου εμπειρία κάπου εκεί κοντά κυμαίνεται), έχω την εντύπωση πως είναι μπετοναρισμένες και όχι φτιαγμένες από ελενίτ, όπως κατά πάσα πιθανότητα θα είναι οι αντίστοιχες που θα χτίσεις με κάποιες ευκαιριακές συναναστροφές.
Γιατί, στην τελική, όσο κι αν έχουμε αλλάξει εμείς, οι φίλοι μας ή οι συνθήκες γύρω μας, αυτό που θα μας μείνει μια μέρα που θα έχουμε κατά πολύ γκριζάρει, θα είναι αυτό: Ένα κολάζ από εικόνες, γέλια και ατελείωτες λέξεις που ειπώθηκαν με το στόμα, αλλά και με τα μάτια, ένα κολάζ από πλοία, νησιά, μπαράκια, ξενύχτια και σουβλάκια.
Ένα κολάζ από πέντε-έξι χαζόφατσες που ξέρουν κάθε γωνιά του “είναι” σου.
Αυτό το κολάζ, λοιπόν, όσο και να ξεθωριάζει κατά καιρούς, καλό είναι να το περνάμε, που και που, ένα χέρι φροντίδας. Η λάμψη που θα φέρει, άλλωστε, θα κρατήσει για πάντα.