Οι εποχές των παχιών αγελάδων πέρασαν ανεπιστρεπτί (;) για την χώρα μας και μαζί τους χάθηκε με περίσσια πυγμή και ό,τι ευνοούσε την ύπαρξή και ανάπτυξη τους. Έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα στην Ελλάδα (ίσως εκτός από τους Έλληνες) και φυσικά η τηλεόραση δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Για την ακρίβεια, η τηλεόραση ως μέσο που καθόριζε και ταυτόχρονα καθοριζόταν από την κοινωνία, υπήρξε ένας από της πυλώνες της αλλαγής που επέφερε η οικονομική κρίση.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 όταν όλα κυλούσαν ιδανικά και κανείς δεν έβλεπε τι ερχόταν (ή το έβλεπε και έκανε την πάπια για άλλους λόγους) οι τηλεοπτικές σειρές υποστήριζαν το πρότυπο του μεσοαστού Έλληνα που κυριαρχούσε. Ένας 40αρης ή και νεότερος, με λεφτά, συνήθως δανεικά, που τα σκορπά για οποιοδήποτε λόγο, έχει 2-3 γκομενίτσες και τη γυναίκα να περιμένει στο σπίτι.
Εκείνη συνήθως δε δουλεύει, μαγειρεύει τα καλύτερα φαγητά για τον αντρούλη της και φυσικά δε βγαίνει με τις φίλες της αλλά εκείνες την επισκέπτονται στο δικό της σπίτι μαζί με τους συζύγούς τους. Αν ο 40αρης διαθέτει μαλλί σκαντζόχοιρου και συνηθίζει να πληρώνει με ακάλυπτες επιταγές, τότε γίνεται πρωταγωνιστής στο “Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή” του 1997 που ακόμα και σήμερα στις επαναλήψεις κάνει τρελά νούμερα τηλεθέασης. Πρωταγωνιστής στην κοινωνία ήταν έτσι κι αλλιώς. Και ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ προφανώς.
Την ίδια εποχή σχεδόν, κάνει θραύση το “Εκείνες κι Εγώ” που στο περίπου έχει τον ίδιο Έλληνα για κεντρικό πρόσωπο. Μόνο που εκείνος είναι ένα σκάλι πάνω από τον Ακάλυπτο. Έχει μόνιμη σχέση χωρίς να είναι παντρεμένος και τριγυρίζει με τις πολλές γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του. Φιγούρα που συνετέλεσε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του σεξισμού ως λογικής ή και επιβεβλημένης αντίληψης όπως αυτή παρουσιαζόταν στη δημοφιλέστατη σειρά.
Αργότερα ο μέσος Έλληνας κλήθηκε να ταυτιστεί με το πρότυπο του Χάρη Ρώμα. Δεν είναι ανάγκη να αναφερθεί κάποια συγκεκριμένη σειρά. Σε όλες έπαιξε τον ίδιο ρόλο. Ο Χάρης Ρώμας είναι πάντα ο υπερβολικά συντηρητικός φραγκάτος τύπος με τη γαμάτη δουλειά και την αλαζονεία ανά χείρας. Είναι η εποχή που η (μάλλον) επίπλαστη ευημερία βρίσκεται στα καλύτερα της και ένας τύπος που πηγαίνει κόντρα στις μίνι φούστες, δεν πίνει αλκοόλ και καταπιέζει την σεξουαλικότητά του, είναι αρκετά αστείος για να τον βλέπουμε σε τρεις διαφορετικές σειρές. Και να τον ξαναβλέπουμε στις αιώνιες επαναλήψεις.
Λίγα χρόνια πριν, η “Dolce Vita” μπαίνει σε όλα τα σπίτια δείχνοντάς μας έναν νέο άντρα να ερωτεύεται την πεθερά του και δημιουργεί εντυπώσεις σε μια κοινωνία πλήρως ντεκαβλέ που αντιμετωπίζει το σεξ ενοχικά. Είναι το αντίπαλον δέος όλων των προηγούμενων γιατί βλέπει τη γυναίκα με άλλο μάτι, παρουσιάζοντας την Άννα Παναγιωτοπούλου ως μια πολύ δυναμική γυναίκα που δεν κωλώνει να πιάσει γκόμενο τον αρραβωνιαστικό της κόρης της. Εικόνα που έμοιαζε αρκετά παράταιρη για τον πουριτανισμό του 1996.
Από την άλλη πλευρά, η gay φάση που κατακλύζει την τηλεόραση σήμερα, έχει τις ρίζες της στο μακρινό παρελθόν και ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, στους “Απαράδεκτους” βλέπουμε τον Γιάννη, τον συμπαθέστατο gay χαρακτήρα που οι φίλοι του έχουν πλήρως αποδεχτεί, σε μια εποχή που δεν έλεγες και εύκολα ότι είσαι ομοφυλόφιλος.
Τα χρόνια πέρασαν και ο κόσμος άρχισε να εξοικειώνεται με την φιγούρα ενός gay στην οθόνη. Ο Γιάννης έγινε πασέ γιατί ήταν “κραγμένη” και πλέον πουλάει ο πιο κυριλέ gay. Στην “Πολυκατοικία” παρατηρούμε το ζευγάρι αντρών που συνυπάρχει αρμονικά με τους υπόλοιπους που γνωρίζουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ενώ ο Παπακαλιάτης πληρώνει πρόστιμο για ένα φιλί δύο αντρών (ο μάι γκοντ). Από την άλλη, αρκετά χρόνια αργότερα, το σήριαλ του Καπουτζίδη “Εθνική Ελλάδος”, υφίσταται λογοκρισία στην Κύπρο, όπου δεν προβάλλεται μια σκηνή στην οποία έχουν γράψει στην πόρτα του gay πρωταγωνιστή τη λέξη “ΠΟΥΣΤΑΡΑ”.
Σήμερα, Νοέμβρης του 2015, κάθε τηλεοπτική σειρά (από αυτές που έχουν απομείνει) που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει έναν ή περισσότερους gay ρόλους. Οι χαρακτήρες της “προηγούμενης Ελλάδας”, της Ελλάδας του Ακάλυπτου και του Δόγκανου είναι εκτός τόπου και χρόνου και προβάλλονται σε επανάληψη για να μας θυμίζουν τα χρόνια της (και καλά) δόξας αλλά και για να τις βλέπουν οι προηγούμενες γενιές και να τσεκάρουν τι πήγε στραβά. Αν μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν ότι όντως κάτι πήγε στραβά..