NYMPHOMANIAC UNCUT – PART 1
Βαθμολογία: 10 / 10
To είδαμε για πρώτη φορά πέρσι. Λογοκριμένο με το σκηνοθέτη του Λαρς Φον Τρίερ να δηλώνει πως δεν είναι η εκδοχή της ταινίας του που θα ήθελε να κυκλοφορήσει. Ένα πραγματικά εκτός ορίων (ακόμα και στην αλογόκριτη εκδοχή του) έπος πάνω στη σεξουαλικότητα, χωρισμένο σε δύο μέρη. Έχω δει λογοκριμένα και αλογόκριτα και τα δύο. Και η γνώμη μου που την παραθέτω παρακάτω, (όσον αφορά το πρώτο μέρος) δεν αλλάζει. Είναι ένα εκτός ελέγχου και ταυτόχρονα απόλυτα ελεγχόμενο, αριστούργημα ενός μοναδικού σκηνοθέτη προβοκάτορα. Η αλογόκριτη εκδοχή του Part 1 (145 λεπτά) είναι 28 λεπτά μεγαλύτερη από την πρώτη (117 λεπτά). Και ναι, φυσικά υπάρχουν πιο περιγραφικές σκηνές σεξουαλικών διεισδύσεων, ερωτικών εκκρίσεων και κοντινών πλάνων σε ερεθισμένα σεξουαλικά όργανα. Όμως αυτό είναι ένα ακόμα παιχνίδι του Τρίερ που παίζει με τον εγκέφαλό σου και τις προσδοκίες σου, σαν ένα παιδί που προσπαθεί να ανοίξει ένα βάζο μερέντα. Γιατί το σεξ και η πρόκληση είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα που σου πετάει για να προκαλέσει τον μικροαστισμό σου. Το μεγαλύτερο μέρος των έξτρα σκηνών, (χωρίς να λείπει η πάντα αξιολάτρευτη κινηματογραφική τσόντα) αφορά στη μεγέθυνση χαρακτήρων, διαλόγων και σκηνών. Που σε καθιστούν ακόμα περισσότερο συνένοχο σε αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη. Συνένοχο από πόθο, οδύνη, ενοχή και χαρά ταυτόχρονα.
Ακολουθεί η κριτική που έγραψα στην πρώτη μου ανάγνωση της ταινίας:
1ο Μέρος Κριτικής
Aυτό είναι ένα κείμενο που θα γραφτεί σε δύο μέρη. Το ένα 4 το πρωί και το άλλο όταν ξυπνήσω αύριο. Γιατί όχι; Έτσι δεν δόμησε και ο Τρίερ το παιχνίδι με την «Νυμφομανή» του; Σε δύο μέρη και σε δύο εκδοχές; Μια με περισσότερα κοντινά πλάνα σε γεννητικά όργανα και διεισδύσεις και μια άλλη, πιο «μαλακή». Νομίζω ότι ο Τρίερ πάντα έπρεπε να κόβει σε δύο μέρη τις ταινίες του. «Αντέχεις στο ένα; Μπες και στο άλλο.»
Μάρκετινγκ ή καλλιτεχνική ανάγκη; Μα πότε η σύγχρονη τέχνη δεν ήταν μάρκετινγκ; Και ακόμα περισσότερο το γαμήσι; Ή το συναίσθημα, έστω και στην απουσία του. Στην απουσία ούτως ή άλλως, είναι που το συναίσθημα είναι πάντα πιο έντονο. Και φαντάζομαι, πως ένας μεγαλοφυής τσιρκολάνος του σινεμά όπως ο Λαρς, αυτό το ξέρει καλύτερα από όλους.
Θεωρητικά φαντάζομαι τι περιμένεις από το «Nymphomaniac» αλλά χωρίς να θέλω να σου χαλάσω την έκπληξη (μολονότι εξακολουθεί να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του «αυστηρώς ακατάλληλο») είναι η πιο ευαίσθητη ταινία αυτού του ανθρώπου. Του σκηνοθέτη που οι μαντάμ ντε κομπανί του σινεμά, κατηγορούν ως μισάνθρωπο. Αν είσαι άσχετος, μπορεί και να πιστέψεις το παιχνίδι του, ότι δηλαδή εφηύρε την πυρίτιδα ανάμεσα στην τέχνη και το πορνό. Γιατί με τις μικροαστικές σου προσλαμβάνουσες παίζει πάλι, μπας και στανιάρεις χωρίς να μπουκωθείς με τις ποσότητες αντικαταθλιπτικών που συνηθίζεις.
O Λαρς πάντα εξερευνούσε το τι θα έγραφε ο Λιούις Κάρολ, αν όταν έγραφε την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» δεν φορούσε κορσέ να του ζουλάει το πουλάκι του. Ο βορειοευρωπαϊκός προτεσταντισμός ήταν ανέκαθεν, έξοχο εφαλτήριο για ένα τέτοιο wild party απελευθέρωσης. Με κουνελάκια, να στάζουν από το χουχούνι τους υγρά συγκίνησης και ηδονής, όταν πεθαίνει ο μπαμπάς τους όπως η πρωταγωνίστρια της ταινίας όταν χάνει τον δικό της.
Σε ένα παιχνίδι αναμέτρησης ηθικής, θρησκείας, πάθους και απάθειας. Προκλητική λοιπόν για ποιον η ταινία ; Μόνο για τον ανάπηρο. Μια ζωή, μια εξομολόγηση νυμφομανούς, χωρισμένη σε κεφάλαια. Χωρίς καν να ξέρουμε την αλήθεια. Και μια κάμερα, μοντάζ, φωτογραφία, σε αλλαγή ύφους από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και παιχνίδισμα με το στιλ. Σαν να σου υπενθυμίζει ότι ακόμα κι όταν στην οθόνη κυριαρχεί ένα πέος ή ένα αιδοίο σε απελπισμένη αναζήτηση της στερημένης χαράς, δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τα γεννητικά όργανα του Πίτερ Παν που δε θέλει να μεγαλώσει. Ναι, σόρι κι όλας αλλά είναι γνωστό πως σε μεγάλο βαθμό, πηδιόμαστε γιατί φοβόμαστε το θάνατο και θέλουμε να κρατηθούμε από αυτό που δημιουργεί ζωή και μετά αυτό μας φοβίζει και το απορρίπτουμε σαν θάνατο.
Μόλις γύρισα από το «Νymphomaniac» του Τρίερ και δεν έχω λόγια. Σαν να έχω καταπιεί έκστασι με ξυράφια. Το είδα σε αίθουσα, με κοινό. Απαγορεύεται αν είσαι σοβαρός να το δεις 10 το πρωί, τσάμπα σε δημοσιογραφική. Αισθάνομαι όπως όταν ανακάλυπτα το σινεμά και το γαμήσι ένα παιδί. Σαν μεγαλειώδες κωμικοτραγικό παιχνίδι συναισθημάτων και απάθειας. Σαν φάρσα τραγωδίας γεμάτη από οδηγούς, απαντήσεις και ερωτήσεις. Και πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς να γράψω. Ακόμα και το γνωστό μου θράσος, υποχωρεί ατάκτως όταν πρέπει να «αγγίξει» μια μεγαλοφυΐα όπως ο Τρίερ.
2ο Μέρος Κριτικής
Ξύπνησα και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ξαναδώ την ταινία το συντομότερο. Για να βιώσω ξανά τη χτεσινή μου εμπειρία, σαν δομημένα με μαθηματική ακρίβεια ιδεογράμματα που κάνουν επίθεση στο συναίσθημα μου την ώρα που εγώ έχτιζα αμυντικά τείχη με τη λογική μου. Ποιος την απαυτώνει τη λογική μπροστά στο ένστικτο; Ακόμα και όλα τα υπέροχα φιλοσοφικά τσιτάτα που ανταλλάσουν οι ήρωες της ταινίας, αυτό σου λένε: «Πέτα τη λογική και την εξήγηση μπας και γαμηθείς με χαρά».
Κάτι που σίγουρα δεν καταφέρνει, ή μάλλον παλεύει «Δαμάζοντας τα Κύματα» να πετύχει η Τζο. Η ηρωίδα της ταινίας που μαζεύει από το δρόμο, δαρμένη και ημιλιπόθυμη ένας εβραίος διανοούμενος. «Είμαι πολύ κακός άνθρωπος» θα του πει η νυμφομανής Τζο και θα αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της σε κεφάλαια. Σαν παραμύθια εξωφρενικής σεξουαλικότητας από τα πρώτα κι όλας χρόνια της ζωής της. Είναι αλήθεια; Είναι κάτι σαν αλήθεια; Όπως και το σεξ το ίδιο. Είναι χαρά; Είναι λύπη; Είναι προσομοίωση συναισθημάτων; Ο Τρίερ κινηματογραφεί τα επεισόδια της ζωής της Τζο, κάτω από ένα πέπλο (λερωμένου με άφθονα σωματικά υγρά) παραμυθιού. Σαν παιχνίδι εννοιών, εικόνων και αισθήσεων.
Ένα παιχνίδι δηλωμένο από την αρχή, όταν πριν καν ξεκινήσει η ταινία διαβάζουμε στην οθόνη την (εννοείται ψευδή ως προς τη συμμετοχή του δήλωση) πως «αυτή είναι η λογοκριμένη εκδοχή της ταινίας. Το μοντάζ της πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία ανάμειξη από τον Λαρς Φον Τρίερ αλλά με την απόλυτη έγκριση του».Κλείνοντας το μάτι στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ένας από μας, μοντάρει τις επιθυμίες του από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Από τη σκέψη στην πράξη, από την καταχωνιασμένη μνήμη στην ανάκληση της.
Μερικές φορές σαν σκληρό, κυνικό πορνό, άλλες σαν μελαγχολικές ιστορίες απώλειας αθωότητας ή σαν σουρεαλιστικό, τραβηγμένο από τα μαλλιά κωμικό δράμα (όπως το εξαιρετικό κομμάτι με την Ούμα Θέρμαν). Πάντα όμως άρρηκτα συνδεδεμένες με τα πάντα γύρω μας. Τους κορσέδες μας και τις μηχανές αναζήτησης ηδονής και αλήθειας. Την τέχνη, την καθημερινότητα, τα μαθηματικά, την κοινωνική και θρησκευτική ενοχή. Χωρίς καμία διάθεση ηθικολογίας, και τολμώ να πω, ούτε καν πρόκλησης, ο Τρίερ υφαίνει την ιστορία του μέσα από ένα κάρο αναφορές, από τον Μπαχ ως το ποταμίσιο ψάρεμα, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τα μαθηματικά, τον Επίκουρο, τον Φρόιντ, τους αριθμούς Φιμπονάτσι, τον Πυθαγόρα, τον συμβολισμό, τα στερεότυπα και την αναίρεση τους, με μια μοναδική κομψότητα που σε καθηλώνει.
*H ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Πέμπτη 9 / 10