Ξαναγράφω μετά από σχεδόν δέκα μέρες. Δεν το λες και λίγο, ειδικά αν σκεφτείς ότι σε αυτό το διάστημα δεν είχα καμία επαφή με την επικαιρότητα. Μπορεί στο χωριό μου το δημόσιο wi-fi να είναι μία πραγματικότητα ωστόσο οι συγκυρίες (και οι μπύρες) τα έφεραν έτσι και δε μπόρεσα να το χρησιμοποιήσω. Αυτή η εισαγωγή ήταν ένα μικρό «συγγνώμη» στους συνάδελφους προβοκάτορες στους οποίους είχα δημιουργήσει προσδοκίες για δουλειά από μέρους μου, εξ αποστάσεως. Αμ δε!
Βρέθηκα σε δύο πανηγύρια, μία ρεμπέτικη βραδιά, ήπια καφέ σε δύο ξενοδοχεία και ένα καφενείο, ψώνισα σε τοπικό μίνι μάρκετ, μίλησα με γιαγιάδες και παππούδες, συζήτησα με συνομηλίκους μου. Όλα αυτά συνετέλεσαν δραστικά στο να σιγουρευτώ για κάτι που είχα χρόνια στο μυαλό μου. Ο Έλληνας δε θα αλλάξει ποτέ. Σίγουρα όχι προς το καλύτερο.
Αρχικά, σε κανένα από τα μέρη που έγραψα παραπάνω δεν είδα μία απόδειξη. Ούτε για τα μάτια του κόσμου. Μετά είδα ανθρώπους να βγάζουν σοβινισμό ο ένας για το χωριό του άλλου. Δηλαδή, για μια απόσταση 500 μέτρων που χωρίζει δύο χωριά, οι «από εδώ» είναι τσιγκούνηδες και οι «από εκεί» σκατάνθρωποι. Και «μην πάτε σε αυτό το χωριό γιατί ούτε αυτοί έρχονται στο δικό μας».
Λίγο – πολύ αυτά τα ήξερα. Αυτό που δε γνώριζα, είναι η πεποίθηση των ίδιων ανθρώπων ότι όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο φυσικά. Έτσι.
Ο Θεός των Ελλήνων θα βάλει το χεράκι του, θα την κάνει τη μαγκιά του και θα τη βγάλουμε λάδι πάλι. Χωρίς κόπο φυσικά.
Φεύγοντας οδήγησα σε ένα δρόμο που πλήρωσα διόδια για να αντικρύσω λίγα μέτρα μετά τα ταμεία, μία φωσφορούχα ταμπέλα που γράφει «ΠΡΟΣΟΧΗ, ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΔΥΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ». Αυτός ο δρόμος είχε μία λωρίδα, με μικρούς κώνους να χωρίζουν τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας και καμία θέση στάσης ή στάθμευσης. Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω ξαναπλήρωσα.
Λίγο αργότερα κι ενώ το αυτοκίνητο μου έτρεχε με 110 χλμ/ώρα δέχτηκα προσπέραση από ένα πούλμαν (που έχει «κόφτη» στα 90 χλμ/ώρα) που ο οδηγός του μάλλον είχε πάρει δίπλωμα χάρη σε κάποιο βιντεοπαιχνίδι, από αυτά που ένας φυγάς βουτάει όποιο μέσο βρει και τρέχει σαν δαιμονισμένος να ξεφύγει.
Μπαίνοντας στο σπίτι, η αρχική σελίδα των social media είχε «ανθρώπους» που σχεδόν χαίρονταν για έναν νεκρό πρόσφυγα στην Κω.
Τι σκέφτομαι τώρα; Κάνω μια απλά υπόθεση. Χωρίς να θέλω να θεοποιήσω αυτό που συνολικά ονομάζουμε «Αρχαία Ελλάδα» καθώς κι αυτή τα είχε κουσούρια της, αναρωτιέμαι τι θα σκέφτονταν εκείνοι οι άνθρωποι που αυθαίρετα αποκαλούμε προγόνους μας. Οκ, είχαν και σκλάβους, αλλά για τα δεδομένα της εποχής ήταν μια πολύ εξελιγμένη κοινωνία και τηρουμένων των αναλογιών ίσως και πιο προηγμένη από τη σημερινή δική μας.
Τι θα έλεγε ο Περικλής πίνοντας τον καφέ του μαζί με τον Σωκράτη; Τι θα συζητούσαν για εμάς τους «απογόνους» τους, ο Δημοσθένης μαζί με τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα πίνοντας τα κρασάκια τους; Όλοι μαζί θα τραγουδούσαν με ένα στόμα, μια φωνή: ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΤΕΕΕΕΕΕ!