Με ένα αυτοκίνητο που έχει κακοπεράσει, σε μια πόλη που είναι βαλμένη να κάνει όσους οδηγούν σε αυτή να κακοπερνούν, πεισματικά, ένα πρωί, έχοντας υποστεί τόσο ασύμφορη και αδικαιολόγητη κίνηση στο κέντρο της Αθήνας, κάνω την επανάστασή μου. Όχι, δεν αφήνω το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου ως ένδειξη παντελούς έλλειψης αντίληψης των λόγων για τους οποίους το κάνουμε όλο αυτό στη ζωή μας. Όχι. Απλώς αποφασίζω πως βίωσα όσο συγκοινωνιολογικό δράμα μου αναλογούσε για ένα μόλις πρωινό και έτσι θα αναζητούσα μια θέση πάρκινγκ για το αμάξι μου. Όχι. Θα πλήρωνα. Θα πλήρωνα πάρκινγκ. Ήταν αυτή η μέρα. Μέρα παραίτησης από το concept «ψάχνω πάρκινγκ στον Νέο Κόσμο». Αλλά και η μέρα που θα συστηνόμουν για πρώτη φορά με την πιο απλή, κλισέ, στερεοτυπική μορφή σεξισμού που έχω βιώσει ποτέ στη ζωή μου. Τόσο απλή και κλισέ που μου φάνηκε σχεδόν αστεία. Ειλικρινά. Σαν παλιά ελληνική ταινία.

Μπαίνοντας στον χώρο ενός πάρκινγκ, πολύ αργά, κλήθηκα να επιλέξω ανάμεσα στην τεχνολογία και τον ανθρώπινο παράγοντα. Στα αριστερά μου, ένα αυτόματο μηχάνημα, το οποίο με πολύ γρήγορες σκέψεις, υπέθεσα πως είναι εκεί ακριβώς για να ελαφρύνει από υποχρεώσεις τον εργαζόμενο που βρισκόταν δεξιά μου. Με λίγα λόγια, από το παράθυρο του οδηγού έβλεπα ένα μηχάνημα του οποίου το κουμπί έπρεπε να πιέσω, ώστε λογικά να μου δώσει μια απόδειξη εισόδου στον χώρο, και αριστερά μου έναν άντρα γύρω στα 35, ο οποίος εξίσου λογικά περίμενε από εμένα να σταματήσω τη μηχανή, να βγω από το αυτοκίνητο, να τον αφήσω να το οδηγήσει σε μια κενή θέση και να κατευθυνθώ προς τον γκισέ ώστε να μου δώσει ο συνάδελφός του μια απόδειξη η οποία θα έγραφε τι ώρα ήρθα και τι ώρα σκοπεύω να φύγω και τέλος πάντων πόσα λεφτά έχει να περιμένει από αυτό το ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο. Όχι εκείνος δηλαδή. Ο εργοδότης του. Εγώ χαμένη. Να πατήσω το κουμπί ή να ασχοληθώ με τον κύριο; 

Πάντα τον Άνθρωπο επιλέγουμε σε αυτά, αγαπητοί. «Καταλαβαίνετε, τώρα. Δεν ξέρω τι να κάνω», του λέω γελώντας, διαπιστώνοντας πως έχει παρατηρήσει πως με έχει μπερδέψει η όλη διαδικασία. Πείτε με χαζή, προτείνετέ μου να πιώ και άλλο καφέ. Δεν παίρνω και τόσο σοβαρά τον εαυτό μου για να προσβληθώ. Μετά τα γέλια μου, τον ακούω να μου λέει την παρακάτω φράση. «Οι γυναίκες πάντα μπερδεύεστε όταν μπαίνετε εδώ». Κόβονται τα γέλια. Είναι ήδη σεξισμός από τη στιγμή που το ποιος μπερδεύεται και ποιος όχι είναι ένα έμφυλο ζήτημα και σε κάθε περίπτωση πάντα καλό είναι να υποπτευόμαστε όποια φράση ξεκινάει (και τελειώνει) με γενικεύσεις. 

Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τις αντιπαραθέσεις. Περισσότερο τις βαριέμαι, μάλλον γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αποδείξω σε κανέναν με ένα μισοτελειωμένο καφέ στο χέρι, σε ένα γκαράζ που μυρίζει βενζίνη, πως ίσως να έπρεπε να έχει σκεφτεί και δεύτερη φορά πριν εκστομίσει το προσωπικό του συμπέρασμα ή όσα του έχει κληροδοτήσει μια κοινωνία που αγαπάει τα κλισέ λες και πάσχει από σύνδρομο της Στοκχόλμης. «Μπερδεύτηκα με το μηχάνημα, όπως καταλάβατε», του απαντάω, ευγενικά. Και παιδιά, συνεχίζει. «Στα ινστιτούτα αισθητικής, όμως, τον βρίσκετε μια χαρά τον δρόμο σας», μου λέει. 

Είναι φορές που νιώθω πως έχουμε βρει απαντήσεις στις πιο κρυφές πτυχές του σεξισμού. Τις πιο αόρατες. Είναι φορές που νιώθω πως ατάκες όπως «πήγαινε πλύνε κανένα πιάτο» έχει να τις ακούσει γυναίκα, περίπου από το 1980, στο οποίο αν με ρωτάς, θα πίστευα πως γυναικάρες έκαναν σούζες και καμάκια σε αγόρια, πάνω στις μηχανές τους. Αυτά στη δικιά μου φαντασιακή φούσκα. Είναι φορές που έχω πραγματικά πέσει στην ίδια την παγίδα που στήνει μια κοινωνία τόσο βαθιά σεξιστική που έχω κοντέψει να πιστέψω πως το θέμα πια, το διακύβευμα αν θέλετε, είναι να βρούμε όλα εκείνα τα υποσυνείδητα «χιόνια» που χαλάνε πολλά υποσχόμενους εγκεφάλους, με πιο βαθιές σεξιστικές πεποιθήσεις, που εξαργυρώνονται σε αναβαθμισμένες μορφές σεξισμού και διακρίσεων τέλος πάντων. Από εκείνες που φτάνουν σε πολύ βαθύτερα ζητήματα από το μπανάλ πια του αν νιώθει μια γυναίκα οικεία σε έναν χώρο όπως ένα γκαράζ. Ότι δηλαδή με τις απλές, πρωτόλειες, κακοχωνεμένες πια μορφές σεξισμού, έχουμε ξεμπερδέψει. Όχι απαραίτητα επειδή έχουμε βρει τις απαντήσεις σε αυτά. Όχι επειδή έχουν πειστεί όλοι εκείνοι που τα έχουν χάψει εξαρχής, πως είναι μύθοι. Αλλά τουλάχιστον από τον «φόβο» του call out. Τον φόβο της πληρωμένης απάντησης που θα δεχτούν από τη γυναίκα στην οποία τα ξέρασαν. Έκανα λάθος. Είναι προφανές. 

Ίσως είμαι τυχερή. Ίσως απλώς δεν έπεσα στις περιπτώσεις. Αλλά στα 30 μου χρόνια ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την πιο απλή, καθημερινή μορφή σεξισμού. Με τον σεξισμό της διπλανής πόρτας, της διπλανής λωρίδας, του φαναριού παρακάτω, του ιδιωτικού πάρκινγκ. Ήμουν εκεί, με τα κλειδιά στο χέρι, τον μισοτελειωμένο καφέ μου και άκουγα έναν άνδρα να μου λέει μες στη μούρη μου, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να μπλέξει σε μια αχρείαστη αντιπαράθεση, πως οι γυναίκες πάντα μπερδευόμαστε σε έναν χώρο όπως αυτός, αλλά βρίσκουμε μια χαρά τον δρόμο μας σε «ινστιτούτα περιποίησης». Τα αγοράκια παίζουν με τα αμάξια τους, τα κοριτσάκια με τα νύχια και τα μαλλιά τους. Γυναίκες και κρέμες, νύχια, καθαρισμοί προσώπου πάνε αγκαζέ. Τα πάρκινγκ και οι χώροι που ακούγονται γκαζιές και μαρσαρίσματα είναι ανδροκρατούμενοι. Εις το διηνεκές. Ποιος λέει «ινστιτούτα περιποίησης» το 2023 εν τω μεταξύ; Κάποιος που λέει και όλο το υπόλοιπο προφανώς. Και δεν είναι ηλικιωμένος. Δεν έχει την αθώα δικαιολογία ότι αναθράφηκε σε «άλλα χρόνια». Είναι εξαιρετικά νέος για όλο αυτό. Και εγώ εξαιρετικά μεγάλη για αυτό το από χρονοκάψουλα βάπτισμα του πυρός. 

«Κοιτάξτε με καλά», του είπα, με εμφανή διάθεση για χιούμορ, κοιτάζοντάς τον και δείχνοντας διακριτικά την εμφάνισή μου. Που ούτε μάσκαρα δεν έχω καταφέρει να βάλω σωστά. Ούτε με το στόμα κλειστό έχω καταφέρει να βάλω μάσκαρα. «Ούτε στο ινστιτούτο περιποίησης βρίσκω τον δρόμο μου όπως καταλαβαίνετε», συνέχισα. Γέλασε. Προφανώς και γέλασε, γιατί μάλλον στο σύμπαν από το οποίο μας έρχεται, οι γυναίκες απαντάνε κάπως έτσι σε αυτά. Ή με γελάκι και χαριτωμενιά. Είχα μόλις γίνει μια από αυτές, βέβαια. Του έδωσα το κλειδί και προχώρησα προς τον γκισέ. Συνειδητοποίησα πως η όλη σκηνή δεν μου προκάλεσε καν εκνευρισμό. Περισσότερο σοκ ή μια απορία. Όπως όταν βλέπει κανείς αλεπού στο Πανόραμα Βούλας και αναρωτιέται «κυκλοφορούν εδώ τέτοια πλάσματα; Μα είμαστε στην Αθήνα», με πλήρη εικόνα ότι δεν είναι και τόσο μα τόσο σπάνιο. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτή είναι η παγίδα. Μας φαίνεται τόσο μπανάλ που αρνούμαστε να το πάρουμε στα σοβαρά. Ίσως το ρομαντικοποιούμε κιόλας.  Βίντατζ σεξισμός. Ίσως τον βρίσκουμε και χαριτωμένο. Να τον πάρουμε και για το σπίτι. Παιδιά, δεν είναι. Περισσότερο με ιό μοιάζει, που έχει βρεθεί το εμβόλιό του χρόνια τώρα, αλλά το σκιπάρουμε για του χρόνου γιατί έχουμε “δυνατό ανοσοποιητικό”. 

Για τα πρακτικά, πλήρωσα 8 ευρώ. Για το πάρκινγκ. Ο σεξισμούλης δώρο.